Έγκλημα στο Ηρώδειο

Η τηλεφωνική της συνομιλία μαζί του είχε κρατήσει μία ώρα· άξιζε  όμως τον κόπο. Ο γοητευτικός γκριζομάλλης είχε ευφράδεια, χιούμορ, παιδεία, και ως σκηνοθέτης είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. «Έχεις πάει και στην Αφρική;» τον ρώτησε. «Βεβαίως». «Κι έχεις κοιμηθεί με μαύρες;» «Ασφαλώς!» «Και με Κινέζες;» ξαναρώτησε. «Ναι». Η έλξη που ασκούσε πάνω της μεγάλωνε γι’ αυτό περίμενε την πρότασή του που ήρθε αμέσως. «Πότε θα συναντηθούμε;» τη ρώτησε. «Οπότε θέλεις». «Το Σάββατο μπορείς;» Μπορούσε, οπότε κανόνισαν να πάνε θέατρο. Συζήτησαν για τις προτιμήσεις τους και διαπίστωσε πως αυτός είχε εκλεπτυσμένα γούστα. Ήταν φυσικό λοιπόν να της εκφράσει τη λατρεία του για τους αρχαίους· ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ήταν οι αγαπημένοι του. Βεβαίως, αγαπούσε και τους κλασικούς, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, τον Μπρεχτ, τον Ίψεν, οπότε εκείνη δυσανασχέτησε· δεν είχε διάθεση για τραγωδίες, δράματα, φεμινιστικά, αλληγορίες και άλλα ψυχοπλακωτικά. Της αρκούσαν οι ειδήσεις που έβλεπε στην τηλεόραση με μάχες και βομβαρδισμούς πόλεων και σφαγές αμάχων στη Μέση Ανατολή. Αυτό το καλοκαίρι στα αθηναϊκά θέατρα παίζονταν και κωμωδίες και επιθεωρήσεις. «Θέλω να γελάσω», του είπε. «Τότε να πάμε στο Ηρώδειο, έχειΛυσιστράτη», της πρότεινε.

*

Ο σκηνοθέτης έμενε κάτω από την Ακρόπολη, στην οδό Ροβέρτου Γκάλι· εκείνη στο Γαλάτσι. Δεν είχε δικό της αυτοκίνητο κι επειδή το Σάββατο ο κόσμος βγαίνει κι είναι δύσκολο να βρεις ταξί, δέχτηκε να μπει σ’ ένα από αυτά, μαζί με άλλους. Υπήρχαν άλλα τρία άτομα πίσω, όλοι άντρες, οπότε κάθισε δίπλα στον οδηγό. Ήταν ένας νεαρός με περιποιημένο μουστάκι, δαχτυλίδι στο χέρι και μπρασελέ στο άλλο που ψιθύριζε τα λόγια του τραγουδιού, το οποίο έπαιζε το ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή, ακούμπησε το χέρι του στο γόνατό της. Τον κεραυνοβόλησε με τα μάτια, μα εκείνος δεν νοιάστηκε. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε στον ενικό. «Νικόλ», είπε. Η δεύτερη ερώτηση ήταν άπρεπη. «Έχεις ραντεβού, έτσι;» Το ντύσιμό της και το άρωμα Πιερ Καρντέν αυτό έδειχναν, αλλά τίποτα δεν του έδινε το δικαίωμα να τη ρωτάει. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Ναι, θα πάμε στο Ηρώδειο». Εκείνος ανέβασε το χέρι του και χάιδεψε το μηρό της. «Σαν βελούδο», της είπε ψιθυριστά, χωρίς ν’ ακούσουν οι άλλοι. Δεν της άρεσε, ήταν προσβλητικό, αλλά έπρεπε να φτάσει στον προορισμό της. «Μια ωραία κοπέλα, όπως η δεσποινίς από δω, ανάβει τους άνδρες», είπε ένας επιβάτης. «Τους ξεζουμίζει», είπε ο άλλος. Ο οδηγός γέλασε. «Εγώ κάποτε που βρέθηκα στο κρεβάτι με μια ωραία κοπέλα, της έριξα εφτά». Την ενοχλούσε η ελευθεριότητα τους, αλλά ο οδηγός είχε δίκιο. Της είχε συμβεί αυτό, οι άνδρες που πλάγιαζαν μαζί της ξεπερνούσαν τις επιδόσεις τους. Αναρωτήθηκε ποιο ήταν το ατομικό ρεκόρ του γοητευτικού γκριζομάλλη. ΄Ετρεφε τη βεβαιότητα πως μόλις την άγγιζε θα έχανε κάθε ενδιαφέρον για τους αρχαίους και για τους κλασικούς, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, τον Μπρεχτ, τον Ίψεν. Στην Ομόνοια οι επιβάτες κατέβηκαν. Το ταξί την άφησε έξω από την πολυκατοικία, όπου έμενε ο γοητευτικός γκριζομάλλης, κοντά στο ρεστοράν Διόνυσος· τη στιγμή που τον πλήρωνε, κι ενώ στο δελτίο ειδήσεων ακουγόταν ρεπορτάζ για βομβιστικές επιθέσεις στο Ιράκ, ο νεαρός ταξιτζής την παρατηρούσε με σημασία.

*

Οι τοίχοι στο διαμέρισμά του ήταν γεμάτοι με προσωπογραφίες: Σαίξπηρ, Μπρεχτ, Τσέχωφ, Βεάκης, Μινωτής, Κοτοπούλη. Υπήρχαν και αντίγραφα πινάκων, κυρίως γυμνά. Ξεχώριζε ο πίνακας του Γκογκέν με τους ημίγυμνους ιθαγενείς της φυλής Μαορί. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη. Τοποθετημένα σε ξύλινες προθήκες ήταν ξύλινα αγαλματίδια γυμνών αφρικανικών θεοτήτων. Εκείνη όμως πλάνταζε, το περιβάλλον δεν την ενέπνεε. Σπάζοντας τη σιωπή, τον ρώτησε για την προέλευση των εκθεμάτων. Ναι, τα είχε αγοράσει από το Λονδίνο κι από το Παρίσι. Ενώ της μιλούσε για ταξίδια, του ζήτησε κάτι να πιει. Είχαν μια ώρα μπροστά τους μέχρι ν’ αρχίσει η παράσταση. Ήπιαν Τζόνι Γουόκερ καθισμένοι στον καναπέ· το αλκοόλ της έφερε ευεξία. «Ζεσταίνομαι», του είπε κι αυτός πήρε το τηλεκοντρόλ κι έβαλε σε λειτουργία το ερκοντίσιον. Εκείνη σταύρωνε και ξεσταύρωνε τα πόδια, κάνοντας το φουστάνι της να ανασηκώνεται ψηλά ως τους μηρούς, μα δεν τον συγκίνησε. Απηυδισμένη, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη με τα έργα κλασικών και συγχρόνων συγγραφέων και δραματουργών· κοίταξε τις ράχες των βιβλίων και έπιασε στο χέρι της τη Φιλοσοφία του μπουντουάρ του μαρκήσιου Ντε Σαντ. «Διαβάζεις και τέτοια βιβλία;» τον ρώτησε με πονηρό μειδίαμα. «Διαβάζω τα πάντα», της είπε. Κάτω από τον πίνακα του Γκογκέν, αποφάσισε να γίνει τολμηρή. «Θα μου κάνεις μασάζ στο σβέρκο;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, τράβηξε για τον καναπέ. Την πλησίασε με νωθρές κινήσεις και μετά έσκυψε και τη φίλησε. «Απόψε θα κοιμηθείς εδώ» της είπε. «Γδύσε με!» τον διέταξε. Της έβγαλε πρώτα τις γόβες, την απάλλαξε από το καλσόν, το φουστάνι, το σλίπ.

*costa

Ξαπλωμένη κατά μήκος του κρεβατιού με τα πόδια μισάνοιχτα, παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Ο σκηνοθέτης γδύθηκε, μα δεν ήταν επιδέξιος. Ένα περιπαιχτικό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. Αυτός το πρόσεξε· ξαφνικά κι οι δύο διαπίστωσαν την καταστροφή. «Τι συμβαίνει;» «Δεν μπορώ». «Εννοείς πως δεν σου…» «Ναι». Τον λυπήθηκε μα θεωρούσε μειωτικό να του απλώσει χείρα βοηθείας· μέχρι τότε όλοι οι ερωτικοί της παρτενέρ τα κατάφερναν μια χαρά μόνοι τους. «Μήπως δεν με θέλεις;» «Σε θέλω πολύ». «Τότε;» «Σε θέλω πολύ, γι’ αυτό δεν μπορώ».

*

Ντύθηκαν και τράβηξαν για το Ηρώδειο. Με το εισιτήριο στο χέρι στάθηκαν στην ουρά, διάβηκαν την είσοδο και κάθισαν στο κάτω διάζωμα. Το έργο άρχισε καλά, οι γυναίκες ηθοποιοί ήταν άριστες, αυτή που έπαιζε τη Λυσιστράτη έδινε ρέστα, σαγηνεύτηκαν κι οι δύο. Οι τολμηρές ατάκες έδιναν κι έπαιρναν. «Είναι καλύτερη από την Άννα Συνοδινού, την Αλέκα Παΐζη ή την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην Επίδαυρο», της είπε. «Πράγματι», σχολίασε εκείνη, χωρίς να έχει ιδέα. «Καλύτερη κι από το Λάκη Λαζόπουλο, το Λευτέρη Βογιατζή ή το Θύμιο Καρακατσάνη», συμπλήρωσε αυτός. Ένιωθε διεγερμένη καθώς η Λυσιστράτη παίνευε τη Λαμπιτώ: «Πώς λάμπεις, χρυσή μου! Τι σφρίγος έχει το κορμί σου! Και ταύρο ξεθεώνεις!» Μετά η Λυσιστράτη έλεγε τον περίφημο όρκο της ερωτικής απεργίας, τον οποίο επαναλάμβανε η Καλονίκη: «Δεν θα του σηκώσω τα πόδια ψηλά, δεν θα του σταθώ μπρούμυτα». Στο διάλειμμα τον σκούντησε με τον αγκώνα της. Επειδή αυτός δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, του ψιθύρισε πως θέλει παιγνιδάκια εδώ και τώρα. «Πού εδώ;» «Εδώ, έξω στα παγκάκια». «Θα χάσουμε το έργο». «Δεν θα το χάσουμε. Θα επιστρέψουμε. Έχουμε τα αποκόμματα του εισιτήριου». Βγήκαν έξω, κατέβηκαν τα σκαλιά και χώθηκαν στα δέντρα. Εκείνη δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Τον αγκάλιασε και αθέατοι καθώς ήταν επιδόθηκαν όρθιοι σε περιπτύξεις. Όμως, αυτός και πάλι δεν κατάφερε να λειτουργήσει. «Δεν μπορείς;» τον ρώτησε ψυχρά. «Δεν μπορώ». «Ε, είσαι άχρηστος!» του φώναξε οργισμένη και του έδωσε μια σπρωξιά. Ο σκηνοθέτης έπεσε με το κεφάλι στην πεζούλα κι εκείνη τον εγκατέλειψε.

*

Χωρίς να του ρίξει μια ματιά, πληγωμένη πολύ, ανέβηκε τα σκαλάκια και βρέθηκε στο πλάτωμα κοντά στο κιόσκι έκδοσης εισιτηρίων· μετά κατέβηκε στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου που ήταν κατάμεστος από περιπατητές κάθε ηλικίας, κυρίως νέους. Όλοι οι άνδρες που βάδιζαν συνόδευαν μια γυναίκα. Νεαρά ζευγαράκια φιλιούνταν και χαϊδεύονταν, μεσόκοποι σεργιάνιζαν αμέριμνοι με τις συμβίες τους. Βρισκόταν σε έξαψη. Συνειδητοποίησε πως η μέρα της είχε πάει χαμένη. Μια λύση ήταν να πάρει ταξί για την Ομόνοια, όπου τέτοια ώρα ένα σωρό άνδρες συνωστίζονταν γύρω από τους πάγκους με τις κυριακάτικες εφημερίδες. Πήγε και στάθηκε στη γωνία του πάρκινγκ των τουριστικών λεωφορείων. Δεν περίμενε πολύ· στο πρώτο ταξί που φάνηκε έκανε νεύμα να σταματήσει. Με έκπληξη αναγνώρισε στο τιμόνι το νεαρό με το περιποιημένο μουστάκι, το δαχτυλίδι και το μπρασελέ στα χέρια. Κάθισε δίπλα του κι εκείνος αφού ανέπτυξε ταχύτητα ακούμπησε το δεξί του χέρι στο γόνατό της. «Καις σαν φωτιά!», της είπε. «Πώς βρέθηκες εδώ;», τον ρώτησε. «Σε περίμενα να βγεις, είχα μια διαίσθηση». Το χέρι του χώθηκε κάτω από το φουστάνι, έστριψε το τιμόνι, και πήρε την κατηφόρα· παρκάρισε σ’ ένα σκοτεινό δρόμο πίσω από ένα φορτηγό. «Αν δεν είμαι αδιάκριτος, τι έγινε με τον κύριο που σε συνόδεψε στην παράσταση;» τη ρώτησε γεμάτος περιέργεια. «Δεν…Δεν ήταν του γούστου μου», απάντησε. Ικανοποιημένος, δοκίμασε να την αγκαλιάσει, χωρίς ν’ αντιμετωπίσει τη δυσφορία της. Έγειρε τα ανακλινόμενα καθίσματα και ξάπλωσαν. Για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα, άνοιξε το ραδιόφωνο του αμαξιού σε ένα σταθμό με ελαφρά μουσική. Εκείνη ανταποκρίθηκε πρόθυμα: η μέρα της δεν θα πήγαινε χαμένη. Έμειναν μέσα στο αμάξι αρκετά, οι αντοχές του νεαρού ταξιτζή ήταν εντυπωσιακές. Η ώρα περνούσε· τα ζωηρά χειροκροτήματα πού ακούστηκαν από το Ηρώδειο σήμαιναν το τέλος της παράστασης. Η μουσική ήταν χαλαρωτική, τους δημιουργούσε ευεξία, το παιγνίδι τους συνεχίστηκε. Χάραξε. Κάποια στιγμή η φωνή του εκφωνητή είπε τις πρώτες ειδήσεις της ημέρας. Αρχικά, εκείνη δεν έδωσε καμιά προσοχή, δεν την ενδιέφεραν οι βομβιστικές επιθέσεις στο Ιράκ, ούτε η ξηρασία στην Αφρική, ούτε οι πλημμύρες που έπληξαν την Κίνα. Ωστόσο τ’ αφτιά της τεντώθηκαν όταν η φωνή είπε: «Άγνωστος άνδρας ηλικίας περίπου πενήντα ετών βρέθηκε νεκρός μετά τα μεσάνυχτα στο αλσάκι έξω από το Ηρώδειο. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για έγκλημα με άγνωστα κίνητρα. Η αστυνομία διενεργεί έρευνες».