Ο Κος Πενθήμερος, 20. Ο Κόσμος κι οι παραφορές του β' μέρος
03/07/2015
Όλοι οι αργαλειοί μαραίνονται δεν απομένει παρά μια
δαντέλα αρωματισμένη
Ένα κοχύλι δαντέλας που έχει το τέλειο σχήμα ενός
στήθους
Δεν αγγίζω πια παρά την καρδιά των πραγμάτων κρατώ
την κλωστή
[Μπρετόν, από «Το περίστροφο με τα λευκά μαλλιά», 1932]
Ότι γοητεύει τον Κο Πενθήμερο, ταυτόχρονα τον βυθίζει σ’ ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, απογοητεύοντάς τον. Αλλά ο Μπρετόν δεν ήταν παρά ένας εξαιρετικά αμφιλεγόμενος άνθρωπος. Σπούδασε ιατρική –όπως και ο Αραγκόν– αλλά γιατρός δεν έγινε. Άρχισε να γράφει ποιήματα, αλλά το παραδεχόταν, δεν ήταν και σπουδαία. Άλλωστε, ποιος γίνεται αυτομάτως ποιητής, ακόμη κι αν κηρύττει την αυτόματη γραφή. Μια σκανδαλώδη μέθοδο κολλάζ. Αυθορμησίες ασυνείδητης δημιουργικότητας, ακαριαίας έκφρασης. Τι να περιμένεις από έναν ποιητή, που γράφει μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Το περίστροφο με τα λευκά μαλλιά» και κάποιοι στίχοι του λένε: «Δεν δίνω καμιά σημασία στη ζωή./ Δεν σημαίνω για τη ζωή./ Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω. /Βήματα που δεν κάνω που είναι δυο φορές βήματα και που τα θυμάται ο άλλος την ώρα της παλίρροιας»;
Μα όποιος δε μεταδίδει συγκίνηση μέσω της έκφρασής του, είναι ποιητής, αναρωτιόταν ο Κος Πενθήμερος; Και ταυτοχρόνως εξηγούσε στον εαυτό του, εμπιστευόμενος, εντελώς πρόσφατα, και την κρίση του, πως αυτό που ήθελαν, να μεταδώσουν οι σουρεαλιστές, ήταν στον αντίποδα της προχθεσινής λογοτεχνικής παραγωγής. Έπρεπε κι αυτοί με τον τρόπο τους, να δημιουργήσουν κατ αρχήν ένα ρήγμα με το παλιό. Έπρεπε, να φτιάξουν δική τους γλώσσα, συντάσσοντας μανιφέστα, διακηρύξεις αλλά και έργο που θα ‘πρεπε να διαπνέεται από μαύρο χιούμορ.
Σουρεαλισμός, ον. ουσ. Γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός έκφρασης.
Υπαγόρευση στις σκέψεις χωρίς κανένα λογικό έλεγχο πέρα από κάθε αισθητική και ηθική έννοια.
Επιπλέον, ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην παντοδυναμία του ονείρου, το ανιδιοτελές παιχνίδισμα της σκέψης. Αυτά ήταν όντως επαναστατικά. Νέοι κώδικες, νέα αισθητική, νέα ποιητική. Εμπνεύστηκαν και από τα ψυχικά φαινόμενα, το όνειρο, το Ασυνείδητο, το Υπερεγώ, το Αυτό, τη Μεταβίβαση. Από τη γλώσσα της ψυχανάλυσης, δηλαδή. Οι συνειρμοί, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η συμβολική μητροκτονία, η ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Ήταν πράγματα πρωτάκουστα ακόμη τότε. Σκοτεινά. Λίγοι τα είχαν πληροφορηθεί, ακόμη λιγότεροι τα είχαν κατανοήσει.
Ο Κος Πενθήμερος διάβαζε λαίμαργα τα χωρία από το Πρώτο Μανιφέστο, στα οποία ο Μπρετόν αναφέρεται στο όνειρο. Απομόνωσε μερικές φράσεις, που του φάνηκαν κατάλληλες, για να μυηθεί κανείς στην επικράτεια του ονείρου και την ερμηνεία του. «Θα ήθελα να κοιμηθώ για να μπορέσω να επιδοθώ στους κοιμώμενους, όπως επιδίδομαι σ’εκείνους που με διαβάζουν, με τα μάτια εντελώς ανοικτά, για να πάψω να κάνω να υπερισχύει σ’ αυτό το σημείο ο συνειδητός ρυθμός της σκέψης μου… καθώς δεν αποδεικνύεται ότι η «πραγματικότητα» που μ’ απασχολεί ενυπάρχει στην κατάσταση του ονείρου γιατί να μη δώσω στ’ όνειρο εκείνο που αρνούμαι στην πραγματικότητα; Γιατί να μην περιμένω από την ένδειξη του ονείρου περισσότερα απ’ όσα περιμένω από ένα βαθμό συνείδησης κάθε μέρα και πιο υψηλό; Το όνειρο δεν μπορεί τάχα να επιδοθεί, κι αυτό επίσης, στη λύση θεμελιωδών προβλημάτων της ζωής;» «Ας πούμε πως μια γυναίκα τον αναστατώνει», τον αποσπά για λίγο από τη σοβαρότητα. Αυτό το οικείο ύφος έκανε τον Κο Πενθήμερο να πιστεύει, πως ο Μπρετόν –αυτός ο κυριαρχικός άνδρας απευθυνόταν σ’ αυτόν. Αλλά γιατί; Μήπως τον είχε αναστατώσει καμιά γυναίκα, που είχε συναντήσει στους μοναχικούς περιπάτους του; Αυτός κυκλοφορούσε σε έρημους δρόμους ή μέσα στο ντάλα ήλιο του Αυγούστου ή αργά τη νύχτα, όταν όλοι είχαν πια αποκάμει και κοιμόντουσαν για να ονειρευτούν. Για την ακρίβεια –κι αυτό το μάθαινε τώρα – δεν είχαν σκοπό να δουν όνειρα, που –το πιθανότερο δεν θα θυμόντουσαν, όταν ξυπνούσαν– αλλά μόνο να κοιμηθούν, όπως κάνουν οι άνθρωποι από καταβολής του είδους, σπαταλώντας το 1/3 περίπου του 24ώρου που διαθέτουν. Τα μωρά δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να τρώνε και να κοιμούνται. Αντίθετα τα παιδιά αποφεύγουν τον ύπνο, γιατί πιστεύουν πως τους στερεί το χρόνο απ’ το παιχνίδι τους. Οι μεγάλοι δεν βλέπουν την ώρα, να κοιμηθούν και οι γέροι κοιμούνται πολύ, για να ξεχάσουν πως ο θάνατος παραμονεύει. «Τον απομονώνει από το διαλυτικό του περιβάλλον για να τον αποθέσει στον ουρανό, στην ωραία στάθμη που μπορεί να βρίσκεται. Τότε επικαλείται την τύχη, θεότητα πιο σκοτεινή από τις άλλες. Ποιος μου λέει ότι η γωνία κάτω από την οποία παρουσιάζεται αυτή η ιδέα που τον αγγίζει, αυτό που αγαπά στα μάτια αυτής της γυναίκας, δεν είναι ακριβώς αυτό που τον συνδέει στ’ όνειρό του, ο συνειρμός σε δεδομένα που από λάθος του έχασε; Και αν υποθέσουμε πως ήταν διαφορετικά για τι πράγμα δεν θα ήταν ικανός; Θα ήθελα να του δώσω το κλειδί αυτού του διαδρόμου».
Αυτές οι πιθανότητες τόνωναν την αυτοπεποίθηση του Κου Πενθήμερου. Τον ενθάρρυναν, ότι δεν μπορεί, από δω και μπρος, θα άλλαζε, θα γινόταν πιο ανθρώπινος, θα είχε επιθυμίες να πραγματοποιήσει, θα τον επισκέπτονταν πρωτόγνωροι πειρασμοί στους οποίους μπορεί να υπέκυπτε. Θα ερωτευόταν λοιπόν; Θα άφηνε μια ιδέα, να κατακτήσει το είναι του; Θα γνώριζε μια γυναίκα και θα ήθελε να είναι μαζί της; Θα έκανε έρωτα μαζί της; Θα ήθελε, να τη βλέπει όλο και πιο συχνά; Θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του; Θα γινόταν, λοιπόν, παράφορος; Αυτός ο μοναχικός άντρας, που δεν είχε άλλο στο νου του παρά την εργασία για την εργασία; Που δεν αφέθηκε ποτέ, ν’ απολαύσει τίποτα από ότι απολάμβαναν οι άλλοι γύρω του; Το επόμενο απόσπασμα, που διάλεξε, του έδινε πολλές ελπίδες, πως ίσως κάποια μέρα, όχι πολύ μακριά από την αποψινή νύχτα, μερικά από αυτά τα ερωτήματα θα έβρισκαν απάντηση. «Το πνεύμα του ανθρώπου που ονειρεύεται ικανοποιείται απόλυτα απ’ ό,τι του συμβαίνει. Η αγωνιώδης ερώτηση της πιθανότητας δεν τίθεται πια. Σκότωνε, κλέβε πιο γρήγορα, αγάπα όσο σ’ ευχαριστεί και αν πεθάνεις, δεν είσαι βέβαιος ότι θα ξυπνήσεις ανάμεσα στους νεκρούς. Αφέσου ελεύθερος, τα γεγονότα δεν επιδέχονται αναβολές. Δεν έχεις όνομα. Η ευκολία για τα πάντα είναι ανεκτίμητη». Ο Μπρετόν, συμπλήρωσε ο Κος Πενθήμερος – με τη βοήθεια του βιογράφου του, Σερέν Αλεξαντριάν – πιστεύει, πως τα κομμάτια που διαγράφονται από τη μνήμη μας, όταν ξυπνάμε, είναι αυτά, που αξίζουν περισσότερο. Συμβουλεύει λοιπόν, ν’ ασκήσουμε τη μνήμη μας, ώστε να θυμόμαστε τα όνειρά μας ολόκληρα. Ο Φρόυντ πιστεύει αντίθετα, πως είναι πολύ δύσκολο, να θυμόμαστε τα πάντα από τα όνειρά μας, όταν ξυπνήσουμε. Επειδή ο Φρόυντ ασχολείται μόνο με τα όνειρα των ασθενών του. Τα δικά του τα κρατά κρυφά και ίσως τα λογοκρίνει πιο πολύ από εκείνα αναλυομένων του. Προσπαθώντας, να κρατήσει στο σκοτάδι τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις. Ο Φρόυντ σαν επιστήμονας πασχίζει με τη μέθοδό του, να θεραπεύσει τον ασθενή του κάνοτάς τον ν' αποκαλύψει το τραύμα.
Ο Μπρετόν –ο οπαδός της φαντασίας, των φαντασιώσεων, των ελεύθερων συνειρμών, προσπαθεί, ν’ αποσυνδέσει τ’ όνειρο από τη λογικώς οργανωμένη σκέψη. Η βασιλεία των ονείρων θα αποτελέσει γι′ αυτόν το όχημα της απελευθέρωσης από την τυραννία της λογικής και θα φέρει την ανατροπή. Ο Μπρετόν στο βιβλίο «Συγκοινωνούντα δοχεία», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1932, θέλει ν’ αποδείξει, πως ο ποιητής είναι εξίσου ικανός με τον επιστήμονα, για να βγάλει στέρεα επιχειρήματα και βάσιμα συμπεράσματα, διενεργώντας πειράματα για το όνειρο, τη σημασία και την ερμηνεία του. Επιχειρεί μάλιστα, να ξεπεράσει τον έρωτά του για μια γυναίκα, με την οποία χώρισε, αναλύοντας ένα όνειρο που είδε; «Το όνειρο, λέω, με παρακινεί ν’ απομακρύνω, το συνειδητά λιγότερο αφομοιώσιμο κομμάτι του παρελθόντος». Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου γράφει πόσο υποφέρει από το χωρισμό με την αγαπημένη του:«Έπρεπε να πάρω απόφαση πως δε θα μάθαινα πια τίποτα γι′ αυτή τη γυναίκα, τι είχε απογίνει, τι θα απογινόταν. Ήταν σκληρό. Ήταν τρέλα». Όταν δεν κοιμάται, η συμπεριφορά του μοιάζει μ’ αυτή του κοιμισμένου. Νιώθει έλξη γι′ ασήμαντα αντικείμενα, κάνει παράλογους συνδυασμούς κινήσεων, προβαίνει σε ακατανόητα διαβήματα. Κάνει σκέψεις χωρίς ειρμό. Παρανοεί διαρκώς τα συμβαίνοντα. Χάνει την αίσθηση του χρόνου. Η ερωτική στέρηση τον οδηγεί στο να παραληρεί μπροστά σε μια παντρεμένη που τη ζητά σε γάμο ή σε μια 16χρονη στην οποία χαρίζει μια κούκλα ντυμένη νεράιδα και μια μεγάλη ροζ αζαλέα.
Το βιβλίο είναι τρισυπόστατο. Θέση (όνειρο) – αντίθεση (πραγματικότητα) – σύνθεση (επανάσταση). Υποστηρίζει, πως ανάμεσα στη δράση και στο όνειρο δεν υπάρχει κανενός είδους διάσταση. Στο περιοδικό που έμεινε στην ιστορία του κινήματος τη «Σουρεαλιστική επανάσταση» αφηγείται με μοναδικό τρόπο το εκπληκτικότερο όνειρο που είδε στις 7 Φεβρουαρίου 1937. Είδε τον ζωγράφο Όσκαρ Ντομίνγκεζ, να ζωγραφίζει ένα πίνακα που παριστάνει δέκα λιοντάρια και καθώς εκείνος τα ζωγραφίζει, τα λιοντάρια κινούνται και ζευγαρώνουν ερωτικά. «Κάτω από το συνδυασμό της ζωγραφικής και της πράξης των λιονταριών, λέει, κάθε πισινός λιονταριού ταυτίζεται σιγά σιγά με τον ήλιο. Μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου εμφανίζεται ένα Βόρειο Σέλας».
Ο Αλεξαντριάν ισχυρίζεται, πως τα όνειρα του Μπρετόν δεν είναι αφηγήσεις, αλλά αναμνήσεις ονείρων. Όνειρα που μετασχηματίζει, τροφοδοτώντας τα με μύθους τους οποίους εμπλουτίζει και προσθέτει, πως του αρέσει πολύ το γοτθικό μυθιστόρημα, το «Μαύρο μυθιστόρημα» της Αν Ράτκλιφ και του Οράτιου Γουώλπωλ.
Στο δοκίμιό του «Τι είναι σουρεαλισμός», ο Μπρετόν λέει, πως το κίνημα δεν αρνήθηκε ποτέ την πραγματικότητα –άφησε ανοιχτά τα παράθυρα στον έξω κόσμο, έτσι ώστε το αποτέλεσμα των φανταστικών εξερευνήσεων να είναι ικανό, ν’ αντιμετωπίσει τον άνεμο του δρόμου.
«Ο άνθρωπος, που κακώς θα αισθανόταν ενοχλημένος από μερικές τερατώδεις ιστορικές αποτυχίες, είναι ακόμη ελεύθερος να πιστεύει στην ελευθερία του. Είναι κυρίαρχος του εαυτού του, παρ’ όλα τα γέρικα σύννεφα που περνούν και τις τυφλές δυνάμεις που επιμένουν. Δεν έχει την αίσθηση της σύντομης ομορφιάς που του κλέβουν και της προσιτής και μακρόχρονης ομορφιάς που μπορεί να του κλέψουν. Το κλειδί της αγάπης, που ο ποιητής έλεγε ότι είχε βρει, ας ψάξει καλά: το έχει. Απ’ αυτόν μόνο εξαρτάται να υψωθεί πάνω από το φευγαλέο αίσθημα ότι ζει επικίνδυνα και πεθαίνει».