Σειρήνες της Μητρόπολης

Ωχρός ο καθρέπτης,

δίχως ταυτότητα ο ήλιος,

οι καλύτερες αντανακλάσεις του

είναι αυτές

που νοτίζουν πρωϊνά σεντόνια

με άρρωστημένους έρωτες.

Η θλίψη

κρύο απομεσήμερο

θρυμματίζει ιδανικές αγάπες,

ο καφές

τ’ άγευστα βλέμματα

μετέωρες καρδιές

πάνω από πυρωμένες απώλειες,

η ζαχαρωμένη σηνάφεια

φοβισμένων σωμάτων,

ανάγλυφη απόσταση

αιώνων καθυστέρηση.

Σταγόνες ιδρωμένης ματιάς

στο προσκέφαλο των εραστών,

κεντημένες αποχρώσεις απιστίας

ζητούν άσυλο σε όρκους πίστης.

Και οι δρόμοι,

μοναξιές που βηματίζουν

στην αδιάφορη άσφαλτο,

χέρι – χέρι.

Στο μουσείο,

της καρυάτιδας θρήνος ακούγεται,

και τουρίστες ποζάρουν αμέριμνοι,

συλλογές από τα δάκρυα που πέφτουν.

Με ιλιγγιώδη ταχύτητα προσγειώθηκα,

δίχως φρένο σε πατώ και σ’ αγάπησα,

γοτθικός ο ρυθμός σου

με διέφθειρε,

σε αγγέλου μορφή

η απουσία σου,

το παρόν μου αδειάζει

στα πάρκα σου,

και το μέλλον μου αφήνει να φύγει,

στων σπιτιών την ψυχρή θαλπωρή σου,

να θαφτώ και να θάψω πατρίδα,

μια ιδέα σε μια πόλη απάτριδη,

επιστρέφω στου νόστου το κάλεσμα

της απόλυτης ένδοιας το χρίσμα.

 

Από τη συλλογή » χοροστάσιο», ομάδα «ΕΛΕΥΣΙΣ» 2004