Ο ωραίος ανθυπολοχαγός

Ο ξάδερφός μου ο Μίμης έμενε έξω από την πόλη, μερικά λεπτά με το ποδήλατο, αλλά η Παρασκευή κι εγώ ήμαστε γείτονες. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή μου και το σπίτι της βρισκόταν κοντά στο δικό μου. Δεν παίζαμε μαζί, αλλά βλεπόμαστε συχνά στο φούρνο και το μπακαλικάκι της γωνίας και σε σημαντικές τοπικές εκδηλώσεις. Συναντιόμαστε ακόμα στην πλαζ του Ανεμόμυλου, αλλά και στο γήπεδο του τένις, όπου εκείνη ήταν μια από τις καλύτερες παίκτριες. Κάποτε που της είπα με αθώο ύφος πως ο Μίμης ήταν ερωτευμένος μαζί της, για να δω πώς θ’ αντιδράσει, περιορίστηκε να χαμογελάσει.

*

Ξαναφέρνω την εικόνα της στο μυαλό μου, καθώς και όσα προηγήθηκαν του φόνου της, προσπαθώντας να ανασυνθέσω το περιστατικό. Το έγκλημα έγινε τη δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου, μια μέρα καυτή, μπροστά σ’ ένα πλήθος κόσμου που περιδιάβαζε την κεντρική λεωφόρο, δίπλα στη μεγάλη πλατεία. Δράστης ήταν ένας νεαρός ανθυπολοχαγός με καταγωγή από κάποιο χωριό της Θεσσαλίας, που υπηρετούσε στη στρατιωτική μονάδα της πόλης μας και περνούσε για ωραίος.

Τι ακριβώς είχε συμβεί; Tη σκότωσε εν βρασμώ ψυχής, όπως έγραψε η εφημερίδα Τηλέγραφος, ή επρόκειτο για φόνο εκ προμελέτης, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του άλλου τοπικού φύλλου, τηςΕφημερίδας των Ειδήσεων;Οπωσδήποτε το έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ερωτικό, ερωτικό σκέτο και όχι τιμής, όπως αποκαλούνταν τότε παρόμοιου είδους φόνοι.

*                                                                                                                                                                                          11001573_774201082675630_9040242904685660395_o

Ήμουν παρών στο φονικό∙ στεκόμουν όρθιος σε μια γωνιά και την περίμενα να περάσει. Ο Μίμης καθόταν παραπέρα, στο μπαρ “Ευρώπη”, παρακολουθώντας τους περιπατητές. Η Παρή βολτάριζε αμέριμνη με μια φίλη της∙ ήταν γελαστή, σίγουρη για τον εαυτό της. Ήξερε πως τα βλέμματα όλων των αντρών ήταν καρφωμένα πάνω της. Ο δράστης καθόταν σε μια καρέκλα του καφενείου “Καπρίς” κι έπινε λεμονάδα. Τον είδα να την πλησιάζει, κάπως οργίλος, αγέρωχος μέσα στην καλοσιδερωμένη στολή του. Η φίλη της κατέθεσε ότι της έκανε δριμείες παρατηρήσεις επειδή τον απέφευγε, μα η Παρή απαξίωσε να του απαντήσει. Μερικές μέρες πριν, της είχε ζητήσει ένα ραντεβού, ήθελε, λέει, να μιλήσουν, να της δώσει εξηγήσεις για το ζήτημα της ξένης τουρίστριας. Της πρότεινε να πάνε λίγο μακριά, προς το Πέραμα, θα νοίκιαζε μια βέσπα· εκεί, σε μια γωνιά της πλαζ, θα επιδίδονταν πιθανότατα σε ερωτικές διαχύσεις. Εκείνη αρνήθηκε. Η φίλη της ήξερε πολλά, όπως άλλωστε ήξερε κι ο Μίμης, μα κι εγώ, αλλά δεν τα αποκάλυψε· ορισμένα πράγματα έπρεπε να παραμείνουν κρυφά.

Έτυχε να δω πρώτος τον ανθυπολοχαγό με πολιτικά να μπαίνει στο ξενοδοχείο “Κωνσταντινούπολη”, συνοδεύοντας την Αγγλίδα τουρίστρια. Τον είδα και τον ξαναείδα, αφού το σπίτι μου ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω. Το είπα στον Μίμη που ενημέρωσε την Παρή. Επειδή εκείνη δεν τον πίστεψε, αναγκάστηκε να βάλει έναν πλανόδιο φωτογράφο να φωτογραφήσει το ζευγάρι· έτσι πείστηκε για την δολιότητα του ανθυπολογαγού, ο οποίος της παρίστανε τον ερωτευμένο και της είχε πει πως καταγόταν από πλούσια οικογένεια τσιφλικάδων, ενώ αποδείχτηκε πως είχε πατέρα αγρότη.

Η Παρή, κόρη φτωχού δημόσιου υπάλληλου που δεν είχε τα μέσα να σπουδάσει, νόμισε πως άνοιξε η τύχη της. Η ενοχοποιητική όμως φωτογραφία την εξαγρίωσε και δεν ήθελε να ξαναδεί τον ανθυπολοχαγό στα μάτια της. Όταν λοιπόν την πλησίασε στη μοιραία βόλτα, απαξίωσε να του μιλήσει. Εκείνος, νιώθοντας προσβεβλημένος, έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του παντελονιού του και της έριξε τρεις σφαίρες στην καρδιά. Μόλις έπεσε χωρίς να βγάλει κιχ, η φίλη της έσκυψε πάνω της, μα ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Ο δράστης δεν έσπευσε να απομακρυνθεί –πού να πάει άλλωστε;-, αφέθηκε να  περικυκλωθεί  από τους περιπατητές και τους θαμώνες των καφενείων. Πρώτος έτρεξε καταπάνω του, σε έξαλλη κατάσταση, ο Μίμης που του πήρε το όπλο. Τη στιγμή που οι πολίτες τον κρατούσαν μέχρι να τον παραδώσουν στα χέρια δύο αστυφυλάκων, οι οποίοι έσπευσαν εκεί, ο Μίμης τον έβριζε, κωλόπαιδο, καριόλη και τέτοια, μάλιστα τον άρχισε στις γροθιές και τις κλοτσιές. Περιττό να κρύψω πως κάποια στιγμή, πλησίασα κι εγώ δειλά δειλά και του ’ριξα μια κλοτσιά, να ’χει να θυμάται.

Ο φόνος συγκλόνισε τη μικρή μας πόλη, επί μέρες ήταν το αποκλειστικό θέμα συζήτησης στα καφενεία και στις γειτονιές. Εν πάση περιπτώσει οι δύο εφημερίδες βγήκαν την επομένη με μαύρα πένθιμα πλαίσια και τη φωτογραφία της Παρής να πιάνει όλη την πρώτη σελίδα. Η κηδεία της έγινε στο ναό της Αγίας Σοφίας και η πομπή για να φτάσει στο νεκροταφείο πέρασε από τους κεντρικούς δρόμους. Σε αυτήν πήρε μέρος και η παλιά Φιλαρμονική, όπου έπαιζαν οι καλύτεροι ντόπιοι μουσικοί, κάτι που γινόταν μόνο στις κηδείες σημαινόντων προσώπων της πόλης: βουλευτών, πρώην υπουργών, δημάρχων.

*

Ο ανθυπολοχαγός δεν αποκάλυψε όλα όσα τον συνέδεαν με την Παρή, ισχυρίστηκε όμως πως την ώρα του φόνου είχε πληγωθεί ο ανδρικός του εγωισμός, επειδή τον είχε απορρίψει. Έλεγε την αλήθεια που την ήξερα καλά, γνώριζα τη σχέση τους από πρώτο χέρι. Έβγαιναν συχνά κι εγώ τους παρακολουθούσα, αυτό γινόταν συνεχώς, πριν πληροφορήσω το Μίμη για την ιστορία με την τουρίστρια στο ξενοδοχείο. Συνήθως, συζητούσαν έξω από το μπακάλικο του Φαναριώτη, όπου εκείνος πήγαινε τακτικά επειδή ήταν υπεύθυνος των ωνίων της μονάδας του. Κάθε φορά που ο ανθυπολοχαγός έβγαινε για να ψωνίσει μαζί μ’ ένα φαντάρο, στεκόμουν απέναντι, στο ψιλικατζίδικο της θείας μου, και τον κατασκόπευα.

Ένα βράδυ του Ιουλίου, λίγες μέρες πριν από το φόνο, η Παρή εμφανίστηκε με τη φίλη της έξω από το “Όασις” που έπαιζε μια ελληνική ταινία. Η φίλη μπήκε στον κινηματογράφο, μα εκείνη όχι. Ήταν η συνηθισμένη «σκευωρία» των συμμαθητριών της πόλης μας. Περπάτησε προς το άγαλμα του Καποδίστρια, όπου ο ανθυπολοχαγός την περίμενε πίσω από ένα δέντρο κι έφυγαν μαζί. Όταν έφτασαν στο γήπεδο του τένις, σκέφτηκα να τους κάνω χαλάστρα, δεν μπορούσα ν’ ανεχτώ να την αγγίζει ένας ξένος. Ζήλευα πολύ. Τελικά, την οδήγησε στο άδειο οικόπεδο απέναντι από το γήπεδο και επιδόθηκαν σε ερωτικά παιγνίδια με μένα αθέατο θεατή.

*

Εσχάτως, μετά από τόσα χρόνια, βλέπω την Παρή στον ύπνο μου. Στέκεται μπροστά μου με βλέμμα θλιμμένο, όμορφη όπως την τελευταία φορά που βολτάριζε στην πλατεία, και με μέμφεται. Εσύ με σκότωσες, μου ψιθυρίζει. Αυτό δεν αληθεύει, βεβαίως, άλλος την πυροβόλησε. Πάντως, την είχα προειδοποιήσει. Ήθελα να πλαγιάσω μαζί της, στο ίδιο άδειο οικόπεδο, μα δεν τα κατάφερα· αρνιόταν επίμονα. Φυσικά, ο Μίμης δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτό. Όμως, ύστερα από ό,τι είδα απέναντι από το γήπεδο του τένις εκείνο το μοιραίο βράδυ, έγινα έξαλλος. Μια μέρα νωρίτερα, την είχα ζορίσει να εγκαταλείψει τον ωραίο ανθυπολοχαγό, απειλώντας την πως αν ξαναπάει μαζί του θα τη σκοτώσω, μα εκείνη πήρε τα λόγια μου αψήφιστα.