Ο Κος Πενθήμερος, 18. Το πτώμα (του Ανατόλ Φρανς)

«Λοτί, Μπαρές, Φρανς, ας κλείσουμε σ’ ένα ωραίο άσπρο κύκλο τη χρονιά, που κοίμισε αυτούς τους τρεις ειδεχθείς κυρίους: τον ηλίθιο, τον προδότη και το χωροφύλακα. Μαζί με τον Ανατόλ Φρανς φεύγει από τον κόσμο και λίγη ανθρώπινη δουλοπρέπεια. Ας είναι μέρα γιορτής η μέρα που κηδεύεται η πανουργία, ο συντηρητισμός, ο πατριωτισμός, ο καιροσκοπισμός, ο σκεπτικισμός, η λιποψυχία

Πρόκειται για την «απαγόρευση ταφής» του πτώματος του Ανατόλ Φρανς το 1924: Σ΄ αυτά τα τρία ονόματα – Λοτί, Μπαρές, Φρανς – συνόψισε ο Μπρετόν, με αρκετή ντανταϊστική εσάνς, τη ρήξη με τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση, την αστική υποκρισία και τον φιλισταϊσμό.

 Ο Λοτί, ο ηλίθιος, ήταν ένας ασήμαντος εστέτ.

Ο Μπαρές –που ντανταϊστές και σουρεαλιστές είχαν ‘δικάσει’το 1921– ο προδότης, ήταν εθνικιστής. Τον θαύμασαν ο Ίων Δραγούμης και ο Γιώργος Θεοτοκάς.

 Το πτώμα– ο χωροφύλακας ήταν ο μέγας και πολύς Ανατόλ Φρανς, ακαδημαϊκός, παρ’ ολίγον σοσιαλιστής, συγγραφέας – μεταξύ άλλων – του «Εγκλήματος του Συλβέστρου Μπονάρ» και του «Νησιού των Πιγκουΐνων», που ενσάρκωνε τη γαλλική φινέτσα και εκπροσωπούσε την τελειότερη μορφή του γαλλικού ύφους.

Ένας κάποιος Δρ. Γκυγιώμ είχε αναλάβει, να μελετήσει τον εγκέφαλό του, όπως και των Γκαίτε, Λαμαρτίνου, Ουγκώ. Το ίδιο σημαντικός μ’ αυτούς εθεωρείτο ο Φρανς. Ο Αραγκόν, που εκείνη την εποχή βεβήλωνε τα πάντα στις «Ασκήσεις Ύφους» ρωτούσε:

«Έχετε χαστουκίσει ποτέ σας πτώμα; Δε μένουν πολλά πράγματα απ’ τον άνθρωπο, αλλά για αυτόν εδώ είναι εξοργιστική ακόμη και η σκέψη πως υπήρξε. Έρχονται μέρες, που λαχταράω μια γόμα για να σβήσω την ανθρώπινη βρωμιά«.

Το σκάνδαλο υπήρξε τεράστιο και παρά τα όσα ακολούθησαν, άργησε να ξεφουσκώσει.

Ο κος Πενθήμερος ένιωσε άσχημα από αυτή τη βεβηλωτική πράξη εναντίον ενός νεκρού, ο οποίος δεν ήταν και τυχαίο πρόσωπο. Λυπήθηκε, μάλιστα, γιατί νεαρός είχε διαβάσει και τα δύο μεγάλα μυθιστορήματα του Φρανς και του είχαν αρέσει. Φαίνεται, πως μετά τη δυσαρέσκειά του για τα ντανταϊστικά παίγνια την ώρα της μεγάλης Σφαγής του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, τώρα η δυσανεξία του σε τέτοιες εκδηλώσεις ανθρωποειδείς τον απομάκρυνε από το θαυμασμό του για τις επαναστατικές πράξεις αυτών των περίεργων που δεν είχαν το θεό τους.

Του κόπηκε, προσωρινά, η όρεξη, να συνεχίσει την ανάγνωση του εννενηντάχρονου Μανισφέστου και της επιθεώρησης «Σουρεαλιστική επανάσταση» (la revolution serrealiste). Η φράση του Αρτώ, «όλα τα γραφτά είναι ηλιθιότητες» του προκάλεσε θυμηδία και η «παντοδυναμία της σκέψης» του Μπρετόν τον έκανε, να αισθάνεται λιγότερος.

Ο Μπρετόν, την ίδια χρονιά, το 1924 συναντά τον Ζίγκμουντ Φρόϋντ και μπαίνει στα σκοτεινά δάση της επιθυμίας. Ωστόσο, ο ιστορικός του σουρρεαλισμού Μωρίς Ναντώ ισχυρίζεται, πως  «το κίνημα δεν έχει βρει ακόμη το δρόμο του. Ρίχνει τουφεκιές στα κουτουρού. Προκαλεί και γκρεμίζει πολύ περισσότερο, από όσο οικοδομεί«.

«Ανοίξτε τις φυλακές, διαλύστε το στρατό«. «Μέσα στα φυλάκια, πάνω στις ηλεκτρικές καρέκλες οι μελλοθάνατοι περιμένουν, θα τους αφήσετε να εκτελεστούν;«. Εκκλήσεις του Μανιφέστου, που πολιτικοποιούν το κίνημα προς μια αναρχική, μηδενιστική κατεύθυνση.

Ωστόσο, ο Ναντώ θεωρεί, πως οι σουρεαλιστές δεν εμπιστεύονται ακόμη την πολιτική δράση. Δεν είναι πραγματιστές και ως χθες περιφρονούσαν κάθε αίσθημα συμπόνοιας, ενώ τώρα το επικαλούνται.

 

σημείωση:σταθμός στο παρισινό μετρό, στη γραμμή 3.