Ο Κος Πενθήμερος,16. το DADA πνίγεται στο Σηκουάνα

Φορώντας ένα ανοιχτόχρωμο κουστούμι, βγήκε νωρίς τ’ απόγευμα ο Κος Πενθήμερος στην έρημη πόλη, που μαστίγωναν οι ακτίνες του ήλιου ανελέητα. Στο μυαλό του στρατιές ανέργων, όπως αυτός,αλλά και στρατιές πεθαμένων καλλιτεχνών με ζωηρή ή αμφιλεγόμενη παρουσία σήμερα. Πασίγνωστων ή ξεχασμένων ή ελάχιστα γνωστών. Όλοι χωρούν μέσα σ’ ένα πληθωρικό κίνημα, που σπατάλησε τις δυνάμεις του και τους ανθρώπους του, για να τ’ αλλάξουν όλα.

 

Η τέχνη είχε δεχτεί μεγάλο χτύπημα από το Νταντά και δεν θα τα κατάφερνε, να συνέλθει για καιρό. Τότε ήταν, που ο Μπρετόν πήρε την κατάσταση στα χέρια του,  γράφει ο Μωρίς Ναντώ στην «Ιστορία του σουρεαλισμού».

Το Νταντά πέθανε σ’ έναν καυγά –όχι και ομηρικό πάντως– όταν ο λεπτεπίλεπτος Ελυάρ έσπασε το χέρι του και ο Μπρετόν χαστούκισε τον Τζαρά. Έτσι, το Νταντά πήρε πόδι, αφού από το 1922-23 ακόμη, ως και το 1929 οι μετέπειτα σουρεαλιστές βάδισαν μαζί με τον προκάτοχό τους ντανταϊσμό.

Το Νταντά που γνώρισε μεγάλες δόξες, πήγε άκλαφτο και άταφο –μερικοί φοιτητές της Μποζάρ πέταξαν ομοιώματα του Νταντά στο Σηκουάνα. Τώρα, όσοι ντανταϊστές ήσαν ακόμη ακμαίοι – και ήσαν αρκετοί, αφού όταν ξεκίνησαν, ήταν όλοι τους πολύ νέοι – γίνανε σουρεαλιστές.

Ωστόσο, με φωνή που κόβει σαν κρύσταλλο ακριβό την καρωτίδα του παιδιού, για να γεννηθεί το καινούργιο, ο φουτουριστής Μαγιακόφσκι, «που είδε τη βάρκα της αγάπης, να συντρίβεται πάνω στην καθημερινότητα» –αυτοκτόνησε το 1930– φώναζε:

Τα μάτια εξακοντίζουν βέλη

η καρδιά κρατά ρεβόλβερ

το λαρύγγι ονειρεύεται το ξυράφι

Ο Κος Πενθήμερος, που ήταν πλέον ένας πλάνητας, που το χέρι του συντάκτη αυτού του κειμένου παράχωσε αυθαίρετα μέσα στο σουρεαλισμό και τα πεπραγμένα του περιπλανιόταν μεθυσμένος από ποίηση, ώσπου έπεσε η νύχτα και άναψε το αστέρι, που έστειλε ο Μαγιακόφσκι.

  Ο Κος Πενθήμερος δε φοβάται, να περπατά και να περιφέρεται στην έρημη πόλη ή ανάμεσα στο πλήθος, έχει τη Νάνα με τα μαλλιά στο χρώμα της φτέρης, το ποίημα στο Τζαρά, με την αφιέρωση του ίδιου του ποιητή και του μεταφραστή του Εγγονόπουλου, τα μάτια του Αραγκόν και της Έλσας, την αγωνιστικότητα και το θάρρος του Ελυάρ, με το χέρι του στο γύψο, τον Ζαρρύ με το μουσάκι αλά Ντ’ Αρτανιάν και το πιστόλι, για να τρομάζει του Φιλισταίους.

Ο Κος Πενθήμερος τη μέρα με τον παναμά του, τη νύχτα ασκεπής, περπατά ελεύθερος και η φαντασία του δε συγχωρεί, εκδικείται για λογαριασμό όλων των απολυμένων, όλων όσων πίστεψαν στην αξία της εργασίας και τώρα πετάχτηκαν στην άκρη της ζωής, χωρίς φως, χωρίς νερό να ξεδιψάσουν.