Στρόβιλος 9η ιστορία

Μια ζωγραφιά. Συγκεκριμμένη. Ζωηρά αποτυπωμένη στο νου. Χωρίς όνομα. Χωρίς ημερομηνία. Σχεδόν άγνωστη. Στην πρώτη σελίδα. Κάβερ στόρυ:

«Κάποιοι άνθρωποι αφοσιωμένοι στη συζήτησή τους. Μιλούν. Οχι πως διαθέτουν καμμιά ρητορική δεινότητα, απλώς μιλούν. Για την απόλαυση της κουβέντας. Κάποιο ζώο πετάγεται και τους τραβά την προσοχή. Πότε καμμιά αποστεωμένη γάτα, πότε ένας σκύλος, που κουνά την ουρά του. Συνεχίζουν, ρίχνοντας μόνο ένα φευγαλέο βλέμμα. Το να μιλάς, τι σημαίνει; Δεν σημαίνει, πως θες, να σταθείς ο ίδιος όρθιος; Όταν θες, να αποστομώσεις το συνομιλητή σου… ό,τι πεις καυτερό τσίλι στο hot dog… »

 

Σήκωσε τα μάτια και τον κόιταξε. Το κείμενο τελειώνει απότομα. Ελλειπτικό και ημιτελές. Αφηρημένη το διάβασε φωναχτά, τονίζοντας την τελευταία λέξη, hot dog! Οι αποσκευές την περίμεναν στην είσοδο. Έφευγε. Όχι μόνη. Μαζί του. Μόνοι τους. Να ζήσουν στα σπλάχνα της θάλασσας μερικές υγρές μέρες του Ιουλίου. Για να τις ξεχάσουν μετά.

Άλέθουν, όπως ο ανεμιστήρας τον κούφιο αέρα. Σωπαίνουν. Κοιτάζονται. Ένα ρόδι. Ένα ανοιχτό πράσινο μήλο. Βυσσινί κεράσια. Ένα πεπόνι, κομμένο σε φέτες. Σπόροι από καρπούζι στη λευκή πιατέλα. Ρούχα ανακατωμένα στο πάτωμα. Ιδρώτας στο κρεββάτι.Τα σεντόνια κουβάρι. Αντί για βιβλίο η Λυδία – τώρα έχει όνομα – κρατά το χέρι του. Του χαϊδεύει το στήθος. Φτάνει στο υπογάστριο. Καβαλάει την αιχμή του, που στο μεταξύ γέμισε αίμα. Στροβιλίζονται. Οι ώρες περνούν. Σκοτεινιάζει. Εκείνος θα διατηρήσσει για λίγο ακόμη την ανωνυμία του. Ύστερα εκείνη θα του πει:   -Λοιπόν πες μου!

– Τι;

– Πες μου. Ονομάσου! Ονόμασέ μας! Λυδία φωνάζει, ενώ ανεβαίνει πάνω στην κοιλιά του, ασθμαίνοντας.

– Ορφέας.