Ο Κος Πενθήμερος, 8.Τα παιδικά χρόνια του Πενθήμερου και η γίδα

Όταν απολύθηκε καμία σκέψη δεν κυκλοφορούσε στο αποψιλωμένο του κρανίο. Τώρα είχε αρχίσει να ξεθαρρεύει. Πριν δεν αγαπούσε καν τον εαυτό του. Αγαπούσε τη δουλειά. Αυτή που του έλαχε να κάνει. Αυτήν που είχε πέντε μέρες την εβδομάδα. Μ’ αυτή ξυπνούσε με τη σκέψη της τον έπαιρνε ο ύπνος. Ούτε όνειρα  έβλεπε. Κι αν έβλεπε δεν τα θυμόταν. Κι όταν ξυπνούσε αλαφιασμένος στη μέση της νύχτας έβλεπε πάντα τον ίδιο εφιάλτη. Μια μορφή από το παρελθόν. Κάτι ανάμεσα σε γυναίκα και γίδα. Μια γυναίκα, μάλλον, που έμοιαζε με γίδα. Στο πηγούνι είχε τρίχες που κοιτούσαν το καρύδι του λαιμού της. Τα βυζιά της ήταν αχαμνά. Τα πόδια της ήταν λιπόσαρκα αλλά γυμνασμένα– κράταγαν καλά το βάρος της, ωστόσο ανάμεσά τους δεν φύτρωνε κανένα όργανο ούτε γυναικείο, ούτε αντρικό. Η πλάτη της ήταν γυρτή και στην καμπούρα της, αυτό το άφυλο πλάσμα, κουβαλούσε μια πάνινη τσάντα κι από το βάρος αγκομαχούσε. Το περιεχόμενό της παρέμενε μυστικό εφτασφράγιστο για τον μικρό πενθήμερο που τότε δεν λεγόταν έτσι– είχε όνομα. Τον έλεγαν Μάχο, έτσι, δηλαδή, τον φώναζε η μητέρα του χαϊδευτικά. Ολόκληρο τ’ όνομά του  ήταν Τηλέμαχος. Και η παράξενη γιδόμορφη γυναίκα δεν ήταν εφιάλτης αλλά πραγματικότητα. Ήταν πραματευτής βοτάνων, έκανε και γιατροσόφια.  Προφήτευε τα μελλούμενα και οι δεισιδαίμονες  πίστευαν τις προφητείες της.  Ό Μάχος αντί να γίνει ένας έφηβος-μαχητής έγινε ένας πιστός εργαζόμενος που δεν ερευνούσε καμία πτυχή της κατάστασής του. Η γιδόμορφη μάγισσα ήταν ο πρώτος αληθινός εφιάλτης του. Την έβλεπε να εισβάλει στο σπίτι του από τη βαριά σιδερένια πόρτα με το αδιαφανές τζάμι που το ξεχνούσαν καμιά φορά ανοιχτό. Την έβλεπε στ’ αλήθεια έτσι σκυφτή, κυρτωμένη από το βάρος της πραμάτειας της να πιάνει τα κάγκελα με τα γερά της δάχτυλα σαν να ‘ταν κάγκελα ενός κελιού και ήθελε να τα ξεριζώσει. Αυτό τον έκανε να πιστέψει πως εκείνος ήταν  φυλακισμένος μέσα σ’ ένα αχανές σπίτι βαρυφορτωμένο με τεράστια έπιπλα, ένα σπίτι που επισκέπτονταν πολλοί και διάφοροι. Όταν φοβόταν πως θα τους επισκεφθεί η γιδόμορφη εμπόρισσα εξαφανιζόταν στα πίσω δωμάτια. Ένα βράδυ άκουσε τη φωνή της. Δεν ήταν φωνή ανθρώπινη. Ήταν ένα κακαριστό γέλιο κι ύστερα  κλάμα. Ανάμεσα κάτι μπερδεμένα λόγια: Άρμαλα… και Πόρανα… και Βέλμα– κι   ανακατεύεις μέσα στο τσουκάλι μια σούπα από κόκαλα. Κι ένα παλούκι την… παλουκώνει. Και τα πίσω δωμάτια ήταν τόσο σκοτεινά κι αυτός πίστευε πως σε λίγο θάρθει η συντέλεια και καθόταν ήσυχος κρατώντας την αναπνοή του.10488036_833810406678214_3596537467348328920_n

Τώρα που είχε χρόνο ακόμη και για ονειροπόληση δεν μπορούσε να ονειροπολήσει. Δεν γνώριζε αυτή τη διαδικασία. Κι αν λεγόταν κάποτε Τηλέμαχος ή Μάχος  αυτό ήταν κάποτε, πριν αρχίσει να δουλεύει πέντε μέρες την εβδομάδα. Ο Μάχος ήταν ένα παρελθόν κρυμμένο σ’ ένα σεντούκι στο υπόγειο που αν υπήρχε θα το επισκέπτονταν ποντίκια,  και το υπόγειο θα ήταν γεμάτο αράχνες. Έτσι αποφάσισε για τον παλιό εαυτό του ο κος Πενθήμερος και τα φοβισμένα παιδικά του χρόνια. Καθόταν τώρα μισοξαπλωμένος και διάβαζε ένα βιβλίο για τον Περικλή Γιαννόπουλο κάποιου συνεπώνυμού του που φαίνεται να τον ήξερε καλά. Έτσι παράφορος άνθρωπος που ήταν, ίσως να φοβόταν την τρέλα όπως όσοι ψάχνουν το απόλυτο και αναμετριούνται μαζί του, όσοι επιμένουν να μην ιδιωτεύουν, όσοι δεν έχουν μέτρο και δεν καταφέρνουν να ισορροπήσουν τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα τους, όσοι δεν σκέπτονται και δεν ενεργούν όπως η φυλή των κοινών θνητών, όσοι ονειρεύονται, όσοι θέλουν ν’ αφήσουν έντονη τη σφραγίδα τους «όσοι ζωντανοί…»

11017862_905539592830203_671744515249881335_n

Ξάφνου ένιωθε σαν να πήρε διεγερτικό. Άρχισε να κάνει βόλτες στο υπνοδωμάτιο. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. «Όσοι ζωντανοί». Αυτό δεν ήταν του Γιαννόπουλου αλλά του επιστήθιου φίλου του Ίωνα Δραγούμη που δολοφονήθηκε το 1920 από θερμοκέφαλους Βενιζελικούς. Έτσι κι οι δυό οραματιστές χάθηκαν πριν τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο αισθητικός κι ο πολιτικός. «Εγώ μια φορά θα ζήσω. Κι όταν περάσει η νεότης, τα ρέστα σας τα χαρίζω. Δεν έχω σκοπό να φάω τα νειάτα μου με σας Την μόνην δόξαν που εζήλευσα είναι η δόξα των φιλιών. Θέλω να αισθάνομαι το κεφάλι μου άδειο, κούφιο, φορτωμένο με το στεφάνι των φιλιών».   ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΝΕΟΣ   Το τελευταίο τον συγκλόνιζε τον Κο Πενθήμερο, ήταν μια κραυγή και τότε που την ξεστόμιζε ο Γιαννόπουλος λίγοι πίστευαν πως θα την πραγματοποιήσει. Μετά το «υπάρχει ένα καθήκον εις τον τόπον αυτόν», μετά το εγκώμιο του ελληνικού φωτός, μετά την έκκλησιν στο Πανελλήνιον Κοινόν απελευθερώνεται μοιάζει να πιστεύει πως τώρα είναι ελεύθερος από το βάρος του προορισμού και γρήγορα ζητά: Ένα άλογο: «Το άλογο το άλογο: αυτός είναι ο θάνατος. Να καβαλικέψεις ένα άλογο και πήδησες από τη μια ζωή στην άλλη!»

     Ο συντάκτης της εφημερίδας «Εμπρός» χαρακτήρισε τον Γιαννόπουλο «φύση καλλιεργημένη πολλών αιώνων» εξαιτίας της καταγωγής του από τη μεριά της μητέρας του που   καταγόταν  από αριστοκρατική βυζαντινή οικογένεια. Ο Γιαννόπουλος εβάδισε στα κρύα νερά του Σκαραμαγκά. Αυτοπυροβολήθηκε και βούλιαξε στην ιλύ του βυθού όπου παρέμεινε 15 μέρες αλλά όχι για πάντα όπως το ήθελε. Όταν βρέθηκε το πτώμα δεν υπήρχαν οφθαλμοί. Τα ιριδίζοντα μάτια του είχαν χαθεί στην λάσπη του βυθού ή επέπλεαν πλάι –πλάι σαν αχώριστο ζευγάρι στον αφρό του Σαρωνικού. Πάνω στο κλειστό βιβλίο ο Κος Πενθήμερος βρήκε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και πρόσεξε πως πάνω στα σκουλαρίκια υπήρχαν δυο γαλανές χάντρες που έμοιαζαν με τα χαμένα μάτια του Περικλή Γιαννόπουλου. Έτσι ο Περικλής Γιαννόπουλος πραγματοποίησε την απειλή του. Όχι μόνο αυτοχειριάσθηκε αλλά από την πολυήμερη παραμονή στο βυθό του Σκαραμαγκά έχασε το πολυτιμότερο εργαλείο του. Τα μάτια του που έβλεπαν μόνο στο φως. Η απειλή συνίστατο στη φράση: Εγώ θα πω όσα έχω να σας πω.  Αν θέλετε πάρτε τα. Αν όχι. Τύφλα σας. Οι αποδέκτες που δεν ενωτίσθηκαν το μήνυμα του, και ήταν οι περισσότεροι, έμειναν τυφλοί, αλλά  τυφλώθηκε κι ο ίδιος. Η τυφλότητα κράτησε χρόνια. Γι’ αυτό ο Πενθήμερος δεν είχε ακούσει και πολλά πράγματα για τον αυτόχειρα του Σκαραμαγκά. Ξαναδυνάμωσε το ραδιόφωνο. Μια γυναικεία φωνή έλεγε, έλεγε στάζοντας γλυκύτητα. Ήταν, μάλλον, ένα διήγημα.11034231_1560565164214421_9042080018646738119_n

Ένα παραμύθι για παιδιά αλλά και για μεγάλους. Όπως όλα τα παραμύθια άλλωστε.  Ο Κος Πενθήμερος είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις. Ανακάλυψε λοιπόν μια σειρά  φράσεων δικής του επινόησης και το παραμύθι ακούστηκε κάπως έτσι:

Σκάει μέσα στο πυρετικό βλέμμα της το ραδιόφωνο που το ξύπνησε η αυγή, που το κοίμισε το λυκαυγές και τρώει το άρωμα της ώρας. Πέφτει και διασχίζει το δρόμο που πήρε ο Κος Πενθήμερος όταν έγινε ενήμερος για την απόλυσή του. Το συμπονετικό αηδόνι  κουβαλάει κάτι ανάμεσα στα φτερά του . Χαμογελάει στο μαχαίρι που κομματιάζει ένα λευκό ζωντανό πλάσμα σαν να ήταν πράσο. Ενώ στο λιμάνι ένα πηγάδι όχι πολύ βαθύ  κατάπιε την κραυγή του τριαντάφυλλου που μύρισε ο νέος κι έγινε κόκκινο απ’ τ’ αηδονιού το αίμα, γιατί εκείνο τρυπήθηκε από τ’ αγκάθι της κακορίζικης τριανταφυλλιάς και στη θέση του άνθισε ένα κορίτσι την επομένη. Αλλά ο νέος ποτέ δεν το απέκτησε. Το κορίτσι φορούσε ένα χρυσό περιδέραιο κι ο Περικλής Γιαννόπουλος  που μετέφρασε  το παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ(''Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο'') φόρεσε το λοφίο του και μπήκε στην κρύα ανοιξιάτικη αλλά φιλόξενη γι αυτόν θάλασσα του Σκαραμαγκά…