Ο δρόμος των καβγατζήδων

Στον Δημήτρη Μπούσουλα

 

Στην Αμβέρσα πήγα για πρώτη φορά το 1969 με το «Κένταυρος» του Κουλουκουντή· ξαναπήγα το 1974 με το «Νορθ Ντάτσες» του Παπαδάκη. Η πλατεία όπου συχνάζανε οι ναυτικοί, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Τότε γύρω από την Σκίπερ Στράατ, ανάμεσα σε πορνεία, καμπαρέ και μαγεριά, υπήρχαν ελληνικά καφενεία με φλίπερ, μπαράκια με τζουκ μποξ.Υπήρχαν ακόμα φτηνά ξενοδοχεία για περαστικούς· σ’ ένα τέτοιο ξενοδοχείο είχε μείνει κι ο Νίκος Καββαδίας όταν βρέθηκε εκεί ξέμπαρκος, όπως εξιστορεί στη Βάρδια του. Την ημέρα η πλατεία έσφυζε από ζωή, την σεργιάνιζαν ξαναμμένοι και σκληροτράχηλοι άντρες που έφταναν με καράβια από κάθε χώρα του κόσμου. Αργά το βράδυ, άνοιγε ο «Κουμιώτης» και το «Ακροπόλ», όπου νόστιμες κοπέλες με τολμηρή αμφίεση περιφέρονταν ανάμεσα στα τραπέζια. Σκίπερ Στράατ στα φλαμανδικά σημαίνει δρόμος των καβγατζήδων· ο Βασίλης Λούλης, ο ναύτης-πεζογράφος, γράφει σε σχετικό διήγημά του πως σ’ εκείνη την περιοχή των αισθήσεων τις νύχτες ακούγονταν αισθηματικά τραγουδάκια, όπως η «Σαμιώτισσα» και η «Ριρίκα».

Όταν πήγα για τρίτη φορά με το “Αχιλλέας” του Πολίτη, τα πάντα είχαν αλλάξει, είδα κι έπαθα ν’ αναγνωρίσω την πλατεία. Τα ελληνικά μαγαζιά είχαν σχεδόν εξαφανιστεί κι η Σκίπερ Στράατ ήταν έρημη. Ούτε «Κουμιώτης», ούτε «Ακροπόλ», ούτε μπαράκια με τζουκ μπόξ. Κάπου εκεί υπήρχε μια ταβέρνα ονόματι «Πλάκα» και μερικές ιταλικές πιτσαρίες. Στην άκρη της πλατείας, το «Καφέ Ατενέ» ήταν άδειο. Στα γύρω στενά, πίσω από βιτρίνες, κάθονταν γυναίκες σε αναμονή, μα οι πελάτες ήταν ελάχιστοι. Τη νυχτερινή ζωή της γειτονιάς τώρα την μονοπωλούσε το «Ολύμπικ», ένα κέντρο με μπουζούκια.

Εκεί τραγουδούσε η Χριστίνα. Λεπτή, μελαχρινή, μέτριο ανάστημα, είχε σπουδάσει αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και θέατρο στη σχολή του Κουν. Η μητέρα της ήταν γιατρός. Την γνώρισα ένα βράδυ στο μπουζουξίδικο όπου ο ατζέντης της ναυλώτριας εταιρείας είχε οργανώσει πάρτι. Πιάσαμε δύο τρία τραπέζια, τα ενώσαμε και άρχισε το γλέντι. Σαμπάνιες, ψητά κρέατα, ψάρια, θαλασσινά, φρούτα. Η Χριστίνα φορούσε μια λευκή τουαλέτα και τραγουδούσε εναλλάξ μ’ έναν ψηλό. Είχε ωραία φωνή και φυσική χάρη. Το «Διώξε τη λύπη παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» του Χατζηδάκι, το είπε τρυφερά, με αίσθημα. Τόσο όμως η μουσική όσο και η ερμηνεία δεν ταίριαζαν με το σκυλομπαρόκ ντεκόρ του μαγαζιού και τους μεθυσμένους ανθρώπους που την άκουγαν. Μόλις τελείωσε το πρόγραμμά της, ο καπετάνιος τη φώναξε κοντά μας. Εκείνη μας κοίταξε όλους έναν έναν και κάθισε ανάμεσα στον καπετάνιο και σε μένα, απέναντι από τον πρώτο μηχανικό και τον εκπρόσωπο της εταιρείας. Πιάσαμε κουβέντα και έμεινα έκπληκτος από τον συγκροτημένο χαρακτήρα της. Στα λιμάνια που είχα πάει δεν μου ’χε τύχει να συναντήσω ανάλογη περίπτωση καλλιτέχνιδας. Ως τραγουδίστρια ήταν υψηλού επιπέδου και της το είπα. Ασφαλώς και το ήξερε. Τότε πώς ξέπεσες ως εδώ; τη ρώτησα. Η οικονομική πρόταση που μου έγινε ήταν δελεαστική, απάντησε, στην Αθήνα δεν είχα σταθερή δουλειά. Συνεχίσαμε σ’ αυτό το στιλ. Από την αρχή κατάλαβα πως ασκούσα έλξη πάνω της, άλλωστε γι’ αυτό κάθισε δίπλα μου. «Παντρεμένος;» ρώτησε μετά. «Ναι». «Τι ατυχία! Όλοι οι ναυτικοί είναι παντρεμένοι». «Όχι και όλοι». «Εννοώ, αυτοί που ξέρω». Παρόμοια έλξη ασκούσε αυτή σε μένα, μα ατύχησε· αισθανόμουν κουρασμένος κι επιπλέον ήμουν ακατάλληλος για ερωτοδουλειές, ανέτοιμος για ειδύλλια. Της το ξεκαθάρισα και απογοητεύτηκε. «Κρίμα!» «Πού κολλάει αυτό;» Με κοίταξε καλά καλά: «Τα μάτια σου είναι καστανά;» «Πάντα». «Σε λένε Δημήτρη;» «Ναι. Και είμαι μεγαλύτερός σου», είπα για να την αποθαρρύνω. «Κι ο πρώην μου ήταν μεγαλύτερός μου και λεγόταν Δημήτρης», με πληροφόρησε, μη θέλοντας να παραδεχτεί πως είχε χάσει το παιγνίδι. Οι άλλοι μας παρατηρούσαν συνοφρυωμένοι που δεν τους δίναμε σημασία, μα εμείς αδιαφορούσαμε. Εκείνη τους ατένιζε αφ’ υψηλού κι εγώ τους έβλεπα σαν κουνούπια· ένιωθα ευφορία δίπλα της, καμάρωνα τα νιάτα της, ζήλευα τη ζωντάνια της. Το πάρτι τελείωσε κι εκείνη γύρισε στη δουλειά της. Στο δρόμο για το καράβι ο καθένας τους έκανε κι ένα δηκτικό ή ειρωνικό σχόλιο· είχαν ενοχληθεί από την ανεξήγητη προσκόλλησή της σε μένα. Την επόμενη μέρα, ήρθε και με βρήκε· εθιμοτυπική επίσκεψη την χαρακτήρισε. Ένιωθα κολακευμένος που με διάλεξε, μα ούτε έρωτες επιθυμούσα, ούτε σεξ, ούτε τίποτα. Με τέτοιο σκεπτικό, δεν την πήγα στην καμπίνα μου, όπου υπήρχε φόβος να υποκύψω στον πειρασμό. Την οδήγησα στο σαλόνι, της έφτιαξα καφέ, την ξενάγησα στη γέφυρα, στην τιμονιέρα, στο τσάρτερ ρουμ και στην κουβέρτα. Ως εκεί. Την άλλη μέρα κάτι μ’ έτρωγε κι έτσι πήγα και την βρήκα στο κέντρο. Ήμουν μόνος, ήπιαμε, συζητήσαμε.

10968470_643008499136422_909357709239009954_n

Την επόμενη ξανάρθε στο καράβι. Ακουμπισμένοι στο παραπέτο, μακριά από ξένα βλέμματα, παρασυρθήκαμε σ’ ένα αγκάλιασμα. Έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα, σπαρτάρησε στα χέρια μου. Καθώς έγειρε στον ώμο μου και μύρισα το άρωμά της, εκστασιάστηκα. Γρήγορα συνήλθα, οπότε κατεβήκαμε στο σαλόνι και αναλωθήκαμε σε περιττές κουβέντες, μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων. Η τελευταία μας συνάντηση έγινε σε μια μπυραρία, ένα υπόγειο, όπου παλιά ήταν κελάρι· τα βαρέλια του κρασιού αποτελούσαν το ντεκόρ του μαγαζιού. Ήρθε και με πήρε από το καράβι ντυμένη στα μαύρα, λες και ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο να δείξει το πένθος της για τον προαναγγελθέντα χωρισμό μας. Εγώ φορούσα μια πράσινη μπλούζα. Ήπιαμε πολλά ποτήρια μπίρα και κάποια στιγμή, καθώς συζητούσαμε κάτω από το φως των κεριών για ταξίδια και τέχνη, με κοίταξε έκπληκτη: «Δημήτρη, τι έχουν τα μάτια σου;» «Τι έχουν;» «Είναι πράσινα!» «Μπα, ιδέα σου είναι!» Δεν ήταν ιδέα της, το ήξερα. Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι από τη Χιλή στην Ιαπωνία με το «Δωτώ» του Ανδρεάδη, κι ενώ ο Ειρηνικός είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα σαν μελάνι στυλογράφου, ο δόκιμος που καθόταν δίπλα μου στην κουπαστή με ρώτησε, Ρε συ, τι έχουν τα μάτια σου; Τι έχουν; Δεν ξέρω, να πας στον γραμματικό. Ο γραμματικός δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο: τα μάτια μου από καστανά είχαν γίνει μπλε, σαν το νερό του ωκεανού. Φεύγοντας από την μπιραρία, μου έδωσε ένα χαρτί με τη διεύθυνσή της στην Αθήνα και ένα ποίημα που κατέληγε  με το στίχο: «Δάγκωσέ με, είμαι δική σου, είμαι μήλο Παραδείσου». «Τι σημαίνει;» τη ρώτησα. «Σκέψου το», απάντησε. «Προτιμώ να τ’ ακούσω από σένα». «Αυτό που θέλω να σου πως είναι πως θα σε θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή». Δεν είπαμε τίποτ’ άλλο, δεν χρειαζόταν. Σφίξαμε τα χέρια, φιληθήκαμε σταυρωτά στο μάγουλο και το πρωί το καράβι σαλπάρισε γι’ αλλού. Κάποιοι ήταν σίγουροι πώς σμίξαμε ερωτικά. Επιχείρησα να τους πείσω πως δεν έγινε τίποτα, μα δεν με πίστεψαν. Εδώ που τα λέμε, ούτε που μ’ ένοιαζε αν με πίστευαν ή όχι. Τη θεωρούσα φίλη μου με ό,τι σημαίνει η λέξη. Πίστευα -και πιστεύω-, πως η ερωτική επαφή με μια γυναίκα δεν σε δένει μαζί της τόσο πολύ όσο η φιλία.

Ήμουν τότε λίγο πριν από τα πενήντα κι εκείνη είχε τα μισά μου χρόνια. Αν είχα παντρευτεί μικρός, μπορούσε να είναι κόρη μου. Έτσι κι αλλιώς ο γιος μου τότε ήταν έφηβος, είχε περάσει τα δεκάξι. Μπορεί κάποιος να με πει βλάκα, μα δεν με νοιάζει. Δεν νομίζω πως είναι σημαντικό που αρνήθηκα να πλαγιάσω μαζί της. Ίσα ίσα θεωρώ πως ήταν μεγάλο κατόρθωμα να νικήσω τον δαίμονα μέσα μου. Από τότε δεν την ξαναείδα, δεν προσπάθησα να τη δω, κάπου έβαλα το χαρτί με την διεύθυνσή της και δεν θυμάμαι πού. Μπορεί και να το ’σκισα. *Πριν από λίγο καιρό, βρισκόμουν στο Γενικό Κρατικό, στη λεωφόρο Μεσογείων, για μια μικρή επέμβαση. Κάποια νύχτα, κι ενώ ήμουν σε λήθαργο, ντυμένος με τα πράσινα ρούχα των χειρουργημένων, μέσα σ’ ένα θάλαμο με τέσσερα κρεβάτια κατειλημμένα από άντρες, ένιωσα δίπλα μου μια γυναικεία παρουσία. Δεν ήταν η γιατρός της βάρδιας που περνούσε να δει τους ασθενείς κι η οποία είχε πάνω κάτω την ηλικία μου. Επρόκειτο για μια νεότερη γυναίκα που φορούσε άσπρη στολή νοσοκόμας και αορίστως κάτι μου θύμιζε, κάτι προσφιλές. Έμεινε κοντά μου μέχρι τα ξημερώματα, κρατώντας συνεχώς το χέρι  μου· με ρώτησε, θυμάμαι, «Δημήτρη, γιατί τα μάτια σου είναι πράσινα;» Εγώ δεν της απάντησα, δεν είχα τη δύναμη ν’ ανοίξω το στόμα μου. Το πρωί που ξύπνησα είχε φύγει· αναρωτήθηκα ποια ήταν και ρώτησα τους άλλους ασθενείς αν την είχαν δει. Ναι, την είδαν. Ήταν η αποκλειστική σου νοσοκόμα, μου είπαν. Μα εγώ δεν ζήτησα αποκλειστική, τους δήλωσα κι εκείνοι δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν. Ώσπου άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου κι είδα το χαρτί. «Δάγκωσέ με, είμαι δική σου, είμαι μήλο Παραδείσου», έγραφε κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει άτσαλα. Τότε θυμήθηκα την Αμβέρσα, τον «Αχιλλέα», την Σκίπερ Στράατ, το μπουζουξίδικο “Ολύμπικ” Μαζί θυμήθηκα κι έναν στίχο του Καββαδία: «Σκοτώνει, πες μου ο χωρισμός; –Ματώνει, δε σκοτώνει».