Ο Κος Πενθήμερος, 15. Ας αντηχήσει ξανά η φωνή του Μπρετόν.

«Τόσο μακριά φτάνει η πεποίθηση στη ζωή, σε ότι πιο άστατο έχει η ζωή, έτσι που στο τέλος χάνεται και αυτή η πεποίθηση. Ο άνθρωπος, αυτός ο οριστικά ονειροπόλος, μέρα με τη μέρα και πιο δυσαρεστημένος με τη μοίρα του, με κόπο περιφέρεται γύρω από τα αντικείμενα, που τον μάθανε να χρησιμοποιεί και που του χάρισε η αφροντισιά του ή η προσπάθειά του, η προσπάθειά του σχεδόν πάντα, γιατί συγκατένευσε στο να εργαστεί ή τουλάχιστον δεν αδιαφόρησε να παίξει την τύχη του ( ό,τι αυτός αποκαλεί τύχη του!) Τώρα τον συνέχει μια τεράστια μετριοφροσύνη: θυμάται ποιες γυναίκες πέρασαν από τη ζωή του, θυμάται σε πόσες γελοίες περιπέτειες μπλέχτηκε. Τα πλούτη ή η φτώχεια του δεν τον απασχολούν στιγμή. Μένει ως προς το σημείο αυτό, ένα παιδί που μόλις γεννήθηκε και, παραμερίζει με ευκολία την ηθική του συνείδηση. Αν διατηρεί κάποια διαύγεια, θα στραφεί προς την παιδική του ηλικία, όσο και αν αυτή έχει πληγεί απ’ τους δαμαστές του. Εκεί, η απουσία κάθε παραδεδεγμένης σοβαρότητας του ανοίγει μια προοπτική για πολλούς τρόπους ζωής. Έτσι γατζώνεται σ’ αυτήν την ψευδαίσθηση. Δεν θέλει πια, να αναγνωρίσει, παρά μόνο την έσχατη ευκολία σε όλα τα πράγματα. Κάθε πρωΐ παιδιά ξεκινούν χωρίς καμιά ανησυχία. Το κάθε τι είναι πιθανό, οι χείριστες υλικές συνθήκες είναι άριστες. Τα δάση είναι λευκά ή μαύρα, ποτέ πια κανείς δεν θα κοιμηθεί». *

Η επιβλητική φωνή του κυρίου Μπρετόν, αυτού του κυριαρχικού ονειροπόλου, με την αγαλματώδη παρουσία, αντήχησε το πρώτον, το 1924 και ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά πρόθυμων ακροατών, αλλά κυρίως ανθρώπων που έχουν ανάγκη, να διαπιστώσουν, που βρίσκονται, ποιοι είναι και τι ζητούν. Έτσι που τα Μανιφέστα δεν έχουν πια να κάνουν με το Σουρεαλισμό αλλά  με τη ζωή, τη χαμένη ζωή και τον χαμένο χρόνο.

Σ’ αυτή την εποχή του μνημονιακού άγχους, της συρρίκνωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, της υποχώρησης του κράτους πρόνοιας,σ’ αυτή την εποχή των δολοφόνων, ντόπιων και αλλότριων, της ευρωπαϊκής μαφίας των τραπεζών, της ελληνικής κακομοιριάς και του «σφάξε με αγά μου…», την εποχή που οι Έλληνες δεν πολεμούν καθόλου και που τα Μπαλκάνια γίναν κι αυτά παίξε-γέλασε, που δεν αντιστεκόμαστε στη λαίλαπα, που περιδινούμεθα, προσευχόμενοι, να σταματήσει η σβούρα του «παρ’ τους τα όλα», χρειαζόμαστε φωνές και κείμενα σαν του κυρίου Μπρετόν. Τα μανιφέστα του δεν είναι σήμερα μουσειακό είδος, ή κενό γράμμα κι ας τάφηκε ο σουρεαλισμός μαζί με τους ποιητές του, το Μάη εκείνο, που τα οδοφράγματα στο Παρίσι ήταν περισσότερα από τα κιγκλιδώματα που προστατεύουν σήμερα τα κοινοβούλια των χωρών-μελών της ΕΕ από τα μιαρά χέρια των Ευρωπαίων εργαζόμενων.

 

Ο Ρενέ Κρεβέλ

Ο Ρενέ Κρεβέλ

Πλανάροντας ανάμεσα ονείρου και νηφαλιότητας, ανάμεσα σύνεσης και απελπισίας, εν μέσω των φτυσιών της άρχουσας τάξης, εν μέσω λοιδοριών – «Δεν θάρθουν άλλα μέτρα», εν μέσω υλακών, είναι καιρός, ν’ ακουστεί και στα καφενεία και στις λαϊκές αγορές και στις συνοικίες, δυτικές και ανατολικές, και στον Υμηττό και στην Πάρνηθα, η φωνή του Αντρέ Μπρετόν:

200px-La_Revolution_Surrealiste_cover

«Αγαπημένη φαντασία, αυτό που κυρίως αγαπώ σε σένα είναι που δεν συγχωρείς«.

κι ακόμη πιο πέρα, εκεί που συνεχίζουν, «να γεννιούνται ακατάπαυστα νάνοι», εκεί που ζουν 5 σε 50 τ.μ., εκεί που τα ποντίκια ροκανίζουν τα χαρτονομίσματα των εργατών και των υπαλλήλων, των συνταξιούχων, των νέων, των νέων ανέργων, εκεί που χτύπησε η ρουφήχτρα των μόχθων και των προσπαθειών τόσων ανθρώπων για καλύτερο αύριο, ας ακουστεί η φράση που έγραψε ο κος Αντρέ Μπρετόν  στο πρώτο   Μανιφέστο του Σουρεαλισμού:

«Μόνο η λέξη ελευθερία είναι που με διεγείρει ακόμα«.

Κι επειδή η εποχή της λογικής έχει συρρικνωθεί στο έπακρο, ο  Μπρετόν «με όλη του τη φωνή», που έρχεται από το βάθος 90 ετών –αυτή είναι η ηλικία του μανιφέστου, που αν και πλήρες ημερών – δεν αποσύρεται και δεν πεθαίνει, φωνάζει:

«Δεν είναι ο φόβος της τρέλας που θα μας πείσει ν’ αφήσουμε μεσίστια τη σημαία της φαντασίας«.

 

Όταν ο θετικισμός, ο ρεαλισμός και η κοινή λογική υποχώρησαν, κατέλαβαν τη σκηνή και μεταξύ άλλων:

Ο Αντονέν Αρτώ με το «Θέατρο της Σκληρότητας»,

ο Λουί Αραγκόν με τη «Μπλανς ή η Λησμονιά» και «τα Μάτια της Έλσας» του,

ο Πωλ Ελυάρ, που ανέβηκε στο βουνό της λεύτερης Ελλάδας, να συναντήσει το Μάρκο Βαφειάδη,

ο Ζακ Βασέ, ο Ζακ Ριγκώ, ο Ανρί Μισώ,

οι πρόδρομοι

Λωτρεαμόν, Ζαρρύ, Λίχτενμπεργκ, Κραβάν, Κρεβέλ, Νταλί, Σουίφτ, Ντε Σαντ, Νίτσε, Πόε, Μπωντλαίρ, Ντε Κουίνσυ, Ρεμπώ, Απολιναίρ, Κάφκα, Πρεβέρ, Σαρλ Φουριέ, Ζερμαίν Νουβώ και, ίσως ακόμη, Ε.Τ.Α. Χόφμαν, Ζεράρ ντε Νερβάλ, Ζίγκμουντ Φρόϋντ, Ζακ Λακάν,

Περικλής Γιαννόπουλος, Μιχαήλ Μητσάκης, Βιζυηνός, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Παπαδίτσας, Κακναβάτος, Ν.Κάλλας, Γονατάς, Σαχτούρης.

Ατέλειωτος ο κατάλογος του αλεξικέραυνου του Μαύρου Χιούμορ των αλληλοπαθών, των παράλληλων, των προσήλυτων, πρώην, νυν και επόμενων.

 

 

* Οι πρώτες αράδες, από το πρώτο μανιφέστο του σουρεαλισμού του Αντρέ Μπρετόν, σε μετάφραση Ελένης Μοσχονά. Εκδόσεις «Δωδώνη» 1972