Η Μαρί από το Δουβλίνο
06/05/2015
Στο Βασίλη Σούλτο
Η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά στο απέναντι κάθισμα, στο τρένο που πήρα από τη Βικτόρια για το Χόλιχεντ, διάβαζε το μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας. Παρατηρώντας την, σκέφτηκα πως αν το παιδί για το οποίο μου έγραψε η Μαρί ήταν κορίτσι, θα είχε την ηλικία της και θα της έμοιαζε: μέτριο ανάστημα, γαλάζια μάτια, φακίδες. Ήταν όμως αγόρι ή κορίτσι; Δεν ήξερα. Το γράμμα με την είδηση της εγκυμοσύνης της το πήρα στο «Αριάδνη»• μου έστειλε ακόμα ένα από το Λίβερπουλ και έκτοτε χαθήκαμε.
Από τότε είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια. Ήταν τότε που οι βομβιστικές επιθέσεις του ΙRA είχαν πονοκεφαλιάσει τη βρετανική κυβέρνηση. Η αλληλογραφία μας όμως σταμάτησε ύστερα από μερικούς μήνες. Στο μεταξύ, παντρεύτηκα, απέκτησα δύο αγόρια, μα η σκέψη για το πιθανό παιδί μου στο μακρινό Δουβλίνο δεν μ’ εγκατέλειπε. Ο χρόνος που είχε περάσει ήταν πολύς, μα εμένα τώρα μου μπήκε η ιδέα να επιστρέψω στην Ιρλανδία για να αναζητήσω τη Μαρί.
Ενώ η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά κατέβηκε σ’ έναν ενδιάμεσο σταθμό, εγώ συνέχισα μέχρι το τέρμα. Ούτε που άνοιξα τον Οδυσσέα του Τζόις που κουβαλούσα μαζί μου. Με το σακίδιο στον ώμο, βγήκα στο δρόμο -είχε πέσει το σκοτάδι-, και κατέληξα στο ξενοδοχείο Μάουντ.
*
Το πρωί επιβιβάστηκα στο φέρι μποτ, όπου ένστολοι άντρες με σκύλους έκαναν έλεγχο για όπλα και ναρκωτικά. Μόλις το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, πήρα το μετρό για το Δουβλίνο. Έβρεχε πολύ. Με την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μου, περπάτησα μέχρι τις οδούς Τάλμποτ και Γκάρντινερ, την περιοχή με τα ξενοδοχεία. Λόγω του ποδοσφαιρικού αγώνα της επόμενης μέρας, ήταν όλα κατειλημμένα, έτσι κατέλυσα σ’ έναν ξενώνα.
Άφησα το σακίδιό μου με τα γράμματά της από το Δουβλίνο στη ρεσεψιόν, πήγα βόλτα στην κεντρική οδό Ο’ Κόνελ και περνώντας τον ποταμό Λίφι κατευθύνθηκα προς το εμπορικό κέντρο. Προμηθεύτηκα ένα χάρτη της πόλης και με το γράμμα της στην τσέπη, εκείνο από το Λίβερπουλ, τότε που έμενε στο σπίτι της αδελφής της, τράβηξα για το πάρκο Σεντ Στίβεν Γκριν. Προς τα κει ήταν το συγκρότημα κατοικιών Τομ Κέλι. Στον αριθμό 25 του συγκροτήματος σταμάτησα. Η καρδιά μου χτυπούσε άτακτα. Κοίταζα γύρω, προσπαθώντας να θυμηθώ το μέρος, το επισκέφτηκα με τη Μαρί μια μοναδική φορά. Είχαμε χορέψει στο κλαμπ, μετά πήγαμε για φαγητό. Εικοσάρα εκείνη, εφτά χρόνια μεγαλύτερος εγώ. Ήταν όμορφη, χαριτωμένη• σύντομα, στην καμπίνα μου με τις γυμνές γυναίκες στους τοίχους, αποδείχτηκε και θερμή. Την ξαναπήγα στο καράβι, την επομένη και τη μεθεπόμενη μέρα. Προτού σαλπάρουμε, με κάλεσε στο σπίτι της για να γνωρίσω την οικογένειά της. Είχε γονείς, τρεις αδελφές μεγαλύτερές της -η μία έμενε στην Αγγλία-, κι έναν μικρό δεκαετή αδελφό, τον Τζον.
Χτύπησα την πρώτη πόρτα της εργατικής πολυκατοικίας και από το διαμέρισμα βγήκε μια μεσόκοπη κυρία. Τη ρώτησα για τη Μαρί Μακάρθι. Δεν την ήξερε. Μετά ρώτησα τα δύο άλλα άτομα, που έμεναν στο διαμέρισμα, τον σύζυγό της και μια γριά γυναίκα. Περιέγραψα την Μαρί, όπως ήταν τότε, με κόκκινα μαλλιά και φακίδες. Ούτε αυτοί την ήξεραν. Μετά ανέφερα τον Τζον, μα το όνομα δεν τους έλεγε τίποτα.
Τελικά, τους έδειξα το φάκελο με το όνομα και διεύθυνση του σπιτιού, όχι όμως το γράμμα. Είχα και τη φωτογραφία της, η Μαρί είκοσι χρονών, αν την έβγαζα από το πορτοφόλι μου, ίσως την αναγνώριζαν.
«Η οικογένεια Μακάρθι έφυγε από δω πριν από είκοσι πέντε χρόνια», είπε η γριά.
«Ξέρετε πού πήγαν;»
«Ίσως να μένουν στο συγκρότημα παρακάτω».
Η αντίφασή της ήταν ύποπτη. Αναρωτήθηκα: κι αν η κοπέλα δεν βρισκόταν εν ζωή; Δεν μπορούσα να το διανοηθώ, αδυνατούσα να τη φανταστώ πεθαμένη. Μήπως όμως ήταν στην Αγγλία με την αδελφή της;
Επέστρεψα στο κέντρο της πόλης, πήγα στο ταχυδρομείο. Δύο ευγενικές κυρίες γύρω στα σαράντα, που κάλλιστα μπορούσαν να είναι συμμαθήτριες της, προθυμοποιήθηκαν να με βοηθήσουν. Η μία έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο για το όνομα Μακάρθι, η άλλη πήρε την τηλεφωνήτρια της τηλεφωνικής εταιρείας.
Ατυχώς, καμιά Μαρί Μακάρθι δεν ήταν καταχωρημένη. Υπήρχε όμως μια Μαρία με το ίδιο επώνυμο σ’ ένα δρόμο πίσω από το νοσοκομείο. Η ευγενική κυρία σχημάτισε τον αριθμό της, μα ατυχώς το τηλέφωνο δεν απαντούσε.
Επέστρεψα στον ξενώνα, όπου κάτι νεαροί φίλαθλοι από το Κορκ μέθυσαν κι έκαναν φασαρία. Τους έβρισα στα ελληνικά, μα εκείνοι δεν καταλάβαιναν. Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Το πρωί πήρα τα πράγματά μου και μετακόμισα σ’ ένα κανονικό ξενοδοχείο, το Έλμαρ. Έβρεχε κι έκανε κρύο. Για να σκοτώσω την ώρα μου, πήγα στο σταθμό και μπήκα σ’ ένα λεωφορείο για το Μπέλφαστ, μια πόλη ήρεμη πια, ύστερα από την συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στους Άγγλους και τον IRA.
Τη Δευτέρα τράβηξα βαρύθυμος για το πάρκο Φοίνιξ. Η μέρα ήταν εργάσιμη και περιπλανήθηκα μόνος ανάμεσα στα δέντρα. Το απόγευμα πήγα σ’ ένα κινηματογράφο, είδα την ταινία του Κιούμπρικ Μάτια ερμητικά κλειστά, ενώ το βράδυ βγήκα βόλτα στην κεντρική οδό Γκράφτον. Ένας μεθυσμένος βρισκόταν στο έδαφος με ένα μπουκάλι στο χέρι. Για να σκοτώσω την ώρα μου, κατέβηκα τα σκαλιά ενός υπόγειου απ’ όπου ακουγόταν ροκ μουσική, μα ο πορτιέρης μ’ έδιωξε γιατί τα παπούτσια μου ήταν αθλητικά. Δεν επέμεινα. Μπήκα σε μια παμπ, αργήσανε να μου σερβίρουν τη μπίρα που παράγγειλα κι έφυγα.
Σκεφτόμουν να εγκαταλείψω την αναζήτηση, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να το κάνει. Το πρωί πέρασα έξω από το Μουσείο των Συγγραφέων, μα δεν μπήκα μέσα γιατί το βάφανε. Επισκέφτηκα το Κέντρο Τζέιμς Τζόις, στην οδό Τζορτζ, ήπια καφέ στο καφενεδάκι του ισογείου, αγόρασα και μερικές κάρτες.
Αργότερα, αφού κατανίκησα τους ενδοιασμούς μου, ξαναπήγα στο συγκρότημα πολυκατοικιών Τομ Κέλι. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο και χτύπησα πόρτες. Μια γειτόνισσα που έμενε εκεί τριάντα χρόνια, όπως δήλωσε, με άκουσε προσεκτικά. Τη Μαρί την ήξερε. Δεν ανέφερα λέξη βέβαια για το παιδί που μου είχε αναφέρει στο γράμμα.
«Τώρα τη θυμήθηκες;» με ρώτησε.
Ήταν επιφυλακτική. Της είπα πως είχα προβλήματα, πως η ζωή ήταν δύσκολη, τώρα κατάφερα να κάνω αυτό το μεγάλο ταξίδι. Τελικά, πείστηκε για την καλή μου πρόθεση. Δεν έμοιαζα με κακοποιό στοιχείο. Με πληροφόρησε λοιπόν πως η Μαρί δεν παντρεύτηκε, απέκτησε όμως τέσσερα παιδιά.
Αυτό μ’ έκανε να καρδιοχτυπήσω.
«Κι ο Τζον; Παντρεύτηκε;»
« Όχι, πνίγηκε στη θάλασσα».
Δεν ρώτησα περισσότερα για τον μικρό αδελφό, άλλωστε μια φορά τον είχα δει. Η γειτόνισσα με συμπάθησε και μ’ έστειλε στη διπλανή πολυκατοικία Τομ Κέλι Γκάρντενς, για να βρω τις δύο αδελφές της Μαρί. Η τρίτη εξακολουθούσε να ζει στην Αγγλία.
Βρήκα τη μία. Ήταν λιγνή, ξερακιανή, με γκρίζα μάτια. Με κοίταξε με βλέμμα σκληρό, καχύποπτο:
«Θέλεις να δεις τη Μαρί; Για ποιο λόγο; Είναι important;» ρώτησε, τονίζοντας την τελευταία λέξη.
«Και βέβαια είναι important», είπα.
«Δηλαδή;»
Της έδειξα ένα από τα γράμματα, όχι εκείνο με την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης.
«Έκανα τόσο δρόμο από την Αθήνα μέχρι εδώ», της είπα.
Η γυναίκα διάβασε το γράμμα, μαλάκωσε, πείστηκε πως το είχε γράψει η αδελφή της και μ’ έστειλε σε άλλη πολυκατοικία να βρω μια φίλη της. Εκείνη, όμως, ήταν ψυχρή, είχε βλέμμα αρπαχτικού. Όρθια στην είσοδο του σπιτιού της, κρατώντας μισάνοιχτη την πόρτα, με παρέπεμψε στην ίδια την αδελφή:
«Είναι η μόνη που ξέρει τι απέγινε η Μαρί», είπε.
Χωρίς αμφιβολία, μου έλεγε ψέματα.
«Είμαι βέβαιος πως κι εσύ ξέρεις», είπα.
Στεκόμουν μπροστά της περιμένοντας κι εγώ δεν έφευγα, ντρεπόταν να μου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα. Μετά, έβγαλα το γράμμα και της το έδειξα. Το διάβασε και ομολόγησε πως ναι, ξέρει το σπίτι της Μαρί.
«Πού είναι;»
«Στη συνοικία Ριάλτο».
«Σε ποια οδό και σε ποιον αριθμό;»
«Την ξέρουν στο επιπλάδικο της γειτονιάς», είπε και δέχτηκε να της μεταφέρει ένα μήνυμα. Έγραψα σ’ ένα χαρτί το όνομα και το τηλέφωνο του ξενοδοχείου μου. «Πέρασε αύριο να σου πω».
«Τι δουλειά κάνει η Μαρί;» ρώτησα.
«Τίποτα».
Σκέφτηκα πως ίσως έπαιρνε επίδομα από την κοινωνική πρόνοια κι έφυγα με τις ελπίδες αναπτερωμένες. Η Μαρί ζούσε, ήταν εκεί στο Δουβλίνο. Θέλοντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, επέστρεψα στο κέντρο της πόλης με τα πόδια. Μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο, από το μυαλό μου περνούσαν διάφορες ιδέες. Υποψιάστηκα πως η Μαρί έγινε πουτάνα, πως οι δικοί της την έδιωξαν από το σπίτι μόλις τους είπε πως είναι έγκυος. Ήταν δύσκολες εκείνες οι εποχές. Οι Ιρλανδές, ως ευσεβείς καθολικές δεν επιτρεπόταν να γεννήσουν παιδί εκτός γάμου. Όταν δεν μπορούσαν να παντρευτούν τον πατέρα του παιδιού, πήγαιναν στην Αγγλία, σε ειδικό γιατρό. Στο ίδιο γράμμα έγραφε πως θα πήγαινε στην αδελφή της που ζούσε στο Λίβερπουλ.
Προσπαθούσα να φανταστώ τους γονείς της, ίσως ντρέπονταν γι’ αυτήν, κι εγώ ήμουν η αιτία που την έδιωξαν, εξαιτίας μου βγήκε στο κλαρί. Μα, αν πράγματι έκανε αυτή τη δουλειά, δεν θα μπορούσε να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά της. Ε, δεν ήταν αυτό επάγγελμα για μια μάνα. Η σκέψη πως ένα από αυτά ήταν δικό μου, μ’ εξόργιζε, η υποψία με κουρέλιασε, κάθε όμορφη ανάμνηση από τη Μαρί διαλύθηκε μέσα μου.
*
Το πρωί της Τετάρτης, πήγα στην περιοχή πέρα από το κανάλι, στο Ριάλτο. Βρήκα το επιπλάδικο, μα ο μάστορας που έβαφε κάτι ντουλάπια, μου είπε πως δεν τη ξέρει. Μετά, την αναζήτησα στη διεύθυνση που έγραφε ο τηλεφωνικός κατάλογος, πίσω από το νοσοκομείο. Έκανα ολόκληρο κύκλο, χάθηκα, από την οδό Σεντ Τζέιμς βρέθηκα στο νοσοκομείο, μα η διεύθυνση ήταν λάθος, στο σπίτι δεν έμενε καμιά Μακάρθι.
Το απόγευμα επισκέφτηκα με πολλές προσδοκίες την φίλη με το βλέμμα αρπαχτικού στο Τομ Κέλι Γκάρντενς. Η υποδοχή της όμως ήταν πιο ψυχρή από την προηγούμενη φορά:
«Σ’ έχει ξεχάσει», μου είπε.
Πρόσθεσε πως η Μαρί δεν με θυμόταν, το όνομά μου δεν της έλεγε τίποτα. Ούτε το γράμμα το σχετικό με την εγκυμοσύνη της θυμόταν κι επομένως δεν ήθελε να με δει.
«Έκανα τόσο δρόμο», είπα, εντελώς καταβεβλημένος.
«Τι να σου κάνω εγώ;»
Τη ρώτησα για τα παιδιά της Μαρί και ήταν αρκετά ενημερωμένη. Ναι, είχε μια κόρη, τη Σαμάνθα πάνω από είκοσι χρονών που σπούδαζε στο Λίβερπουλ. Αν η Μαρί γέννησε τότε, ενδεχομένως αυτή η κόρη ήταν δική μου. Φαίνεται πως πήγε στην αδελφή της, για να κάνει έκτρωση, μα τελικά μετάνιωσε και κράτησε το παιδί.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, ένιωθα πιο ευδιάθετος, πιο χαλαρός, Ύστερα από το χτεσινό θρίλερ, είχα δει φως στο βάθος του τούνελ. Ετοιμάστηκα λοιπόν να φύγω για την Αγγλία.
*
Έφαγα με όρεξη πρόγευμα και πήρα το λεωφορείο για το λιμάνι. Το φέρι μποτ «Τζόναθαν Σουίφτ» ήταν καινούργιο και άνετο. Από τον σιδηροδρομικό σταθμό επιβιβάστηκα στο τρένο για το Λίβερπουλ. Άφησα το σακίδιό μου στο ξενοδοχείο Άντριμ και βγήκα βόλτα στη σκοτεινή πόλη. Τα μαγαζιά έκλειναν στις πέντε το απόγευμα και οι δρόμοι είχαν ερημώσει. Μόνο τα παμπ ήταν ανοιχτά, νέοι και γέροι έπιναν μπίρες και συζητούσαν στα όρθια. Η περιοχή του λιμανιού ήταν ζοφερή, τα κτίρια κατέρρεαν, τα τζάμια σπασμένα, οι πόρτες έλειπαν.
Το πρωί, τράβηξα για το Εντζ Λέιν, όπου πριν από χρόνια έμενε η αδελφή της Μαρί. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως το παιδί το γέννησε κι ήταν η Σαμάνθα. Όμως, ζούσε στο Λίβερπουλ, στην ίδια διεύθυνση με τη θεία της, ή μήπως έμενε άλλού; Πήρα τη Λόντον Στριτ και μέσω της Πανεπιστημιούπολης έφτασα στην οδό που έγραφε ο φάκελος. Πρώτη απογοήτευση: στο δρόμο αυτό δεν υπήρχε αριθμός 52. Δίπλα, ένα παλιό κτίσμα με μια πινακίδα στην πρόσοψη, έγραφε “καφενείο”, μα ήταν κλειστό. Χτύπησα ένα κουδούνι και στον δεύτερο όροφο άνοιξε ένα παράθυρο. Όταν εμφανίστηκε ένα φωτεινό κοριτσίστικο κεφάλι, πήγα να πάθω συγκοπή: ήταν η Σαμάνθα;
«Θέλετε κάτι;» με ρώτησε.
«Αναζητώ την κυρία Μακάρθι».
Δεν την ήξερε κι εγώ δεν γνώριζα το όνομα του συζύγου της. Δεν ήξερε ούτε τη Μαρί ούτε τη Σαμάνθα, δεν ζούσαν εκεί, δεν είχε πολύ καιρό που έμενε στο κτίριο. Δεν μπορούσε επίσης να μου εξηγήσει γιατί δεν υπήρχε ο αριθμός 52. Την ευχαρίστησα και έφυγα.
*
Επέστρεψα στο Λονδίνο κι έμεινα λίγες μέρες σε μια πανσιόν πίσω από το σταθμό της Βικτόρια. Από κει εξορμούσα προς τον Τάμεση, χαζεύοντας τα πλοιάρια για να ξελαμπικάρει το μυαλό μου. Μια μέρα επισκέφτηκα το πολυκατάστημα Χάροντς απ’ όπου αγόρασα δύο μπουκάλια ούζο. Ύστερα από δέκα μέρες, γύρισα στο Δουβλίνο και ξαναπήγα στην εργατική πολυκατοικία, κρατώντας το ένα μπουκάλι.
Τότε, διαπίστωσα πως η φίλη δεν ήταν φίλη: ήταν μια από τις αδελφές της• μου το αποκάλυψε η ίδια. Αυτή τη φορά, μου έκλεισε ραντεβού με τη Μαρί στα γραφεία του σωματείου των Ανωνύμων Αλκοολικών. Η συνάντησή μας έγινε σ’ ένα παλιό κτίριο κοντά στην οδό Γκράφτον. Σφίξαμε τα χέρια, λέγοντας κοινοτοπίες. Αλίμονο, η απογοήτευσή μου ήταν πλήρης. Η γυναίκα που στεκόταν απέναντί μου ήταν μαραμένη, ισχνή, τσακισμένη από τις καταχρήσεις.
Πώς μπορούσα να πιστεύω πως η Μαρί των είκοσι χρονών θα έμενε πάντα δροσερή και αξιαγάπητη; Σε αντίθεση όμως με μένα, εκείνη κολακεύτηκε. Την εντυπωσίασε το γεγονός ότι ενώ αρνήθηκε να με δει, εγώ γύρισα πάλι στο Δουβλίνο για να τη συναντήσω. Της αφηγήθηκα τη γνωριμία μας στο χοροπηδάδικο, της μίλησα για το «Αριάδνη», το καράβι, την καμπίνα μου με τις γυμνές γυναίκες στους τοίχους, την επίσκεψή μου στο σπίτι της.
«Τα θυμάμαι όλα», είπε.
Κατάλαβα πως δεν ήθελε μόνο λεφτά, προσδοκούσε από μένα κάτι περισσότερο. Πράγματι, δεν παντρεύτηκε ποτέ, απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το πρώτο, η Σαμάνθα, ήταν είκοσι τριών χρονών. Τα τρία αγόρια ήταν κάτω από είκοσι. Άρα η Σαμάνθα γεννήθηκε μετά την αναχώρησή μου από το Δουβλίνο. Μήπως;
Πίναμε τσάι. Εκείνη έλεγε διάφορα άσχετα με το θέμα μας, μου μίλησε περιφρονητικά για τους άντρες της ζωής της, ίσως γιατί όλοι έφευγαν. Δεν αναφέρθηκε καθόλου στον πατέρα τη Σαμάνθας.
«Εσύ είσαι πιο καλός από αυτούς», μου είπε.
Δεν μ’ ενδιέφερε η γνώμη της.
«Πού είναι τώρα η Σαμάνθα;»
«Στο Λονδίνο. Εργάζεται».
Δεν της αποκάλυψα πως πήγα να τη βρω στο Λίβερπουλ, δεν είχε νόημα.
«Μπορώ να δω μια φωτογραφία της;»
«Έλα αύριο σπίτι μου. Αύριο το μεσημέρι, θα φάμε μαζί».
Έγραψε μια διεύθυνση σ’ ένα χαρτί και μου το έδωσε.
«Θα σε περιμένω», είπε.
Φεύγοντας, της άπλωσα το χέρι σε χαιρετισμό κι εκείνη με φίλησε στο στόμα. Αηδίασα. Προτού βγω από τα γραφεία των Ανώνυμων Αλκοολικών, μου φώναξε:
«Μπιλ!»
Έστρεψα το κεφάλι προς το μέρος της.
«Ναι;»
«Αυτό που σου έγραψα σ’ εκείνο το γράμμα δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήμουν έγκυος τότε. Πήγα στην Αγγλία για να βρω δουλειά κι όχι για να κάνω έκτρωση».
Κοκάλωσα, ήθελα να τη χαστουκίσω.
«Μα, γιατί το έκανες;»
«Ήθελα να σε δοκιμάσω. Σκέφτηκα πως έτσι θα αναγκαζόσουν να έρθεις στο Δουβλίνο να μείνουμε μαζί».
Μου ’ρθε να τη στραγγαλίσω.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, ξάπλωσα στο κρεβάτι, μα δεν με έπαιρνε ύπνος. Βγήκα στο σαλόνι και κάθισα κοντά στον ξενοδόχο που έβλεπε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση. Η Μαρί μου τηλεφώνησε, ήθελε να μάθει αν έφτασα καλά. Της απάντησα ψυχρά και κλείσαμε∙ δεν μ’ ενδιέφερε πλέον, οι παλιές αναμνήσεις πέθαναν για πάντα. Το πρωί έφαγα το πρόγευμά μου κι αφού χαιρέτησα τον ξενοδόχο, του χάρισα το μπουκάλι ούζο που μου περίσσεψε. Μετά πήγα στο λιμάνι και επιβιβάστηκα στο φέρι μποτ. Στη διάρκεια του ταξιδιού, βυθίστηκα στην ανάγνωση του Οδυσσέα, το βιβλίο δεν το είχα ανοίξει ούτε μια φορά όλες αυτές τις μέρες.
Ωστόσο, δεν κατάφερα να συγκεντρωθώ. Το μυαλό μου έτρεχε στην Σαμάνθα, την κόρη που έχασα. Αν και θα ’θελα πολύ να έχω εκτός από τους δυο γιους κι ένα κορίτσι, η μοναδική κόρη της Μαρί δεν ήταν δικό μου παιδί, αυτό ήταν βέβαιο.