Νικόλαος Γαλάτης, προδότης ή πατριώτης; 1ο μέρος

Το καλοκαίρι του 1814 συναντήθηκαν στην Οδησσό, μια ρωσική πόλη με έντονο το ελληνικό στοιχείο, τρεις αφανείς Έλληνες, ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα (υπάλληλοι εμπόρων), και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα (γιος εμπόρου και διανοούμενος), για να συζητήσουν τη δημιουργία μιας οργάνωσης που θα είχε σκοπό την επανάσταση και στη συνέχεια την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Η οργάνωση που ονομάστηκε Φιλική Εταιρία είχε συνωμοτικό χαρακτήρα και δημιουργήθηκε στα πρότυπα των μυστικών εταιρειών της Ευρώπης, ιδιαίτερα εκείνης των καρμπονάρων της Σικελίας. Ο Ξάνθος που ήδη ανήκε σε στοά ελευθεροτεκτόνων καθόρισε τον συνωμοτικό οργανισμό της Εταιρίας, δηλαδή τον τρόπο μύησης, τους βαθμούς της ιεραρχίας, τα μυστικά σημάδια και άλλα στοιχεία. Ένας από τους μυστικούς τους κώδικες ήταν τα συνθηματικά τους ονόματα με τα οποία υπέγραφαν τις επιστολές τους. Χρησιμοποιούσαν τα κεφαλαία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου ενωμένα με το γράμμα Α, που σήμαινε την “Αρχή”, δηλαδή την ηγεσία της Εταιρίας. Ο Τσακάλωφ ήταν ο ΑΒ, ο Σκουφάς ήταν ο ΑΓ, ο Ξάνθος ήταν ο ΑΔ.

Ωστόσο, οι ιδρυτές της Εταιρίας και στη συνέχεια τα υπόλοιπα μέλη της τα οποία μυήθηκαν στους μυστικούς σκοπούς της, εκείνα που ανέλαβαν να διαδώσουν το έργο της διασκορπισμένα σε όλη την Ευρώπη, δυσκολεύτηκαν πολύ, διότι δεν κατόρθωναν να κερδίζουν την εμπιστοσύνη των ομογενών στους οποίους απευθύνονταν. Εκτός από την αδιαφορία, συχνά αντιμετώπιζαν την ειρωνεία και τον εμπαιγμό. Στο πλαίσιο της μύησης όσο το δυνατόν περισσότερων Ελλήνων στην οργάνωση και μάλιστα επιφανών, στέλνονταν πολλά στελέχη σε διάφορες πόλεις με την ιδιότητα του καθοδηγητή, του “απόστολου”. Ταυτόχρονα καλλιεργήθηκε έντονα η φήμη ότι πίσω από τη Φιλική Εταιρία βρίσκονταν η Ρωσία, κράτος ορθόδοξο, μεγάλη δύναμη, και αντίπαλος της Τουρκίας, και μάλιστα ο ίδιος ο τσάρος Αλέξανδρος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στάλθηκε στη Ρωσία ο Κυριάκος Καμαρινός, έμπιστος του μπέη της Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη, για να πάρει σίγουρες πληροφορίες. Όταν συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, για να του παραδώσει μιαν επιστολή, ο κερκυραίος διπλωμάτης αρνήθηκε την ανάμιξή του στη Φιλική Εταιρία, και μάλιστα την αποδοκίμασε, λέγοντας ότι οδηγεί το ελληνικό έθνος στην καταστροφή. Αφού συνέστησε στον Καμαρινό να απόσχουν οι Έλληνες της Πελοποννήσου από κάθε επαναστατική ενέργεια, του έδωσε και μια επιστολή με ανάλογο περιεχόμενο για να δοθεί στον Μαυρομιχάλη. Οι ηγέτες της Εταιρίας, διαβλέποντας τον κίνδυνο που περιέκλειε η παράδοση της επιστολής αποφάσισαν να εξοντώσουν τον Καμαρινό, ο οποίος απειλούσε να αποκαλύψει την απάτη σε βάρος του ελληνικού έθνους. Πράγματι, ενώ αυτός βρισκόταν τον Προύθο, κατευθυνόμενος σε λιμάνι του Εύξεινου Πόντου για να επιβιβαστεί σε καράβι για να επιστρέψει στην Ελλάδα, άνθρωπος της Εταιρίας κατά διαταγήν του Αλέξανδρου Υψηλάντη τον έριξε στο ποτάμι, όπου πνίγηκε μαζί με τις επιστολές και τα έγγραφα που μετέφερε. Η δολοφονία του Καμαρινού δεν ήταν η πρώτη που διαπράχτηκε από τη φιλική Εταιρία ώστε να προφυλαχθούν τα μέλη της από τους κινδύνους σύλληψης και να μη δημοσιοποιηθούν οι επαναστατικοί σκοποί της, Μια άλλη ήταν εκείνη του Νικόλαου Γαλάτη, η οποία οργανώθηκε και διατάχθηκε από τον ίδιο τον Τσακάλωφ.

Ένας ευφυής τυχοδιώκτης

Ο Νικόλαος Γαλάτης γεννήθηκε στην Ιθάκη από οικογένεια ευγενών, σύμφωνα με αρκετές πηγές. Ο ίδιος έλεγε πως ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και μάλιστα ότι είχε συγγένεια με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Φεβρουάριο του 1816, σε ηλικία 27 ετών,  βρέθηκε στην Κέρκυρα και για άγνωστους λόγους συνελήφθη από τους άγγλους και υπεβλήθη σε ανάκριση, κατά την οποία αποκαλύφθηκε ότι είχε υπηρετήσει με την ιδιότητα του γραφέα τον Αλή Πασά. Είχε σπουδάσει στη Σμύρνη και στην Έφεσο και περιπλανήθηκε στη Μικρά Ασία. Από την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη κι από κει έφθασε τον Ιούλιο στην Οδησσό. Ευφυής, ευπαρουσίαστος, με γνώσεις ξένων γλωσσών, με καλούς τρόπους και ευφράδεια πλησίασε τον Σκουφά, ο οποίος τον θεώρησε ικανό να γίνει κι αυτός απόστολος των ιδεών της Φιλικής Εταιρίας. Όχι μόνο τον μύησε στην Φιλική Εταιρία, μα τον έβαλε και στην κορυφή της ηγεσίας της, δίνοντάς του, σύμφωνα με τον Ελευθέριο Μωραϊτίνη Πατριαρχέα, τα στοιχεία ΑΔ (τα οποία αργότερα δόθηκαν στον Ξάνθο). Για να ισχυροποιήσει τη θέση του στην Εταιρία, αλλά και για να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του, ο Γαλάτης έστειλε ένα γράμμα στον Καποδίστρια, στο οποίο του έγραφε ότι θέλει να του ανακοινώσει κάτι σημαντικό. Ο Καποδίστριας τον προσκάλεσε στην Πετρούπολη κι ο Γαλάτης εφοδιασμένος από τον Σκουφά με συστατικές επιστολές προς διάφορα πρόσωπα έφτασε στη Μόσχα. Έχοντας προσθέσει στο όνομά του τον τίτλο «κόμης του Ελληνικού Έθνους», παρουσιάστηκε στον πρώην Μεγάλο Δραγουμάνο της Πύλης και ηγεμόνα της Μολδαβίας, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Φιραρή, στον οποίο μίλησε για τη Φιλική Εταιρία. Στις 7 Οκτωβρίου του 1916 κατάφερε να μυήσει τον Μαυροκορδάτο στην Εταιρία, τον έκανε ιερέα, αποσπώντας του μια συνδρομή 100 ρουβλίων, τα οποία ουδέποτε μπήκαν στο ταμείο της.

Η πρώτη επιτυχία έφερε κι άλλες. Ο Γαλάτης μέσα σε λίγες μέρες μύησε δύο γιαννιώτες μεγαλεμπόρους, τον Νικόλαο Πατζιμάδη και τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, αλλά και τον πάμπλουτο Μάνθο Ριζάρη από το Ζαγόρι της Ηπείρου (τον ιδρυτή της Ριζάρειου Θεολογικής Σχολής). Από όλους έπαιρνε γενναίες εισφορές, τις οποίες όμως κατακρατούσε. Όταν έφθασε στην Πετρούπολη, συνδέθηκε με τον Χριστόφορο Περραιβό, τον σύντροφο του Ρήγα Φεραίου, που είχε εκδώσει την ιστορία της Πάργας και του Σουλίου, και τον Δημήτριο Αργυρόπουλο από τη Θεσσαλονίκη. Μετά, επισκέφτηκε τον Καποδίστρια, που θέλοντας να τον εντυπωσιάσει  (φορούσε την λαμπρή στολή της Ιονίου Εθνοφυλακής και αυτοσυστήθηκε ως κόμης), τον διαβεβαίωσε ότι τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας στη σκλαβωμένη Ελλάδα ανέρχονταν σε χιλιάδες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μόνο δύο: ο Ξάνθος στην Κωνσταντινούπολη και ο Άνθιμος Γαζής στις Μηλιές του Πηλίου. Ο νεαρός Ιθακήσιος δεν έκανε καλή εντύπωση στον Καποδίστρια, ο οποίος γράφει: « …Η εμφάνισίς του, οι τρόποι του, και οι πρώτοι του λόγοι με έκαμαν κατ’ αρχάς να νομίσω ότι ο νέος ούτος ήτο τυχοδιώκτης…» Ο Καποδίστριας όχι μόνο αρνήθηκε να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας και να αναλάβει τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά διέκοψε τον συνομιλητή του με αγανάκτηση. Τον συμβούλεψε μάλιστα να επιστρέψει στον τόπο του και να πει σ’ εκείνους που τον έστειλαν να σταματήσουν κάθε περαιτέρω δράση για να μη συμπαρασύρουν στον όλεθρο «το αθώον και δυστυχές έθνος των».

Στη συνέχεια, ο Καποδίστριας ενημέρωσε τον τσάρο για την επίσκεψη και εισηγήθηκε την απέλασή του. Ο τσάρος ενέκρινε την πρόταση του υπουργού του, του συνέστησε όμως να τον ξαναδεί για να μάθει περισσότερα για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρίας. Τις ίδιες μέρες, ο διευθυντής της αστυνομίας της Πετρούπολης, ο ελληνικής καταγωγής στρατηγός Γοργόλης, έδωσε αναφορά στον τσάρο, με την οποία του καθιστούσε γνωστό ότι ο Γαλάτης μιλούσε σε όλους για τα συνωμοτικά του σχέδια. Λέγεται ότι τον πρόδωσε στις αρχές μια Ρωσίδα ελαφρών ηθών, πράκτορα της μυστικής αστυνομίας,  με την οποία σχετιζόταν. Τότε ο τσάρος διέταξε τη σύλληψη του Γαλάτη (μαζί του πιάσανε τον Περραιβό και τον Αργυρόπουλο, τους οποίους απέλυσαν την επόμενη μέρα, δίνοντάς τους μάλιστα και αποζημίωση), με αποτέλεσμα να πέσει στα χέρια της αστυνομίας όλο το μυστικό υλικό της Φιλικής Εταιρίας.

Ο Καποδίστριας, μαθαίνοντας τη σύλληψη του Γαλάτη ταράχτηκε περισσότερο. Έγραψε λοιπόν ένα γράμμα στον τσάρο, στο οποίο του έγραφε πως οι συνέπειες από αυτό το γεγονός θα ήταν θλιβερές, τόσο για τους Έλληνες που είχαν αναμιχθεί στην Εταιρία, όσο και για τον ίδιο, διότι θα πληροφορούνταν τα καθέκαστα οι Τούρκοι αλλά και οι Άγγλοι με τους οποίους διατηρούσαν καλές σχέσεις. Στη συνάντηση που είχαν εν συνεχεία οι δύο άνδρες αποφασίστηκε να απολυθεί ο κρατούμενος και να μην κοινολογηθεί η σύλληψή του. Έτσι, σε λίγο ο Γαλάτης έφυγε με συνοδεία για τη Μολδαβία με ρώσικο διαβατήριο και το όνομα Κωνσταντίνος Αλεξιανός. Θα παραδινόταν στον πρόξενο της Ρωσίας και από εκεί θα τον έστελναν με ασφάλεια στην Ελλάδα.

Όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, τόσο ο Καποδίστριας όσο και ο τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος διαπνεόταν από φιλελληνικά αισθήματα, ή ήθελε να εμφανίζεται ως προστάτης των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μη μαθευτούν τα επαναστατικά σχέδια της Φιλικής Εταιρίας. Και οι δύο γνώριζαν τα πάντα για πρόσωπα και πράγματα, κι αρκούσε μια διαταγή για διαλυθεί η Εταιρία, κάτι που δεν θέλησαν να πράξουν.

Μόλις ο Γαλάτης έφθασε στο Ιάσιο της Μολδαβίας και ο πρόξενος Πινί του μήνυσε να παρουσιαστεί, εκείνος πανικοβλήθηκε. Νόμισε πως θα τον παρέδιδαν στους Τούρκους ως εγκληματία με αποτέλεσμα τη θανάτωσή του. Ο γραμματέας όμως του ρωσικού προξενείου, ο Γιώργης Λεβέντης, όχι μόνο δεν του ανακοίνωσε την παράδοσή του, αλλά του έδωσε μια επιστολή του Καποδίστρια και 5000 γρόσια εκ μέρους του τσάρου. Την ίδια μέρα όλη η πόλη του Ιασίου πληροφορήθηκε το γεγονός. Έχοντας θάρρος τώρα και αυτοπεποίθηση, ο Γαλάτης ξανάρχισε να κατηχεί κι άλλους στα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας και να συγκεντρώνει κι άλλες χρηματικές προσφορές. Κατάφερε μάλιστα να μυήσει τον Θεόδωρο Νέγρη, γραμματέα του ηγεμόνα της Μολδαβίας, και τον ίδιο τον Λεβέντη, καταγόμενο από το Κορακοβούνι της Κυνουρίας, γιο του Θεόδωρου Λεβέντη που είχε αγωνιστεί στην επανάσταση του 1770.