Ο Κος Πενθήμερος 10.το ''Μακελειό''/ β΄

Από τη νουβέλα του Σελίν με τον ίδιο τίτλο (‘Μακελειό’) και σε πρώτο πρόσωπο:

»Ήμουνα στημένος μπροστά απ’ τη σιδεριά πολλή ώρα… Μια σιδεριά που σ’ έβαζε σε συλλογή, ένας όγκος πραγματικά γιγάντιος, μιά συστάδα από λόγχες που υψώνονταν μέσα στο σκοτάδι. Κρατούσα στο χέρι τη διάταξη πορείας. Η ώρα ήταν εκεί γραμμένη… Ο σκοπός φρουράς είχε σπρώξει ο ίδιος την πορτούλα με την κάνη του. Είχε προειδοποιήσει αυτόν που ήταν μέσα.

 –Δεκανέα! Είναι ο εθελοντής.

 – Ας μπει κι αυτός ο μαλάκας!

Ήταν καμιά εικοσαριά που κυλιόνταν πάνω σ’ άχυρο σαν εξουθενωμένα άλογα. Ταρακουνήθηκαν. Γκρίνιαξαν. Μέσα απ’ το παλτό του σκοπού φρουράς, μόλις και μετά βίας ξεπρόβαλλαν οι άκρες των αφτιών του… έτσι όπως ήταν ανακατεμένος μέσα στην πελερίνα του, σα φρουφρουριστή αγκινάρα… Είχε και μια οκά φραμπαλάδες που ‘φταναν μέχρι το πάτωμα… Ένα κρινολίνο από πιέτες. Μπήκαμε μέσα στην τρώγλη. Βρόμαγε τόσο πολύ που η μυρωδιά θα μπορούσε να ξεκάνει ολόκληρη τή φρουρά, η βρόμα σου τρύπαγε τα ρουθούνια τόσο, που ‘χανες τα μυαλά σου… Ήταν τόσο δυνατή και στυφή, που σου άλλαζε την όσφρηση… Μια έντονη βρόμα από κρέας και κατουρλιό, από καπνό και πορδές, μια μυρωδιά από ξινισμένο κρύο καφέ κι από κουράδες και κάτι άλλο ακόμα, μια οσμή στυφή, λες κι όλες οι γωνιές ήταν γεμάτες από ψόφια ποντίκια. Αυτή η μυρωδιά σου ‘κοβε την ανάσα. Μα ο άλλος, καθισμένος πλάι στη λάμπα, δε μ’ άφησε να σκεφτώ:

–Για πές μου βρε ηλίθιε, μπας και θέλεις να σου δώσω καμιά κλοτσιά για να κουνηθείς; Δώσε μου τα χαρτιά σου να δω τ’ όνομά σου, το φύλο σου… Ή μήπως και νομίζεις πώς θα καταταγείς από μόνος σου; Θες και κάνα καροτσάκι για να σε τσουλήσουμε μέχρι εδώ;Ήθελα να πλησιάσω το τραπέζι, μα ο δρόμος ήταν κλεισμένος από τα πόδια των άλλων… όλες αυτές οι μπότες με τα σπιρούνια… που άχνιζαν… αυτονών που κυλιόντουσαν στο άχυρο… Ροχάλιζαν βυθισμένοι στα όνειρά τους… Τυλιγμένοι στα παλιόρουχά τους, σχημάτιζαν ένα συμπαγές τείχος. Δρασκέλισα όλη τη στοίβα. Ο δεκανέας μ’ έκανε να ντρέπομαι.

– Για δείτε εκεί τον χαμένο! Σκέτη δεσποινιδούλα! Πιο βλάκα πολίτη δεν έχω ξαναδεί! Σκατά! Για κόπιασε πουλάκι μου!

Έτσι όπως σκόνταψα πάνω σ’ ένα σπαθί, όλη η κρεατερή μάζα βόγκηξε… Άκουγες λόξιγκες και μουγκρίσματα. Είχα ταράξει τη σιέστα τους. «Βγάλτε το σκασμό σας, κτήνη!!» Ούρλιαξε ο σκύλος. Ένας ένας οι ξαπλωμένοι σηκώνονταν για να δουν τη φάτσα μου και το ντεμί-σαιζόν κοστούμι μου, δηλαδή το κοστούμι του θείου Εντουάρ… Είχαν όλοι τους κατακόκκινα μούτρα, εκτός από έναν που ήταν μάλλον χαλκοπράσινος. Χασμουριόνταν κι άνοιγαν κάτι στοματάρες σα σπηλιές. Στο φως, με τις γκριμάτσες τους, φαίνονταν όλα τους τα δόντια, σάπια, φαφούτικα, στραβά. Παλιομασέλες σαν κι αυτές που ‘χουν τα γέρικα άλογα… Φάτσες τετράγωνες…  Χασκογελούσαν και κορόιδευαν αυτοί οι απαίσιοι έτσι όπως μ’ έβλεπαν να τα ‘χω χαμένα μπροστά στο δεκανέα. Μιλούσαν άγρια μεταξύ τους σα να καβγάδιζαν.

 Ούτε που καταλάβαινα τι ζητούσαν από μένα… Έβγαζαν κάτι μουγκρητά. Του δεκανέα του έκανε κόπο ν’ ανοίξει το φύλλο πορείας του… Του κόλλαγε στα δάχτυλα… του ‘κανε κόπο ακόμα και να διαβάσει τ’ όνομά μου. Έπρεπε να το αντιγράψει σ’ έναν κατάλογο, κι όλα αυτά ήταν πολύ κουραστικά… Τα εφάρμοζε με σχολαστική ακρίβεια.

 Ακριβώς από πάνω του, πάνω στην εταζέρα, ένα τσούρμο από κράνη, κατακόκκινα λοφία φουσκωτά, κράνη με πελώριες χαίτες, δημιουργούσαν ένα θεσπέσιο θέαμα.Ο δεκανέας με τη γλώσσα απέξω, κατάφερε εντέλει ν’ αντιγράψει τ’ όνομά μου.

 –Ιπποκόμε! Χοπ! Σάλταρε χολέρα! Άντε γιατί μυρίζει μπαρούτι! Ο παριζιάνος έφτασε! Πήγαινε αμέσως στο λοχία, ο εθελοντής! Κατάλαβες;»

      party-in-paris-1947.jpg!Blog

Στο Βερντέν το 1916 πολέμησαν 2 εκατομμύρια  στρατιώτες.  Οι μισοί σκοτώθηκαν. Στρατεύτηκαν μεταξύ των κοινών θνητών πολλοί επώνυμοι εθελοντές και από τις δύο όχθες. Ο Σελίν έμεινε ανάπηρος εφ’ όρου ζωής. Ο Απολινέρ –ο νονός– γύρισε με μπανταρισμένο κεφάλι και για να ξεδώσει έγραψε και ένα αριστουργηματικό πορνογράφημα τις 12.000 βέργες, όπου κυριαρχεί ο σαδομαζοχισμός και η σκατολογία.

Η αυταρέσκεια και η μακαριότητα που βασίλευαν πριν στην εποχή της φούσκας, στην ειρηνική περίοδο καταρρακώθηκαν. Όμως δεν πολεμούσαν άπαντες. Κάποιοι το διασκέδαζαν– κάποιοι άλλοι τους διασκέδαζαν. Οι παραδοσιακοί χώροι ήταν τα καμπαρέ όπου θριάμβευαν το ποτό, οι γυναίκες ελευθερίων ηθών – όπως ήταν ο παλιός politically correct  όρος για τις πουτάνες–οι κύριοι με την τσέπη γεμάτη μόνο χαρτονομίσματα– ο ντανταϊστής Γκροτς τους παρουσιάζει να φορούν αντί καπέλα δοχεία νυχτός. Χαμένες υπάρξεις που βουλιάζουν  στη λαγνεία αλλά και την απόγνωση, καλλιτέχνες, εργάτες, αεριτζήδες, λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, τραβεστί προαγωγοί, στα ντάνσινγκ, τα καφενεία. τα βαριετέ, στα θέατρα όπου δεν έφθαναν τα αέρια  από το Δυτικό μέτωπο και η μπόχα των σηπώμενων πτωμάτων από τα χαρακώματα, όπου διαβίωναν καθημερινά οι στρατιώτες, οι οποίοι πολύ γρήγορα άρχισαν να λιποτακτούν.

Φόβος και σύγχυση επικρατούσε. Αλλά και η ελπίδα πως κάποτε το μακελειό, η σφαγή θα τελειώσει. Ενώ λοιπόν κάποιοι απλώς γονάτιζαν και προσεύχονταν στο Μεγαλοδύναμο που δεν έδινε καμία σημασία στο θυσιαζόμενο ασκόπως ποίμνιό του –σκεπτόταν φαίνεται με ποιανού το μέρος να πάει– κάποιοι επινοούσαν ένα νέο -ισμό κι ένα στιλ ενάντια στο γούστο του κοινού. (χαστούκι στο κοινό γούστο).

«Βρίζοντας το κοινό» όπως θα ‘λεγε αρχές της δεκαετίας του’70  ο Πέτερ Χάντκε- από τους ελάχιστους πολέμιους της εισβολής των Αμερικανών στη Γιουγκοσλαβία το 1998. ‘Ενα χαστούκι στο κοινό γούστο όπως διακήρυττε νωρίτερα ο Χλέμπνικωφ που έζησε και ζει ακόμη σήμερα στη σκιά του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και επινόησε μια νέα γλώσσα –όχι σαν αυτή του 1984 του Όργουελ, ένα νέο αλφάβητο του Χιούμορ– ένα αλεξικέραυνο που εκτόξευσε ενάντια στην ανθρώπινη ηλιθιότητα, την αλαζονεία την αυτάρκεια, τον κυνισμό, τον εθνικισμό και το μεγαλοϊδεατισμό.