Ο Κος Πενθήμερος, 17. Γκυγιώμ Απολλιναίρ
30/05/2015
Ο Κος Πενθήμερος βρισκόταν σε οργανωτικό οργασμό. Η απάθειά του είχε αρχίσει να υποχωρεί. Το Νταντά και ο πόλεμος είχαν παίξει αποφασιστικό ρόλο, αλλά το παρισινό όνειρο ήταν αυτό, που είχε διαμορφώσει αυτοματικά τη συνείδησή του. Άρχισε, να ενδιαφέρεται για κάτι άλλο εκτός από τα πέντε του δάχτυλα, τις πέντε μέρες στο γραφείο, το γραφείο, τη δουλειά του γραφείου…
Αναστατώνοντας τα πράγματά του, βρήκε ένα παλιό σημείωμα. Το διάβασε έκπληκτος. Τι ήταν; Ένα κείμενο του Καμύ – μάλλον από τα «Σημειωματάριά» του – καταλάμβανε τη μισή σελίδα και ένα κείμενο δικό του την άλλη μισή. Είχε βάλει και τίτλο, «Απαριθμώ»:
– Και τι κάνετε στη ζωή σας;
– Απαριθμώ, κύριε.
– Τι πράγμα;
– Απαριθμώ: λέω: ένα η θάλασσα, δύο ο ουρανός, τρία οι γυναίκες, τέσσερα τα λουλούδια.
– Μα αυτό καταντά βλακεία.
Όποιος δεν έχει γνωρίσει τη ζωή, τη βρίσκει όμορφη, εύκολη, γεμάτη χαρά. Εγώ πάλι ξυπνάω με την εφημερίδα μου. Πίνω τον καφέ μου σε κινέζικο φλυτζάνι. Ακούω τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, ενώ παίρνω το πρωινό μου. Ντύνομαι και εγκαταλείπω το σπίτι, που βυθίζεται στη σιωπή του. Παίρνω τον ίδιο δρόμο, που τον ξέρω σαν την παλάμη μου. Μηχανικά, στρίβω αριστερά. Ύστερα, δεξιά και σ’ ελάχιστα λεπτά έχω χωθεί στο γραφείο μου. Δεν προλαβαίνω, να δω, ούτε θάλασσα, ούτε ουρανό, ούτε γυναίκες, ούτε λουλούδια.
Ο Σαβίνιο και ο Κοκτώ για τον Γκυγιώμ Απολλιναίρ
Όταν η έξαψη καταλάγιασε, άρχισε, να διαβάζει Απολλιναίρ, τον αμφιλεγόμενο νονό του σουρεαλιστικού κινήματος, και τι περίεργο, ο ίδιος δεν ήταν καθόλου σουρεαλιστής. Το ύφος των ποιημάτων του ήταν πολύ προσωπικό, λυρικό, συναισθηματικό, μακριά από το σουρεαλιστικό συλλογικό όραμα.
Να χάσω
τη ζωή για να ‘βρω τη Νίκη
Αυτός ούτε τη ζωή είχε κερδίσει, ούτε καμιά νίκη είχε καταγάγει. Άλλωστε εναντίον ποιου; Δεν είχε ποτέ κανέναν αντίπαλο, κανέναν ανταγωνιστή, ούτε καν τον εαυτό του.
Πλήττω μες στους ολόγυμνους αυτούς τοίχους
Βαμμένους με χλωμά χρώματα
Μια μύγα πάνω στο χαρτί με βηματάκια
τα σκαλαθύρματά μου διατρέχει.
Αυτό θαρρείς, του ταίριαζε καλύτερα κι ας μην ένιωθε πλήξη. Πλήξη ήταν ο τίτλος του ποιήματος. Η πλήξη όμως, είναι προνόμιο των εξαιρετικών πλασμάτων κι αυτός δεν ήταν ούτε καν εξαιρετέος. Για νάσαι κάτι καλό, κακό, ψυχρό ή ανάποδο πρέπει κάποιος ή κάποιοι, κάπως να σε γνωρίζουν. Να σε αποδέχονται ή να σε απορρίπτουν. Όταν δεν έχεις κανένα καθρέφτη απέναντί σου παρά μόνο τον καθρέφτη του μπάνιου, όπου κοιτάς το πρωί τα μούτρα σου, είσαι κανένας.
Ακούω το θόρυβο της πολιτείας
και αιχμάλωτος δίχως ορίζοντα
Δε βλέπω παρά εχθρικό ουρανό
και τους γυμνούς της φυλακής μου τοίχους
Η μέρα φεύγει, κοίτα την που φλέγεται
Ένα κερί στη φυλακή μου για λαμπάδα
Μες το κελί μου είμαστε καταμόναχοι
Ωραία λάμψη αγαπημένη φρόνησή μου.
(μετφ. Νίκος Παππάς)
»Οπως ο Καλιγούλας, ο Απολλιναίρ, φοβόταν πολύ τις αστραπές. Στις ποιητικές δάφνες λίγο πίστευε. Η φωνή του ήταν δυσανάλογη με το σώμα, ήταν σαν νάχε κρυφτεί μέσα σ’ αυτόν το χοντρό γιγαντάνθρωπο ένας μικρός άνθρωπος. Μίλαγε κατά μικρά διαστήματα κι′ άφηνε τη φράση, να πεθαίνει. Το γέλιο του ήταν παιδικό. Στους αυθάδεις ανθρώπους απαντούσε πεισματικά, με μια προσποιητή άγνοια για το θέμα, που του μιλούσαν «. Έτσι τον περιγράφει ο Αλμπέρτο Σαβίνιο, αδελφός του ζωγράφου Τζόρτζιο ντε Κίρικο.
Είχε παιδεία αλεξανδρινή με μυσταγωγικές τάσεις. Ήταν κλασικιστής και ταυτόχρονα μοντέρνος.
«Έπαιζε τον κόσμο στα δάχτυλα» συνεχίζει ο Αλμπέρτο Σαβίνιο. «Οι αναποδιές, οι μεταπτώσεις και οι δυσκολίες της ζωής τον είχαν καθαρίσει, σαν το βότσαλο που το ξεπλένει ο χείμαρρος (…) Η οπτική του γωνία διέφερε από την κοινή (…) Αυτός ο fantaisiste απέβλεπε στην πραγματικότητα ή μάλλον στην surrealita’ όπως έλεγε ο ίδιος.»
Λατίνος στο αίμα έτρεφε, για κάθε τι βάρβαρο μια ενστικτώδη, μα και ορθολογιστική αποστροφή.
Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ γεννήθηκε το 1880. Πέθανε μετά από 38 χρόνια από ισπανική γρίπη και όχι από το τραύμα της οβίδας, που τον είχε τραυματίσει στον πόλεμο του ’14, όπου είχε πάει εθελοντής, με σκοπό να κερδίσει τη γαλλική υπηκοότητα, αφού ήταν γόνος Πολωνών προσφύγων. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ. Στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στα είκοσι δύο. Για δέκα έξι χρόνια έκανε τα πάντα. Εξάσκησε όλες τις τέχνες: Ποίηση, θέατρο, τεχνοκριτική, πορνογραφία. Υπήρξε εκδότης του Mercure de France. Οργάνωσε εκθέσεις κυβιστών. Κατηγορήθηκε το 1911, πως έκλεψε την Τζοκόντα από το Λούβρο και πήγε για ένα χρόνο φυλακή, ώσπου βρέθηκε ο πραγματικός κλέφτης. Ήταν ένας φίλος του βαρώνος.
Τα «Καλλιγράμματα» τα» Αλκοόλ» και «η Σκιά της αγάπης μου» είναι οι καλύτερες ποιητικές καταθέσεις του. «Οι μαστοί του Τειρεσία» και ο «Αιρεσιάρχης» τα πολύκροτα θεατρικά του έργα δημιούργησαν σκάνδαλο. Συνεργάστηκε με τον Αλφρέ Ζαρρύ. Συνδέθηκε στενά με τον Πικάσο και τον Μαξ Ζακόμπ (τον Εβραίο ομοφυλόφιλο ποιητή). Ο Πικάσο που προτιμούσε την παρέα των ποιητών, τον μνημόνευε πάντοτε. Λένε, πως τη στιγμή που έμαθε τον θάνατό του ήταν μπροστά στον καθρέφτη του κι’από τότε δεν θέλησε, να φιλοτεχνήσει ξανά την αυτοπροσωπογραφία του.
Ο Κος Πενθήμερος που ήταν από άλλη πάστα δεν βιαζόταν διόλου ούτε να ζήσει, ούτε να νικήσει, αντίθετα με τον Απολλιναίρ, που προαισθανόταν, φαίνεται, το πρόωρο τέλος του και αναφωνούσε, «πόσο αργή ειν’ η ζωή και η ελπίδα βίαιη!«
Ας πάμε πιο γρήγορα, που να πάρει
Ας πάμε πιο γρήγορα
και σ’ ένα άλλο ποίημα φώναζε:
Ανοίξτε μου αυτή την πόρτα που χτυπά κλαίγοντας
Ο Μπρετόν τον έψεγε για την κατάταξή του στο στρατό, τον θεωρούσε κομφορμιστή, αναίτια παιγνιώδη και ανεπαρκή ποιητικά. Ωστόσο, γράφει στην κατακλείδα του σημειώματός του στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» : »Το γέλιο του έκανε τον ίδιο θόρυβο με το χαλάζι πάνω στα τζάμια» και παραδέχεται, πως διατηρούσε διαυγείς δεσμούς ανάμεσα στην ποίηση και τη σεξουαλικότητα και ήταν συνείδηση βέβηλη και προφητική.
Ο πολύς Ζαν Κοκτώ σ’ ένα εξαίσιο κείμενο-νεκρολογία που μόνο αυτός μπορούσε να γράψει με τέτοιο τρόπο λέει:
«Το γέλιο δεν έβγαινε απ’ το στόμα του. Έφτανε από τις τέσσερεις γωνιές του οργανισμού. Τον πλημμύριζε, τον τράνταζε, τον έκανε ν΄αναπηδά. Στη συνέχεια αυτό το ήρεμο γέλιο κατέπεφτε από το βλέμμα και το σώμα επανερχόταν στη θέση του (…)
Το πρωινό της ανακωχής του 1918, ο Πικάσο και ο Μαξ Ζακόμπ ήρθαν στο 10 της οδού Ντ’ Ανζού. Έμενα εκεί. Στο σπίτι της μητέρας μου. Μου είπαν πως ο Γκυγιώμ τους ανησυχούσε, πως το πάχος περιτύλιγε την καρδιά του και πως έπρεπε, να τηλεφωνήσουμε στον Καπμάς, γιατρό των φίλων μου. Φωνάζουμε τον Καπμάς. Ήταν πολύ αργά. Ο Καπμάς ικέτευσε τον άρρωστο, να τον βοηθήσει, να βοηθήσει τον εαυτό του, να πεισμώσει να ζήσει. Δεν είχε πια τη δύναμη. Το θελκτικό λαχάνιασμα καταντούσε τραγικό. Ανέπνεε με δυσκολία. Το βράδυ, όταν πήγα, να συναντήσω ξανά τον Πικάσο και τον Μαξ στη λεωφόρο Σαιν Ζερμαίν, με πληροφόρησαν, ότι ο Γκυγιώμ είχε πεθάνει (…)
Η πεθαμένη του μορφή έλαμπε από τα λευκά ρούχα γύρω της. Από μια ομορφιά στεφανωμένη τόσο ακτινοβόλα, που πιστεύαμε πως βλέπαμε νεαρό τον Βιργίλιο. Ο θάνατος, με το φόρεμα του Δάντη, τον τραβούσε, όπως τα παιδιά, από το χέρι″.
(Ζαν Κοκτώ, «Η δυσκολία του να υπάρχεις», Μόναχο, 1953. Απόδοση: Ζωή Μπέλλα – Κυρ. Κασίμης)
Και ο Σαβίνιο θυμάται:
«Ημέρα πολύ ζεστή, το πάχος του Απολλιναίρ άρχιζε να αποσυντίθεται. Κι η συμφορά που ακολούθησε, πεθαίνει την ίδια εκείνη μέρα κι ο Rostand. Δυο κηδείες ποιητών διασχίζουν με βήμα αργό τους δρόμους του Παρισιού. Η πόλη ντυμένη σημαίες, οι μεταλλικές μουσικές να διασταυρώνονται στον αέρα, ο κόσμος να χορεύει στους δρόμους. Η «πολωνίδα» ακολουθεί το φέρετρο του γυιού της, φτιασιδωμένη ξανά, μες στα φτερά και τους φραμπαλάδες. Οι φίλοι νομίζουν ότι οφείλουν να την παρηγορήσουν. Εκείνη γελά και λέει θυμωμένη: «Ο γιος μου ποιητής; Πέστε καλύτερα ένας αργόσχολος. Ο Rostand: να ένας ποιητής!» Μέσα στον ίδιο χρόνο πεθαίνει κι η «πολωνίδα», πεθαίνει στο Μεξικό κι ο Alberto di Kostrowitzky, ο αδελφός του Απολλιναίρ, στον οποίο μέσα από θάλασσες και ηπείρους έστελνε παθητικά καλέσματα με «ωκεάνια γράμματα». Η τύχη της γης σκοτείνιασε. Όμως η απερίγραπτη ζωή του Απολλιναίρ συνεχίζεται και ξαναγονιμοποιείται.
(Απόδοση: Μαρία Στεφανοπούλου. Και τα δυο κείμενα, από το περιοδικό «το δέντρο» τχ. 22, καλοκαίρι 1981)
σημείωση:στην πρώτη εικόνα πορτέτο του Απολλιναίρ από το Ντε Κίρικο(1914) και φωτογραφία του ποιητή με στολή και μπανταρισμένο κεφάλι. Στις εντός κειμένου, Καλλιγράμματα του Απολλιναίρ