Ο Κος Πενθήμερος 7. Όπου ακούει για την αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου
04/03/2015
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ωστόσο το ραδιόφωνο συνέχιζε ακάθεκτο όσο ο κύριος Πενθήμερος ακολουθούσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
Ο Π.Γ έλεγε, πριν την αυτοκτονία του έκανε πρόβες ,πήγαινε και ξαναπήγαινε στον Σκαραμαγκά υπολογίζοντας με ακρίβεια τα πάντα στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα έγραψε: πέστε πως χάθηκα μην πείτε τίποτα για τον τρόπο που διάλεξα να φύγω. Θέλω ο τάφος μου να ‘ναι ο βυθός, μη μ’ ανασύρετε. Διαβάστε μόνο την «Έκκλησιν» και το «Ελληνικόν πνεύμα», τα βιβλία μου. Γι’ αυτά κόπιασα και δεν είχαν την απήχηση που περίμενα. Όμως θα’ ρθουν άλλοι μετά από μένα και θα τα πουν καλύτερα από μένα. Μην πείτε πως ήμουν μόνο ένας εστέτ, αλλά ένας Έλληνας με συνείδηση, ένας αισθητικός από ανάγκη– που είχε έναν προορισμό ν’ ακουστεί ο λόγος του γιατί πίστευε σ’ αυτό ακράδαντα.
Ήμουν κήρυκας της ελληνικότητας αλλά συνέβαλα και στην προετοιμασία της επανάστασης στο Γουδί.
Ο κύριος Πενθήμερος είχε από ώρα επιστρέψει και το αυτί του ήταν στα ηχεία του ραδιοφώνου.
από αυτό το υπερώο απέναντι από το θέατρο του Διονύσου ο Περικλής Γιαννόπουλος ατένιζε κάθε πρωί την Ακρόπολη.
{ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ:από πού έχει επιστρέψει ο Γιαννόπουλος ο συγγραφέας δε μας το λέει. Προφανώς το δακτυλόγραφο παράπεσε. Προφορικώς μου εξομολογήθηκε πως το έχασε και δεν μπόρεσε να το ξαναγράψει. Μλλον όμως ακύρωσε το συγκεκριμένο σημείο όπου ο κ. Πενθήμερος λαβαίνει ένα βουβό τηλεφώνημα και για λίγο διακόπτει την ακρόαση ή – πιθανότερο, ακούει ένα τηλέφωνο να χτυπάει απεγνωσμένα μέσα στη νύχτα και ακολουθώντας το κουδούνισμα βρίσκεται σε πλαϊνό διαμέρισμα ωστόσο το διαμέρισμα είναι άδειο και το τηλέφωνο στο πάτωμα κουδουνίζει. Είναι το πρώτο δείγμα αδιακρισίας ή ενδιαφέροντος για κάτι που δεν τον αφορά. Φυσικά σηκώνει το ακουστικό αλλά η γραμμή είναι νεκρή. ΓΥΡΊΖΟΝΤΑς ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΊ ΤΗ ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΤΗς ΕΚΠΟΜΠΉς:}
Τι μυστήριο πράγμα αυτός ο άνθρωπος; Κάτι είχε ξανακούσει γι’ αυτόν, αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Είχε ένα από τα κοινότερα επώνυμα στην ελληνική επικράτεια. Ωστόσο το’ νιωθε δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε Γιαννόπουλος. Ήταν κάτι ιδιαίτερο. Ένας Άδωνης που οι γυναίκες έπεφταν στα πόδια του κι αυτός ερωτεύτηκε τη ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου. Του πρόσφεραν θέσεις αργομισθίας κι αυτός τις αρνήθηκε. Γνωστοί, φίλοι και συγγενείς τον περιέβαλαν με τη φιλία τους κι αυτός απομονώθηκε σ’ ένα σκοπό. Δεν έβρισκε σε τίποτα παραμυθία. Κι ο έρωτας για τη Λασκαρίδου αναλώθηκε, κάηκε όπως το πορτρέτο που φιλοτέχνησε για κείνον στον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Εκείνη κυκλοφορούσε με πιστόλι στις ερημιές για να προστατευτεί κι εκείνος ανέβαινε καταμεσήμερο στην Ακρόπολη. Αλλά το φως ήταν φιλικό μαζί του, προστατευτικό, θαρρείς κι ένα διάφανο κουκούλι εμπόδιζε τις ακτίνες του ήλιου να φθάσουν στα ακάλυπτα σημεία του σώματός του και να τα πυρπολήσουν.
Δάκρυα σου φέρνω και τραγουδώ τα σκορπισμένα δάκρυα/ Ο πόνος μου για σένα είναι βαρύς και κρύοςσαν το σίδερο./Η ομορφιά σου είναι πληγή στο πλευρό του κόσμου./ Αίμα σου φέρνω και τραγουδώ το αίμα το σκορπισμένο.{ ΑΠΌ ΤΟ ΠΟΊΗΜΑ του Σιντνεϊ Κήζ,Θρήνος για τον Άδωνη/ μετάφραση Γιώργου Σεφέρη}
Επιτέλους ο κύριος Πενθήμερος αποτολμούσε σκέψεις καθόλου ευκαταφρόνητες. Περίπου ποιητικές. Τον είχε συνεπάρει το όραμα αυτού του πανώριου Πατρινού που από τη βροχερή πόλη με το μεγάλο λιμάνι, πήγε στο Παρίσι, εγκατέλειψε το μάθημα ανατομίας και τον τρανό Σαρκώ. Αυτός που ήταν άνθρωπος του μέτρου, που μετρούσε τις πέντε μέρες της εβδομάδας στα πέντε του δάχτυλα και ανακουφιζόταν όταν κατευθυνόταν στο γραφείο του, που τρόμαζε μπροστά στη σκέψη πως θα γυρνούσε μόνος του στο άδειο σπίτι, κατανοούσε πως ο αισθητικός και αισθαντικός Π.Γ είχε χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου κι ας μιλούσε με τόσο θαυμασμό για τους αρχαίους κλασικούς που θεωρούσαν άριστο το μέτρο.
Ο Π.Γ έλεγε χαρακτηριστικά παραμιλώντας είχε χάσει το μέτρημα γιατί δεν είχε μονάδα μέτρησης στη διάθεσή του κι αποφάσισε πως ο προορισμός του ήταν η εκστατική ενατένιση του αρχαίου κλέους και η καταβαράθρωση της βροχερής και μουντής Γερμανίας και της Σχολής του Μονάχου όπου μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι έφερναν στην ένδοξη και ηλιόλουστη Ελλάδα ξένα πρότυπα και δίδασκαν τους ελληνόπαιδες στρεβλά. Τους εξέτρεπαν από την μόνη ατραπό που είχε βαρύτητα στη μοίρα της Ελληνικής φυλής. Ο κύριος Πενθήμερος σκεφτόταν απλά και καθαρά. Αν και τίποτα στο νου του δεν ήταν ξεκάθαρο και κυρίως η κατάστασή του, που ωστόσο την παραμέρισε προσώρας και συνέχισε να σκέφτεται αυτόν τον εκκεντρικό ελληνολάτρη. Πώς όμως μπορείς να τα μετράς όλα ζυγίζοντας τις πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας; Πώς μπορείς να μετράς κάθε βήμα σου, κάθε μπουκιά που τρως; Κάθε σκέψη που σκέφτεσαι, κάθε πειρασμό που αποφεύγεις, κάθε επιθυμία που σε κυριαρχεί;
Αυτό το μέτρον άριστον κρεμασμένο σε κάδρο με ευανάγνωστα γράμματα έβλεπε ξανά τώρα ο κύριος Πενθήμερος, σ’ ένα τοίχο του σχολείου καθώς έπαιρνε το δρόμο για το γραφείο του διευθυντή όπου έπρεπε να απολογηθεί για κάτι που υπερέβαινε τους κανόνες και τα προκαθορισμένα πλαίσια.
Γυρίζοντας από το γραφείο του διευθυντή, με το κεφάλι κάτω να κοιτά το μωσαϊκό που τον ζάλιζε με μια τιμωρία υπομάλης έλεγε μέσα του πως δεν άξιζε τον κόπο να υποστεί ξανά τέτοια τιμωρία, για κάτι τόσο ασήμαντο που είχε διαπράξει.
Στον κόσμο του Περικλή Γιαννόπουλου βράδιαζε νωρίς όσο αυτός επιθυμούσε το φως τόσο οι άλλοι οχυρώνονταν απέναντί του, ώσπου κατάφεραν το πορτρέτο να καεί— και από τη στάχτη του να εμφανισθεί ένα άλλο ψευδεπίγραφο, εθνικιστικό , μισαλλόδοξο , σωβινιστικό και εντέλει φασιστικό, στις μέρες μας. Το πορτρέτο αυτό βρίσκεται τώρα στο κελί του Μιχαλολιάκου, όπως βρισκόταν στο κελί του Παπαδόπουλου στα γραφεία των Φαήλου Κρανιδώτη, Καρατζαφέρη Βορίδη κ. ά..
Μήπως οι αρχαίοι είχαν άδικο κι ο Π. Γ. δίκιο; Μήπως η μαχητικότητά του του ενέπνεε ανεξάρτητα από την παλαβομάρα και το απόλυτο των ιδεών του; Μήπως ο προορισμός του ξέφευγε από τους αμέτρητους παραπόταμους ενός ορμητικού ρεύματος και ξεχείλιζε από αμετροέπεια,ήταν προτιμότερος από τη δική του καλοζυγισμένη καθημερινότητα.
Ήταν μάλλον καλή στιγμή για τον κύριο Πενθήμερο, όσο κι αν αυτό το καλή ακουγόταν οξύμωρο. Αναθεωρούσε, ανασκεύαζε. Όχι μια θεωρία. Όχι ένα σύστημα ιδεών, αλλά τη δική του ζωή, τη ζωή του ως την ημέρα που απολύθηκε, που προστέθηκε σ’ αυτήν την μακριά σειρά των ανθρώπων που τους είχαν τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια τους.
Ο Π.Γ ήταν λοιπόν μια αφορμή. Απαριθμούσε τους συμβιβασμούς που είχε κάνει. Τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί, χωρίς να κινήσει καν τα χείλη του. Χωρίς να προφέρει ούτε μια πρόταση. «Δεν πάει άλλο! Γιατί φέρομαι έτσι; Γιατί δεν μπορώ καν να σκεφτώ οργισμένα; Γιατί δεν απεργούσε; Γιατί τον καταλάμβανε φόβος απέναντι σ’ αυτούς που τον πλήρωναν; Τσάμπα έπρεπε να δουλεύει; Σκλάβος ήταν; Γιατί άφηνε να τον πατούν κάτω; Να χορεύουν όλοι μαζί γύρω από το σαρκίο του; Προϊστάμενοι και συνάδελφοι μαζί. Γιατί τους άφηνε να πιστεύουν πως ήταν κορόιδο; Πώς μπορούσε να φορτωθεί τα πάντα στην πλάτη του; Αρκεί να μην άλλαζε αυτή η συνθήκη; Πέντε μέρες την εβδομάδα κι ένα ανιαρό Σαββατοκύριακο.
Τώρα έβλεπε να κλείνουν τον ορίζοντα ανοιχτές παλάμες με πέντε δάχτυλα ανοιχτά. Τον μούντζωναν. Έβλεπε μόνο τις ανοιχτές παλάμες να κυκλώνουν το βλέμμα του. Και ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωθε την ανάγκη να σκύψει το κεφάλι. Να κοιτάξει το έδαφος. Αντίκριζε κατάφατσα τις μούντζες και δεν προσπαθούσε καν να τις ωραιοποιήσει. Να πει πως είναι βεντάλιες ανοιχτές και πίσω τους κρύβονταν γυναικεία πρόσωπα. Γυναικεία πρόσωπα που τον κοίταζαν χωρίς ν’ αποστρέφουν το βλέμμα τους. Γυναικεία πρόσωπα που δεν γνώριζε. Μια τοιχογραφία από γυναικεία πρόσωπα με βλέμματα πυρετικά, λάγνα, ή αδιάφορα, ή κοροϊδευτικά,ή αποδοκιμαστικά. Ένα σούσουρο που αμυδρά μόνο χτυπούσε τον ακουστικό του πόρο.
Και ύστερα έπιανε βροχή. Αργή, βασανιστική. Σταματούσε απότομα και ξανάρχιζε και το γυναικείο σούσουρο μπερδευόταν με τις στάλες που στάζανε τα σύννεφα. Η βροχή δυνάμωνε, τα μούσκευε όλα κι αυτός έβαζε την εφημερίδα της Τρίτης για να προστατευτεί, ύστερα έβγαζε με προσοχή μια ομπρέλα σπαστή, την άνοιγε και περπατούσε στο βρεγμένο δρόμο που γλιστρούσε. Αλλά αυτός φορούσε παπούτσια με αντιολισθητικές σόλες. Τα είχε προβλέψει όλα. Μόνο την απόλυσή του δεν είχε υποψιαστεί. Έλεγε μέσα του πως θα ήταν ο τελευταίος που θα έκλεινε την πόρτα αν, ο μη γένοιτο, έκλεινε η εταιρεία.
Κι όμως ήταν ο δέκατος τέταρτος που απολύθηκε, οι άλλοι δεκατρείς ήταν τζόρες απεργοί, συνδικαλιστές, αντιρρησίες. Ήταν φυσικό να μην περιμένει τη σειρά του. Οι άλλοι δεκατρείς όταν τον είδαν να βγαίνει από την κεντρική είσοδο τον κοίταξαν με οίκτο. Ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και διεκδικούσαν την επαναπρόσληψή τους. Δεν ήταν και τόσο έκπληκτοι που τον έβλεπαν να εξέρχεται εξαπατημένος. Άδειος. Περίπου απαθής. Αλλά καθόλου ευθυτενής. Και δεν τον πρόγκηξαν, ήταν πολύ απασχολημένοι με το δικό τους, μεθυσμένο από μια αισιοδοξία ότι θα νικήσουν. Σαν να μην έβλεπαν πως οι μέρες των δικαιωμάτων τους είχαν παρέλθει. Πως έχαναν έδαφος. Πως η διελκυστίνδα ανάμεσα σ’ εκείνους και τον εργοδότη όσο κι αν είχαν γερά μπράτσα δεν μπορούσαν να παραμείνουν όρθιοι. Πως σε πολύ λίγο θάσπαγαν τις μύτες τους και πέφτοντας θα αιμορραγούσαν και καμιά μετάγγιση δεν θα τους βοηθούσε.