Ο Κος Πενθήμερος,11. Χαστούκι στο γούστο του κοινού.
09/04/2015
Ο Χλέμπνικωφ πρωτοστάτησε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ΄10 στο Ρωσικό Φουτουριστικό κίνημα. Πέθανε μόλις 37 ετών το 1922 και, παρά το ότι το όνομά του Βελιμίρ ( σημαίνει στα Ρωσικά «μεγάλος κόσμος» ) και ενώ προσπάθησε, να τον αγκαλιάσει, αυτός ο κόσμος, μεγάλος ή μικρός, τον αγνόησε και τον αγνοεί ακόμη, σαν πρωτοποριακό καλλιτέχνη και σπουδαίο χιουμορίστα.
Η γλώσσα την οποία επινόησε ο Χλέμπνικωφ ονομάστηκε Ζαούμ (όπου Ζα= υπέρ, ουμ=νους). Η πρόθεση υπέρ είναι κοινή λοιπόν και στα δύο κινήματα,τον ρωσικό φουτουρισμό -αν και ο Χλέμπνικωφ δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στο κίνημα – και τον σουρεαλισμό. Η φιλοσοφία της γλώσσας αυτής – όπως γράφει ο Μίλτος Φραγκόπουλος στο «Ζαούμ» του Χλέμπνικωφ ( εκδ. Εστία ) απέρριπτε την αντίληψη, ότι οι λέξεις πρέπει, να παραπέμπουν σε άμεσα προσδιορίσιμες «εικόνες».
Στο ποίημα του Χλέμπνικωφ, «Χρησμός του Γέλιου» (Ζακλιάτε Σμιεχόμ) «το γέλιο δεν περιγράφεται αλλά, είναι παρόν μέσα στις λέξεις». Οι παραλλαγές του γέλιου (σμιεχ) γελούν.
Ω, ρασμιέιτες σμιεχατσί!
Ω, ρασμιέιτες σμιεχατσί!
σμιεχ ουσμέινιχ σμιεχατσέι!
σμιεχ νατσμέινιχ σμιεχατσέι
Ας ελπίσουμε πως το ποίημα μπορεί, να γελάσει και ελληνικά:
Ε, εσείς που γελάτε δω κι εκεί!
Γελώντας τόσο γελαστοί!
Γελάστε τώρα πέρα ως πέρα
Γελάστε τώρα γελωποί!
Ας απολαύσουμε και το χαστούκι στη δημόσια καλαισθησία, ολόκληρο, ακέραιο, αύταρκες – έτσι κι αλλιώς δεν το δεχτήκαμε εμείς.
Ένα χαστούκι στην δημόσια καλαισθησία
«Εμείς και μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο των καιρών μας. Μ’ εμάς το βούκινο του χρόνου ηχεί μέσα στην τέχνη της λέξης.
Το παρελθόν είναι κλειστό. (…)
Πετάξτε τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκυ, τον Τολστόι, κ.λπ., κ.λπ., από το ατμόπλοιο του Μοντέρνου.
Εκείνος που δεν ξεχνά την πρώτη του αγάπη δεν θα αναγνωρίσει την τελευταία του. (…)
Νίψατε τα χέρια που άγγιξαν τη βδελυρή γλίτσα των βιβλίων πού γράφτηκαν από τους αναρίθμητους Λεονίντ Αντρέγιεφ.(…)
Από τους ουρανοξύστες μας ψηλά παρατηρούμε την ασημαντότητα τους!
Διατάσσουμε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των ποιητών:
1. Να διευρύνουμε το φάσμα του λεξιλόγιου των ποιητών με αυθαίρετες και παράγωγες λέξεις (λεξιπλασία).
2. Να νιώσουμε ένα ανυπέρβλητο μίσος για τη γλώσσα που υπήρξε πριν από εμάς.
3. Να πετάξουμε με φρίκη από τα περήφανα μέτωπα των ποιητών το Στεφάνι φτηνής δόξας που Εσείς κατασκευάσατε από διακόπτες λουτρών.
4. Να σταθούμε στο βράχο της λέξης «εμείς» μέσα σε μια θάλασσα αποδοκιμασίας και κατακραυγής.
Κι αν προς το παρόν τα απαίσια ίχνη της δικής Σας «κοινής λογικής» και «καλαισθησίας» είναι ακόμα ορατά στις φράσεις μας, αυτές οι ίδιες φράσεις για πρώτη φορά αστράφτουν με τον Κεραυνό εν αιθρία του Νέου Ερχόμενου Κάλλους που γεννά η Αυτάρκης Λέξη.»
Αλλά, ούτε ο Κος Πενθήμερος δέχτηκε κανένα χαστούκι. Ήταν βεβαίως άνθρωπος του μέτρου. Εντυπωσιάστηκε από αυτήν την παράθεση αντίθεσης –μια επαναστατημένη διάθεση, μια πολεμική στο κοινόχρηστο γούστο. Από την άλλη καθότι ήταν γειωμένος στην αδήριτη πραγματικότητα, στο ρεαλισμό, όλες αυτές οι γλωσσικές ακρότητες του φαίνονταν, όσο μπορούσε, να κρίνει μέσα στην άγνοιά του –κάπως φιλολογικές– ή έστω αντιφιλολογικές. Φυσικά αυτός ο εξεγερτικός χαρακτήρας δεν τον άφηνε αδιάφορο. Πολύ περισσότερο ο πόλεμος, που ήξερε πια κι αυτός, όπως κι όσοι είχαν παρασυρθεί, πως δεν ήταν η υγεία του κόσμου.
Έπειτα, για τον κο Πενθήμερο, έναν αδαή, έναν αδιάφορο για οτιδήποτε, ήταν εξαιρετικά δυσχερές ,να μπορέσει, να εισχωρήσει μέσα σε μια άλλη εποχή και να την κατανοήσει σε όλες τις ιστορικές, κοινωνικές, πολιτιστικές της εκφάνσεις. Εκείνο που καταλάβαινε πολύ καλά, ήταν πως η εποχή βρισκόταν σ’ ένα μεταίχμιο, σε μια καμπή έμπαινε σ’ ένα στρόβιλο. Κι εκείνο που επέζησε, δεν είναι η φήμη των ιστορικών προσώπων αλλά η ίδια η εποχή. Αυτή είναι το υποκείμενο της ιστορίας σήμερα.
Ο κος Πενθήμερος δε νοσταλγούσε παρά το γραφείο του και όταν διάβασε τη φράση «η ζωή είναι ένα χάος αλλιώς είναι φυλακή» κατάλαβε, πως είχε κλείσει τη ζωή του σε μερικά τετραγωνικά ενός κελιού, καταφέρνοντας ,να βάλει τάξη στο χαώδη χαρακτήρα της ζωής.
Τώρα, που είχε «αποφυλακιστεί», ξανάμπαινε σ’ έναν χαώδη, ομιχλώδη, αδιανόητο ως χθες κόσμο όπου το στίγμα της ζωής του δεν βρισκόταν εκεί στους τέσσερις τοίχους της φυλακής του. Τώρα άλλαζε και η γλωσσική του αίσθηση. Γιατί έπρεπε, να επαναπροσδιορίσει έννοιες και σχήματα που γι′ αυτόν ήταν απολύτως δεδομένα.
Τώρα όλα θα άλλαζαν άρδην. Θα γινόταν αυτό ερήμην του; Ένιωθε, πως δεν ήταν δυνατόν, να συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο κος Πενθήμερος δεν ήταν ούτε ψυχρός, ούτε ζεστός. Ακόμη κι από τον Θεό δεν ήταν αποδεκτός. Ο Ιωάννης λέει στην «Αποκάλυψη», πως θα τον ξέρναγε τον Κο Πενθήμερο ο Θεός, αν και τούτη τη στιγμή δεν απαντούσε στην ερώτηση «Τώρα τι λες».
Αφού κι ο Θεός –μεγάλη η χάρη του– δεν θέλει τον άνθρωπο μέσα στα κοινά μέτρα. Τσαντίστηκε μαζί του κι αντί να διαβάζει το λόγο του Θεού, διάβαζε την ιστορία του σουρεαλισμού, δηλαδή την ιστορία του 20ου αιώνα.