Ο Κος Πενθήμερος, 21 .Μεταστροφή
26/07/2015
Έβρεξε εκείνο το βράδυ κι ο Kος Πενθήμερος γύρισε μουσκεμένος σπίτι του. Αλλά ήταν μια βροχή καλοκαιρινή, ευπρόσδεκτη που πότισε την άσφαλτο και το τσιμέντο και τα λιγοστά δεντράκια μιας αλέας που βρισκόταν λίγο παρακάτω από την οδό Τριπτόλεμου όπου κατοικούσε.
Οι τελευταίες μέρες εκείνου του Αυγούστου δεν έμοιαζαν διόλου με τις πρώτες του μέρες . Ζέστη και υγρασία στο μεγαλύτερο μέρος του. Κρουνοί υδάτων στην εκπνοή του πλημμύρισαν τα υπόγεια γκαράζ και άρχισαν να χτυπούν οι μυγιάγγιχτοι συναγερμοί τους. Παντού συναντούσες πυροσβέστες και κατακόκκινα αυτοκίνητα με μάνικες.
Ο Kος Πενθήμερος εκτός από μουσκεμένος ήταν και κατηφής. Ίσως όχι τόσο κατηφής αλλά εν πάση περιπτώσει προβληματισμένος. Αυτός που διεκπεραίωνε καθημερινές υποθέσεις του γραφείου χωρίς να έχει συνείδηση της εργασίας που παρήγαγε- αν παρήγαγε κιόλας κάτι- είχε περάσει από την αδράνεια στη δράση από την αδιαφορία στο ενδιαφέρον. Είχε βουτήξει σ’ ένα ποτάμι φουσκωμένο που μπορούσε να τον παρασύρει όπου αυτό κατευθυνόταν. Και τα ποτάμια έχουν καταρράκτες, χαμηλές γέφυρες, ξύλα, πέτρες και επικίνδυνα περάσματα εκβάλουν δε στη θάλασσα. Σ’ αυτήν δεν είχε φθάσει ακόμη, θ’ αργούσε. Αυτός ήταν τώρα λίγο μετά τις πηγές κοντά στο βουνό με τις σάρες και τους τολμηρούς αναρριχητές.
Τον καταλάμβαναν εκπλήξεις, αποστομωτικές εικόνες τον κατέκλυζαν, αλλά πότε – πότε ένιωθε αποθαρρυμένος και χωνόταν πάλι στην ασφάλεια του γραφείου του.Πηγαίνοντας εκεί απόψε στεγνός πλέον και έχοντας απαλλαγεί από τις λάσπες στα παπούτσια του και την ομπρέλα του που είχε χάσει πολλές από τις ακτίνες της και δεν μπόρεσε να τον προστατεύσει από τη μανία και το μένος της βροχής κάθισε στο γραφείο του και μπήκε στον πειρασμό ν’ ανοίξει τον δεύτερο από τους τρεις τόμους μιας ιστορίας της εργασίας. Ξεφύλλισε για λίγο το βιβλίο, αλλά το πρόσωπό του δεν πήρε εκείνη την έκφραση ικανοποίησης που κατακλύζει κάποιον όταν βρίσκεται σε τόπους οικείους και γνώριμους από καιρό. Δεν μπορούσε καν να συγκεντρωθεί και να διαβάσει τις σημειώσεις που είχε γράψει με το ίδιο του το χέρι στα περιθώρια των σελίδων.
Πυκνογραμμένες με έναν γραφικό χαρακτήρα τόσο τακτικό που τώρα του έφερνε πλήξη. Κανένα γράμμα δε βουτούσε έξω από τη σελίδα. Καμία συλλαβή δεν ήταν λάθος χωρισμένη από την προηγούμενη. Η στίξη ήταν ακριβής το περιεχόμενο των σημειώσεων γραμμένο με σαφήνεια αλλά γεμάτο στερεότυπα. Κοινότoπο αλλά διατυπωμένο καίρια.
Ενώ αυτά που είχε ως τώρα συναντήσει στην ιστορία του σουρεαλισμού απέπνεαν πρωτοτυπία, φαντασία, ελευθεριότητα. Ήταν όλο αινίγματα και χαράδρες. Και τα όνειρα, οι παραισθήσεις του, η σιγουριά της συνάντησης με τον Αραγκόν και την Νάνα, τη Μπλάνς και τη Μαρί-Νουάρ. Ο επιβλητικός Μπρετόν με το βιολετί βλέμμα,ή μήπως ήταν μωβ; Η παραφορά των φαντασιώσεων,ο ερωτισμός, οι θεωρίες, τα σκάνδαλα. Ο Ζαρρύ με το πιστόλι εναντίον των παιδιών της κυρίας του απέναντι διαμερίσματος, ο Ubu που παρωδούσε τοn Μάκβεθ και τον Ριχάρδο, το γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα του Ντυσάν, τα ready made με πρώτο, την κρήνη δηλαδή έναν ουρητήρα ,το μουστάκι της Τζοκόντα, τα κολλάζ, το φροτάz του Μαξ Ερνστ που είχε λευκό κεφάλι από νέος και χρειάστηκε παρότι ήταν παντρεμένος με μια πανέμορφη ζωγράφο να πέσει στα νύχια της αδηφάγας Εβραίας Πέγκυ Γκουγκενχάιμ για να δραπετεύσει στην Αμερικάνικη ήπειρο, του έφεραν πονοκέφαλο έτσι όλα μαζί που τα έφερε στο νου του. Καθένας όταν πρωτοανακαλύπτει κάτι ενθουσιάζεται. Αλλά από μια στιγμή και μετά κουράζεται και όλα μοιάζουν πάλι άγνωστα.
Ο Κος Πενθήμερος βρίσκεται σε σύγχυση. Μοιάζει απογοητευμένος και με την οργανωτική δουλειά που ανέλαβε να πραγματοποιήσει. Είχε τόσα αινίγματα να λύσει. Τόσες ερωτήσεις. Τόσα κενά. Πως να βοηθηθεί μοναχός του, πως να εξοικειωθεί με το ανοίκειο. Πως να αρθρώσει ένα σχόλιο για ότι τόσο τον τάραξε. Τον έκανε ν’ αγωνιά, αλλά ταυτόχρονα το απολάμβανε.
Παραμέρισε και τα σουρεαλιστικά ντοκουμέντα και τις κάρτες ταρό κι άνοιξε ένα βιβλίο με ποιήματα του Γ. Μπ. Γέητς . Αυτός ήταν μακρυά από τον σουρεαλισμό. Μελετούσε τους θρύλους και τους μύθους της πατρίδας του, συμμετείχε σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις και ασχολιόταν με τον αποκρυφισμό και τη θεοσοφία. Στο εξώφυλλο έγραφε τα ερωτικά ποιήματα. Βυθίστηκε στην ανάγνωση προσπαθώντας να κρατήσει το μέτρο να νιώσει το ρυθμό των λέξεων και τη μουσική τους.
Τα ουράνια τα μεταξωτά και χιλιοπλουμισμένα,
που ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα
με φως, νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τα ‘χα ωστόσο,
θα ‘θελα κάτω από τα δυο σου πόδια να τ’ απλώσω.
Μα είμαι φτωχός και δεν κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,
για να διαβαίνεις τ’ άπλωσα στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου
Είναι δυνατόν;; Αυτός ο εργατικός επί πενθήμερον κύριος να ένιωθε ένα κόμπο να εγκαθίσταται στο λαιμό του; Είναι δυνατόν; Διψούσε, αυτός που ποτέ δεν έπινε. Κατέβασε λοιπόν ένα σφηνάκι ρακή,αφού το πρότεινε στην υγεία, όχι στην υγεία του ποιητή μόνο, αλλά και στην κυρά που έπρεπε να προσέξει πώς να μη πατήσει τα όνειρά του.
Εκείνη τη στιγμή στο χώρο του αοράτου του αδιευκρίνιστου, του αδιαπέραστου από τη συνείδησή του συντελέστηκε η αλλαγή. Ήταν πάντα άνθρωπος του καθημερινού. του ενεστώτα χρόνου. Ποτέ δεν αναπολούσε, θεωρούσε μάταιο να νοσταλγεί, να ονειρεύεται. Όλα ήταν παρόν γι′ αυτόν. Δεν είχε σκεφτεί πως υπάρχει παρατατικός. Αγνοούσε την ύπαρξή του. Μ’ ένα παρατεταμένο πάτημα του κουμπιού που έγραφε power έσβησε το παρόν του ενεστώτα. Τον έστειλε στον αόριστο. Τώρα θα είχε μέλλον! Ίσως παρατεταμένο. Με μια υποψία λαχανιάσματος διάβασε το ποίημα φωναχτά. Άκουσε τον εαυτό του να μιλά με τη φωνή του ποιητή. Σε πρώτο πρόσωπο. Τώρα ήταν αυτός που έλεγε τον ακροτελεύτιο στίχο: «πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου.»
Αυτή η προστακτική όμως του φαινόταν άκαιρη. Ντράπηκε που αυτός απευθυνόταν σε μια κυρά. Με τέτοιο τρόπο. Κατάλαβε όμως αμέσως γιατί. Γιατί αυτός ούτε μεταξωτά χιλιοπλουμισμένα είχε στην κατοχή του, ούτε όνειρα να στρώσει κάτω απ’ τα πόδια της. Δεν είχε το κουράγιο να διαβάσει άλλο.Η αρτηρία που έστελνε αίμα στην καρδιά του είχε γίνει κατακόκκινη. Αντί όμως να πιάσει το σημείο που η καρδιά του χτυπούσε γρηγορότερα από το κανονικό έπιασε το μέτωπό του. Είχε μουσκέψει. Στάλες ιδρώτα γέμιζαν τις ρυτίδες του μετώπου του. Σκεφτόμαστε με το μέτωπο. Νιώθουμε με τις αιματοφόρες αρτηρίες. Τι κρίμα, δεν το είχε αντιληφθεί ως εκείνη τη στιγμή. Αυτή ήταν η ώρα της αληθινής αίσθησης. Η ώρα της μετωπικής σύγκρουσης του Κου Πενθήμερου με τον παρελθόντα εαυτό του.
Έτσι όταν η ζαριά του τυχαίου έφερε μπροστά στα θολά βλέφαρά του τον στίχο ενός σουρεαλιστή στην πρώτη του νεότητα ποιητή του Ρενέ Σαρ «Ο έρωτας είναι ο πρώτος τυχών» αυθόρμητα απάντησε «Μωρέ τι μας λες. Άσε μας καημένε. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται;» Κι όταν το δωμάτιο άκουσε τη φωνή του Κου. Πενθήμερου, φάλτσα και παράτονη κατάλαβε πως φιλοξενούσε άλλον ένοικο.
Ο Κος Πενθήμερος πήρε μια γόμα και βάλθηκε να σβήσει την αράδα του Σαρ ο έρωτας είναι ο πρώτος τυχών. Δεν τα κατάφερε όμως. Έτσι πήρε το blanco. Έσβησε το όνομα της Μπλανς, της λευκής και άσπιλης. Ήπιε κι άλλα σφηνάκια χάνοντας το μέτρημα. Το σταγονόμετρο της ζωής του μπήκε στο ντουλαπάκι κάτω από το νεροχύτη μαζί με τα απορρυπαντικά. Ξάπλωσε στον καναπέ του. Έβαλε τα πόδια του πιο ψηλά. Και κοιμήθηκε τον ύπνο του ονείρου του.