Ο Κος Πενθήμερος, 14.Ο Κος Πενθήμερος στο Παρίσι του 1925 με τους Αραγκόν, Τζαρά, Εγγονόπουλο

Περπατούσε σε μια πόλη, που δυσκολευόταν, ν’ αναγνωρίσει. Ένα βουλεβάρτο. Ήταν το Παρίσι. Μυρμηγκιές ανθρώπων στο βάθος. Φώναζαν. Χειρονομούσαν. Έρχονταν καταπάνω του; Τον κυρίευσε η αγοραφοβία του. Πόλη-μουσείο σκέφτηκε, για να συγκρατηθεί, να μην το βάλει στα πόδια. Αλλά, αυτός δεν είχε επισκεφθεί το Παρίσι! Δεν ήταν δυνατόν, να επισκεφτεί το Παρίσι και μάλιστα το Παρίσι του 1925.

Άκουσε καθαρά στη μοναδική ξένη γλώσσα, που γνώριζε:  » ‘Ο,τι ζει από αντανακλάσεις, ό,τι σπινθηρίζει, ό,τι χάνεται, ακολουθεί τα βήματά μου». Ήταν η φωνή μιας γυναίκας. Το χέρι της τον άδραξε από το μπράτσο, τόσο δυνατά, που νόμιζε, πως θα του άφηνε δαχτυλιές στο δέρμα, κι′ ας φορούσε ένα πολύ κομψό, μάλλινο σακάκι της δεκαετίας του ’20 – παρισινής μόδας – βέβαια. Τέτοιο θα μπορούσε, να φορά ο πατέρας του, τον οποίο δεν θυμόταν ούτε στη μορφή, ούτε στο παράστημά του. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν ξανθιά. Κατάξανθη σαν σταροχώραφο στον ήλιο. Ήταν στο ύψος του περίπου. Τον κοίταζε με τα μάτια, που του θύμιζαν γαλάζια θάλασσα στη Μεσόγειο. Ήταν πολύ μακρυά απ’ όσα του ήταν οικεία παλιότερα. Ήταν στο παρελθόν, αλλά έμοιαζε νάναι στο μέλλον.                                1425763_513311872097887_123410085_n

Ξάφνου, ο σάλος μιας σκιάς ανέβηκε ,στα πρόσωπα και τους βραχίονες της μυρμηγκιάς των ανδρών, που έμοιαζαν τώρα απειλητικοί.  Ήθελε να την προστατεύσει από το απειλητικό αυτό  πλήθος, αλλά δεν ήξερε, αν μπορούσε, να προστατεύσει ούτε καν τον εαυτό του.  «Με λένε Νάνα. Μη φοβάσαι, όταν είσαι μαζί μου. Θα σε ξεναγήσω στα επτά κομμωτήρια.

VINCENT / PIERRE /  HAMEL / ERNEST / ADRIEN / AMEDEE / CHARLES

…Θα σου διδάξω τη γεωγραφία της ηδυπάθειας, που θ’ αποτελέσει το αντίδοτο κατά της πλήξης. Θα σε ξεναγήσω στους μαιάνδρους της ηδονής. Οι κομμωτές θ’ αμολήσουν τα επιδέξια δάχτυλά τους στο κεφάλι σου. Θα σε περιποιηθούν με μοναδικό τρόπο και δεν θα τ’ απομακρύνουν, πριν φθάσουν στους κροτάφους σου, στις αυτοκρατορίες των νεύρων της κεφαλής στου. Θα νιώσεις θαυμάσια, υπέροχα, ηδονικά. Ύστερα, θάρθει η σειρά του ράφτη. Θα σου πάρει μέτρα για ένα κοστούμι. Μέσα του θα νιώσεις άλλος άνθρωπος. Θα ξεχάσεις την απόλυσή σου. Θα ξεχάσεις. Θα ξεχαστείς και όταν σε πάρω αγκαλιά, θα θυμηθείς, ό,τι αντανακλά, ό,τι σπινθηρίζει. Θα ξεχάσεις το παρελθόν και ότι από αυτό σε βαραίνει, ότι σε κρατά σ’ αυτόν τον έρημο τόπο, που λέγεται Γη. Νιώθεις ακόμη, σαν τα σκαρπίνια σου να ‘χουν μαγνήτες και να σε αναγκάζουν, να κολλήσεις στο έδαφος. Να μην μπορείς, να κάνεις ούτε βήμα. Αλλά, είσαι πάνω σε μια σφαίρα, που παφλάζει μέσα στο γαλαξιακό τοπίο. Θα χαθείς και θα ξαναβρεθείς».

Τότε μια σφαίρα τον χτύπησε και ξαναγύρισε στο πιστόλι, που την εκτόξευσε. Δεν ήξερε, αν προοριζόταν γι αυτόν ή την Νάνα, που είχε χαθεί στο μεταξύ  πάνω στη σύγχυση.

Άκουσε με ευκρίνεια:

Η νύχτα φώτιζε τη νύχτα

τη νύχτα μες στις λυκοπαγίδες της τα κύματα ζητούν ελεημοσύνη στα πουλιά

κι έκτοτε ήταν σιωπή

που καταβρόχθιζε τις πόλεις μακρυά από τους νεκρούς σιωπηλή φύλαξ της λάμπας

ροκάνιζε τους σκόρους του φωτός

δίχως άλλη πίκρα δίχως άλλη σιωπή πάρεξ το φως

κι ένα μακρύ κρεββάτι γυναικείων μαλλιών.                                                                                    cafe-et-cigarette-paris-1925-roger-viollet

Εκείνος ήταν ο κομμωτής των γυναικών, των μαλλιών, πολύχρωμων, μελαχρινών, ξανθών, καστανών, καροτί, κίτρινων. Μια φτερωτή γύριζε στην άκρη και λαλούσε μουσική νερένια και ο ποιητής που τούχε μιλήσει, ήταν ο μικρόσωμος Ρουμάνος, ο Τριστάνος Τζαρά. Ο ποιητής είχε πιάσει από το μπράτσο έναν κύριο με γυαλιά, σεβάσμιο και κάπως θλιμμένο, τον κ. Νικόλαο Εγγονόπουλο, που δεν είχε ακόμη αποκτήσει εγγόνια και τον κοροΐδευαν στις επιθεωρήσεις, όχι για τα εγγόνια, που δεν είχε, αλλά για το «Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» – την ποιητική συλλογή του. Αυτός όμως είχε πλάι του τον Τζαρά και ήταν ευτυχής, γιατί ήταν ενθουσιώδης άνθρωπος –ό,τι δεν ήταν ο κος Πενθήμερος – και μετέγραψε τους στίχους του –κάθε λέξη τους– στη γλώσσα του κου Πενθήμερου και τη δική του γλώσσα, αλλά έγραψε και δικούς του, που τους αφιέρωσε στον Τριστάνο Τζαρά και φυσικά στον κο Πενθήμερο – που μόλις τώρα αντίκρισε πρώτη φορά.

η σαρμανίτσα του ποιητού

είναι το νεκρικό κιβούρι

του

κι η κουδουνίστρα που βάζουνε

στα βρεφικά του χέρια

είναι το κυπαρίσσι

που θα φυτρώση

πάνω στον τάφο του

γιατί

–παρ’ όλες τις πικρίες που τονε ποτίζουνε–

ο ποιητής

την άρνηση του θανάτου φέρνει μαζί του

κι ακόμη

είν’ αυτός τούτος

του θανάτου η άρνηση

Ύστερα εμφανίσθηκε και τους κοίταξε και τους τρεις κατά πρόσωπο ένας κοστουμαρισμένος κύριος, πολύ σικ. Η μύτη του κάπως χοντροκομμένη, σα μικρή μελιτζάνα – χωρίς όμως το μελιτζανί χρώμα της – έριχνε τη σκιά της στην άκρη του χείλους του και έλεγε πως «έρωτας ευτυχισμένος δεν υπάρχει» και πως αυτός ( ο Λουί Αραγκόν ) είχε πει, ότι είπε αυτή, η Νάνα για τους σπινθηρισμούς και τους κομμωτές…

Τον Κο Πενθήμερο δεν τον ένοιαζε και πολύ για τον έρωτα και την ευτυχία του, αφού δεν ήταν ερωτευμένος –ίσως λίγο να χτύπησε η καρδιά του κάπως γι′ αυτήν την γοητευτική ξανθιά Νάνα, που του είχε υποσχεθεί τόσα, αλλά δεν τήρησε καμία υπόσχεση                                                                                                                                                   Andre_Kertesz_Stairs_of_Montmartre_Paris_1925_1014_55.

Το ωραίο ήταν, πως ο μονόχνωτος Κος Πενθήμερος βρισκόταν ανάμεσα σε τρεις ποιητές που ο καθένας κρατούσε και από μια ροκάνα στα βρεφικά του χέρια και μ’ αυτήν έδιωχνε μακριά τον θάνατο.

Ο κύριος Νίκος, ντυμένος τα λερά του ρούχα, γκρίζο ανθρακί κοστούμι, γεμάτο λαδιές, άσπρο πουκάμισο, κεραμιδί γραβάτα, στρογγυλός, πίνοντας λευκό κρασί, είπε μια από τις σοφίες, που έλεγε κάθε βράδυ σε μας τον Σωτήρη, το Γρηγόρη, τον Κώστα, τον Κώστα και τον άκουσε και ο ταβερνιάρης, ο μικρόσωμος Σταύρος, αεικίνητος πάντα μ’ ένα  στοίχημα στο χέρι. Μου διαφεύγει τώρα η σοφή κουβέντα του κυρίου Νίκου Οικονόμου, που έφυγε μόνος και έρημος στο στενό του διαμέρισμα κάποια περασμένα Χριστούγεννα και δεν πρόλαβε τις εκλογές, που μελετούσε από παλιά, αλλά κατάλαβε, πως  οι δυνάμεις του δεν ήταν ανεξάντλητες και κάθισε στο διαμέρισμά του, επειδή έβηχε επίμονα για μέρες και ενοχλούσε την  πελατεία του ταβερνιάρη και τον πήρε ο θάνατος και γι′ αυτόν, που δεν ήταν ποιητής, αλλά ένας ονειροπόλος, είπε ο άλλος κύριος Νίκος (ο Εγγονόπουλος) «πως είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς».

Πάντα θα δολοφονούν τους ποιητάς είτε τους λένε Νίκο, είτε Τριστάνο, είτε Λουί.

Μια χαρά ένα μέλλον

όλα ειπώθηκαν πάνου στην κλάρα

ο σάλος του πλοίου θα τον πάρει

το χαμόγελό σου κλεμμένο σαν τον άνεμο

Τα μάτια τα πιο αγνά και οι ματωμένες μέρες

όταν ανοίγω το στόμα μιλάς

και η ίδια τραγουδιέται πολύ πιο ψηλά

εκεί που δε φτάνει να πιείς

να γελάς να γελάς μέσ’ τη γη

παιδιάστικα χρόνια να διασκεδάσουν τα δάση

κι οι βουβές εμπιστοσύνες όπου πνίγηκε το στόμα σου για μένα

Το υπέγραψε ο ποιητής Τζαρά και το ενεχείρησε στον Κο Πενθήμερο. Το μονόγραψε και ο κύριος Νίκος Εγγονόπουλος, ο ποιητής από το Ελμπασάν, γιατί «εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε» κι όχι το Παρίσι. Και ήταν πια στη γειτονιά του πανευτυχής κι ας τους έχασε όλους σε μια άλλη διάσταση, όπου κανένας ως τώρα θνητός δεν είχε ξαναβρεθεί

------------------------------------------------------------

***κομμάτια κι αποσπάσματα ενσωματωμένα στο κείμενο.από τον 'Παριζιάνο Χωρικό' του Λουί Αραγκόν σε μετάφραση του Στεφανου Ν. Κουμανούδη

****στην πρώτη φωτογραφία ο Λουί Αραγκόν. Η έσχατη φωτογραφία του Αντρέ Κερτέζ.