Ο Κος Πενθήμερος 6. Μια Σύνοψη

Ο κύριος Πενθήμερος διαβάζει μια σύνοψη της προϊστορίας και της ιστορίας του Σουρεαλισμού. Από τον πόλεμο στην καταστροφή και το μεταξύ των δυο πολέμων. Δηλαδή την ιστορία του 20ου αιώνα. Και πώς ακούγονται όλα αυτά σήμερα εκατό χρόνια μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και ενενήντα χρόνια από την έκδοση του Α’ μανιφέστου του Σουρεαλισμού- σε μια εποχή πολλαπλής κρίσης.     Εν αρχή ην ο Πόλεμος. Πατήρ πάντων. Ο Μεγάλος Πόλεμος. Έτσι τον αποκάλεσαν όσοι επέζησαν απ’αυτόν. Όσοι επέζησαν ξεχώθηκαν από τα χαρακώματα, τυφλωμένοι από τα αέρια ή με τραύματα στο κεφάλι, με κομμένα μέλη, κυνηγημένοι από τους εφιάλτες των μαχών. Οι επιζώντες με την ενοχή στον κρόταφο. Εκεί που μερικοί από αυτούς θ’ακουμπούσαν το περίστροφο. Αρκετοί λιποτάκτησαν ή αυτοτραυματίστηκαν για να γλιτώσουν. Άλλοι σκέφτηκαν πως ο πόλεμος θα  έδινε διέξοδο στο υπαρξιακό τους αδιέξοδο. Θα πολεμούσαν για την πατρίδα και θα γύριζαν νικητές. Ο Μπρετόν κατατάχθηκε με το ζόρι. Ο Στέφαν Τσβάιχ έχασε τον στενό  φίλο του, τον ποιητή  Εμίλ Βεράρεν. Ήταν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο Τσβάιχ Αυστριακός. Ο  Βεράρεν Βέλγος. Ο πόλεμος κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μεγάλος ο φόρος του αίματος. Το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Έριχ-Μαρία Ρεμάρκ: «Ουδέν νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο» έγινε διαχρονικό μπεστ-σέλλερ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’10 γράφτηκαν αρκετά ειρηνιστικά έργα όπως το μυθιστόρημα του Ανρί Μπαρμπύς «η Φωτιά» (1916) που τον έκανε πλούσιο. Ποιήματα των Ουγκαρέτι, Γκέοργκ Τρακλ, μυθιστορήματα του Χάινριχ Μαν. Όλα όμως είχαν μια υποκειμενική ματιά και επικεντρώνονταν στο εξορκισμό του πολέμου, στο θρήνο και την οδύνη για τον αφανισμό. Η φόρμα τους ήταν διαποτισμένη από τον υποκειμενικό λυρισμό. Μετά τον πόλεμο την μεγαλύτερη απήχηση κέρδισαν– εκτός από το βιβλίο του Ρεμάρκ– ο «Καλός Στρατιώτης Σβέικ» του Γιαροσλάβ Χάσεκ, το οποίο πρόσφερε μια σπάνια οπτική του πολέμου από την οπτική γωνία ενός κατεργάρη ήρωα.           .

1000509261001_1630293503001_BIO-Biography-Adolf-Hitler-SF

 

Ένας δεκανέας ζαλισμένος από τα αέρια που τον άφησαν προσωρινά κουφό, ένας μετρίου αναστήματος ανθρωπάκος που ήταν Αυστριακός αλλά ήθελε να είναι Γερμανός, και που περιφερόταν στα καταλύματα του Στρατού Σωτηρίας μη μπορώντας να εισέλθει στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες που κατέβαλε, ο άνθρωπος με τη φράντζα να καλύπτει το αριστερό μάτι κι ένα μουστάκι φαγωμένο κι από τις δύο μεριές, ακριβώς κάτω από τα ρουθούνια του που φούσκωναν όταν ρητόρευε φωνάζοντας και χειρονομώντας, ένας καμποτίνος,  με πολλαπλά συμπλέγματα οδηγήθηκε στο πραξικόπημα της μπυραρίας (Μόναχο 1923). Αυτός, λοιπόν, ο μεταμφιεσμένος σε ηγετική φυσιογνωμία λεγόταν Αδόλφος Χίτλερ. Ο πατέρας του ήταν τελωνιακός υπάλληλος, αυταρχικός και βίαιος άντρας ξυλοφόρτωνε αγρίως το γιό του και τον ταπείνωνε συστηματικά.  Ο πόλεμος είχε ξεράσει σωρό τους απελπισμένους. Νικημένοι και νικητές το ίδιο. Ένας Γερμανοεβραίος κάτοικος της Βαϊμάρης και της Δημοκρατίας της έκανε μια ακατανόητη στους πολλούς ανακάλυψη, λύνοντας απλά μια εξίσωση. Διατύπωσε τη θεωρία της Σχετικότητας και άλλαξε τα δεδομένα στην επιστήμη.       Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν με το φουντωτό κεφάλι και το στυλό περασμένο στη λαιμόκοψη του φούτερ του έγινε τα επόμενα χρόνια κάλτ-φιγούρα συναγωνιζόμενος την αίγλη της Μαίριλυν Μονρόε. Οι πολεμιστές, αλλά και οι χαροκαμένοι που έχασαν τους δικούς τους στις μάχες ή γύρισαν ακρωτηριασμένοι και μισεροί, κλείστηκαν σπίτι και δήλωσαν πίστη στην ειρήνη. Ένας φιλόσοφος νόμιζε πως ανακάλυψε τη «Δημιουργό Εξέλιξη» αλλά και το «Γέλιο». Και τα δύο, θαρρείς, γεννήθηκαν επί των ημερών του και των μαθημάτων του στο Κολέζ ντε Φρανς. Λεγόταν Ανρί Μπερξόν. Διάσημος μαθητής του ήταν ο Μαρσέλ Προυστ, ο συγγραφέας του αριστουργηματικού «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Η λογική στήθηκε στο απόσπασμα.   Έπρεπε να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς και το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Άλλο στόχο αποτελούσε η μπουρζουαζία, η αστική τάξη,-μην ξεχνάμε πως ο Hegel μόνο τον «Αστό» αναγνώριζε ως ολοκληρωμένο άνθρωπο. Μαζί με τον Αστό και την τάξη του, έπαιρνε η μπάλα και το Κεφάλαιο. Το χρήμα, τα κέρδη, αλλά και τις τέχνες, την κατεστημένη πολιτική, την ηθική, τη φιλοσοφία, την εξουσία, το στρατό. Τους θεσμούς της αστικής κοινωνίας. Προηγήθηκε το fin de siecle και το maldudepart. Ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Μαλλαρμέ. Στο μεταξύ ο Θεός είχε πεθάνει ήδη. Ο Νίτσε είχε αναγγείλει τον θάνατό του πριν ανατείλει ο 20ός αιώνας. Η ηττημένη Γερμανία κουβαλούσε πλην της συντριπτικής ήττας και της συνεπακόλουθης ταπείνωσης και τους σκληρούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι δημοκρατικοί θεσμοί απουσίαζαν, ενώ κυριαρχούσαν οι θεσμοί της μοναρχίας και του μιλιταρισμού και οι παραδοσιακές ελίτ. Έτσι αναδύονταν έργα όπως του Έρνστ Γιούνγκερ, βετεράνου του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος έβλεπε τον πόλεμο ως προσωπική, υπαρξιακή εμπειρία, εξυμνούσε τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής που άντεξαν τα αντίπαλα πυρά και ανέπτυξαν αισθήματα συντροφικότητας, ανιδιοτελούς ιδεαλισμού αλλά και την αίσθηση του εθνικού πεπρωμένου. Πρέσβευε  εθνικές, κοινωνικές, μαχητικές κι αυταρχικές αξίες. Στην «Παρακμή της Δύσης» ο Όσβαλντ Σπένγκλερ προσέβλεπε προς μια αυταρχική διακυβέρνηση με βάση «μια ζωή γεμάτη δύναμη, σιγουριά και αυτοπεποίθηση». Πρέσβευε την προαγωγή της εθνικής συνείδησης και τη δημιουργία μιας φυλετικής ταυτότητας, σημειώνει ο M. Travers στην «Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία».       Ο εθνικισμός ποικίλων στοχαστών και συγγραφέων της εποχής είχε ριζοσπαστικό, δυναμικό και λαϊκιστικό χαρακτήρα. Στη Γαλλία που δεν βίωνε τα προβλήματα της Γερμανίας η παραγωγή της λογοτεχνίας διαπνεόταν από έναν πιο ατομικιστικό χαρακτήρα. « Η φαιά εξοχότης του νεοεθνικιστικού κινήματος –συνεχίζει ο Τράβερς – ήταν ο Μωρίς Μπαρές συγγραφέας της «Λατρείας του Εγώ» ο οποίος προσπαθούσε να εμφυσήσει μια πνοή νιτσεϊκού ατομικισμού κι αυτοπεποίθησης στο νέο πατριωτικό ήθος, που ήταν θεμελιωμένο στη φυλετική αλληλεγγύη και στον εθνικισμό.» Άσκησε εξαιρετικά σημαντική επιρροή σε μεταγενέστερους γάλλους συγγραφείς όπως ο Ντριέ Λα Ροσέλ κι ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, οι οποίοι συνεργάστηκαν με την προδοτική κυβέρνηση του Βισύ και τους Γερμανούς. Ο δεύτερος εκ των δύο εκτελέστηκε για έσχατη προδοσία. Ο πρώτος αυτοκτόνησε το 1945. Ο Μπαρές υπήρξε για ένα διάστημα πρότυπο του δικού μας Ίωνα Δραγούμη στη δεκαετία του ‘10 κι αργότερα, την εποχή του μεσοπολέμου, του Γ. Θεοτοκά. Τον Μπαρές πέρασαν από δίκη οι ντανταϊστές , ένα από τα σκάνδαλα που άφησε εποχή. Ο Μπαρές ήταν πολέμιος του Ντρέιφους κι αγαπημένος στόχος της Χάνα Άρεντ, μεταπολεμικά.

 Νονός του –ισμού που αποτέλεσε και τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του εκφυλισμού, του ηδονισμού και του ταπεινού υλισμού ήταν ένας πολωνικής καταγωγής ποιητής, και τραυματίας πολέμου, ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ.   10906321_754203761329361_7489820255390681684_n    Νωρίτερα όμως στη διάρκεια του φονικού πολέμου κάποιοι ευφάνταστοι, ονειροπόλοι καλλιτέχνες άνοιξαν το λεξικό και βρήκαν την έξαψη που ταίριαζε στην ανατρεπτική τους διάθεση. Η λέξη ήταν DADA σήμαινε, μάλλον, το ξύλινο αλογάκι που καβαλούν τα μικρά αγόρια. Αυτός που εκτέλεσε το εύστοχο πέναλτυ κι έφερε  την ανατροπή λεγόταν   Τριστάν Τζαρά. Στον ίδιο δρόμο που χτυπήθηκε το πέναλτυ με αποτέλεσμα τη διάσειση του τερματοφύλακα είχαν συρρεύσει ρώσοι επαναστάτες. Ο Λένιν ήταν ανάμεσά τους. Αλλά είχε το νου του στη δική του πατρίδα και στην τελευταία παρτίδα σκάκι που θα έφερνε την τελική ήττα του τσαρισμού και την δημιουργία μιας δίκαιης κομμουνιστικής κοινωνίας. Έτσι δεν πήρε  είδηση το καμπαρέ Βολταίρ όπου έλαβε χώρα η ντανταϊστική επανάσταση. Ο Τζαρά, παρόλο που δεν τα εκτιμούσε καθόλου, έγραψε αρκετά μανιφέστα. Φυσικά είχε προηγηθεί το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς (1848), αυτό που είχε ανάψει φωτιά στο κεφάλι του Βλαδίμηρου Ίλιτς Λένιν, ο οποίος θα γύριζε στην πατρίδα του και θα πραγματοποιούσε τη Μεγάλη Ρωσική Επανάσταση το 1917 μαζί με τους μπολσεβίκους. « Εμπρός της γης οι κολασμένοι» το εμβατήριο των επαναστατημένων προλετάριων, έφερνε ρίγη και δάκρυα ενθουσιασμού. Ο Λένιν έζησε μέχρι το 1924, και δεν  πρόλαβε να εδραιώσει το επαναστατικό του όραμα. Τη ίδια χρονιά πέθανε φθισικός ο μεγάλος Τσεχοεβραίος συγγραφέας Φραντς Κάφκα, αφήνοντας εντολή να καούν όλα τα έργα που άφησε πίσω του.Κάτι που δεν έγινε. Ένα από αυτά που είχε προλάβει να εκδώσει όσο ζούσε ήταν η «Μεταμόρφωση». Μια τραγική φάρσα που πήρε τη θέση της στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» που συνέταξε ο Μπρετόν.         200px-La_Revolution_Surrealiste_cover    der-dada  Το 1924 ο ίδιος συνέθεσε το «Α’ Μανιφέστο του Σουρεαλισμού». Ένα σχοινοτενές κείμενο, που έβαζε τα θεμέλια μιας σαρωτικής επανάστασης  «άνευ ορίων και άνευ όρων».  «Ένα βίτσιο γεννήθηκε, μια τρέλα παραπάνω δόθηκε στον άνθρωπο ο σουρεαλισμός, γιος της φρενίτιδας και της αβύσσου.» «Αρχίζει το βασίλειο του ακαριαίου» διακήρυττε ο Λουί Αραγκόν, ο άνθρωπος με το λευκό κεφάλι πλάι στο Ρίτσο κάτω από την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στο προεκλογικό μπαλκόνι του ΚΚΕ στην μεταπολιτευτική Αθήνα. Αλλά αυτό συνέβη πολύ αργότερα, όταν πια ο σουρεαλισμός είχε ξεφτίσει. Είχε μπει στο μουσείο, η ζωγραφική του στο χρηματιστήριο της τέχνης και στην τέχνη της καταναλωτικής προπαγάνδας, στη διαφήμιση. Το αεροπλάνο έγινε μαζικό μέσο μεταφοράς. Το αυτοκίνητο ξεσήκωνε θύελλα ενθουσιασμού και πωλήσεων. Ο καταναλωτισμός μετέτρεψε τους καθημαγμένους σε χαζοχαρούμενους καταναλωτές. Οι ηλεκτρικές συσκευές πολύπλοκες και θορυβώδεις έκαναν τη ζωή ευκολότερη, την τσέπη λιγότερο γεμάτη και την αναζήτηση του εαυτού δυσχερέστερη. Όλοι μέσα στην απέραντη αγορά ένιωθαν ανταγωνιστικά. Ο φθόνος για τα αγαθά του άλλου αποθηριώθηκε. Η αλληλεγγύη πήγε περίπατο. Η μνήμη παραχώθηκε σ’ένα ντουλάπι, κλειδώθηκε και ξεχάστηκε εκεί. Ό,τι εθεωρείτο νοσηρό εξαπλώθηκε. Οι καταναλωτές είναι, ήταν και θα είναι, χρονίως πάσχοντες. Παρόλ’αυτά- ή και εξαιτίας όλων αυτών- οι άνθρωποι από καταβολής κόσμου ονειρεύονταν πριν ακόμη γράψει τα «Ονειροκριτικά» του ο Αρτεμίδωρος. Τώρα παρουσιάστηκε κι άλλος ερμηνευτής ονείρων.

Οι σουρεαλιστές από τον Μαξ Έρνστ

Οι σουρεαλιστές από τον Μαξ Έρνστ, 1922

 

 

tristan-tzara-zurich-1917

Ο Γαλλορουμάνος ποητής και ψυχή του ΝΤΑΝΤΑ Τριστάν Τζαρά το 1917 στη Ζυρίχη

Ο Εβραιοαυστριακός φυσιολόγος που έγινε ψυχίατρος, ο Ζίγκμουντ Φρόυντ που άδραξε το νυχτοφάναρο κι ερεύνησε τις υπόγειες στοές όπου κατοικούσαν άνθρωποι τρομοκρατημένοι από το μέγεθος της καταστροφής του πολέμου γρυλίζοντας σαν ασπάλακες. Με το νυχτοφάναρό του φώτισε τα σπλάχνα του Ασυνειδήτου, αφού πρώτα μελέτησε την υστερία πλάι στον Σαρκώ. Έγραψε έναν ογκώδη τόμο «την Ερμηνεία των Ονείρων» εξηγώντας και αναλύοντας γιατί ο άνθρωπος νοσεί ψυχικά. Όρισε το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ονόμασε την τρέλα Αυτό. Έγραψε, σαν σπουδαίος δοκιμιογράφος που ήταν,  βιβλία γύρω από τη σεξουαλικότητα, τις νευρώσεις, την παιδική ηλικία και τα τραύματα που θεωρούσε πως ήταν καθοριστικά για την μετέπειτα πορεία του ανθρώπου. Η όλη ιστορία αυτού του νέου βίτσιου, ακραίου και ακαριαίου, του σουρεαλισμού απ’όπου κι αν την αφηγηθείς ξεκίνησε από ένα χαστούκι. Ο Μπρετόν χαστούκισε τον Τζαρά που είχε, στο μεταξύ, ξεκαβαλήσει το ξύλινο αλογάκι του DADA και ήταν πια πολύ εύθραυστος κι ό,τι είναι εύθραυστο είναι για σπάσιμο. Ο Μπρετόν είχε σπουδάσει Ιατρική και στον πόλεμο ήταν νοσοκόμος. Δεν ξέρω αν περιποιήθηκε μετά την παρειά του Τζαρά, αυτός  πάντως δεν γύρισε και το άλλο μάγουλο. Κι οι δυο αποστρέφονταν την χριστιανική ηθική αλλά όχι και τις σφαλιάρες. Ο Μπρετόν φθονούσε τότε τον Τζαρά, το αλογάκι που είχε καβαλήσει και δεν έλεγε να αφιππεύσει, αλλά πρωτίστως το ότι είχε προηγηθεί ως –ισμός του δικού του. Η ομάδα των σουρεαλιστών είχε τα εξής ιδρυτικά μέλη: Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν, Πωλ Ελυάρ, Φιλίπ Σουπώ, Μπενζαμέν Περέ. Ο Ζακ Βασέ, αυτός αυτοκτόνησε νωρίς, πήρε μεγάλη ποσότητα οπίου ενώπιον των φίλων του, δεν πρόλαβε να γνωρίσει το DADA, δεν διάβασε το  μανιφέστο του ανθρώπου τον οποίο επηρέασε αποφασιστικά, επειδή απέρριπτε συλλήβδην την τέχνη. Ο Μπρετόν γοητεύτηκε από το απόλυτο γούστο του, το μηδενισμό του, την ορμητικότητά του, την περιφρόνησή του στους κανόνες και τις νόρμες και δεν τον έβγαλε ποτέ από το μυαλό του. Από αυτόν προερχόταν το μικρόβιο που διαχύθηκε στο κίνημα το οποίο ο Μπρετόν επινόησε. Ο Βασέ αντιπαθούσε την οραματικότητα του Ρεμπώ, τον βερμπαλισμό των συμβολιστών, αγνοούσε τον Μαλλαρμέ, δεν γνώριζε τον Απολλιναίρ. »Αστέρια ξεκρέμαστα! –Είναι αφόρητο! Κι έπειτα μιλάνε τόσο σοβαρά ορισμένες φορές! Ο άνθρωπος που πιστεύει είναι περίεργος! ΑΛΛΑ ΜΕΡΙΚΟΙ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΚΑΜΠΟΤΙΝΟΙ!» Ο Βασέ λάτρευε τον Αλφρέ Ζαρρύ ο οποίος  πριν πεθάνει λένε πως ζήτησε μια οδοντογλυφίδα. «Umore θά’ναι εκείνος που δεν θα πέσει ποτέ στα δίχτυα της κρυφής κι υπόγειας ζωής των πάντων Ω, ξυπνητήρι μου -…-και υποκριτή- που τόσο με μισείς…και umore θα’ναι εκείνος που θα καταλάβει την ελεεινή απάτη των παγκόσμιων δήθεν συμβόλων.» Το χιούμορ είναι για τον Βασέ αντιπαραγωγικό και ανέφικτο. Το χιούμορ, το μαύρο χιούμορ, ήταν εκείνο στο οποίο οι σουρεαλιστές αφιέρωσαν τη δημιουργικότητα και την επινοητικότητά τους, πίστεψαν στην ανατρεπτική του δύναμη και θέλησαν να  γκρεμίσουν τους σοφούς από τα βάθρα τους. Επιχείρησαν να σαρώσουν τον μικροαστισμό που κρατούσαν σφιχτά πάνω τους οι αστοί σαν παιδική κουβέρτα κι αρνιόντουσαν να αποχωριστούν. «Πάρτε ωραία ξύλινα χρωματιστά κουτσούνια! Δύο ξεπλυμένα μάτια και την κρυστάλλινη ροδέλα ενός μονόκλ- με μια ακόρεστη γραφομηχανή» Κι όταν αυτά δεν ήταν αρκετά- αν κι ο Βασέ δεν επιδίωκε τίποτα- φορούσε μια στολή ουσάρου, ή ράσα αρχιμανδρίτη κι έβγαινε βόλτα. Μια φορά μπήκε σε μια παράσταση που τον αναστάτωσε με την προκλητικότητά της και σημάδεψε το κοινό μ’ένα περίστροφο. Ο Τζαρά ήθελε να φτύσει την ανθρωπότητα, όρθωνε τις ξιφολόγχες της ασυνέπειας και όπλιζε το DADA με ασυνήθιστη ορμή που θα έτρεπε σε φυγή τις ιδέες. Ισχυριζόταν πως κάθε οικοδόμημα συγκλίνει σε μια βαριά τελειότητα. «Όλες οι ιδέες που θριαμβεύουν κατρακυλάνε προς τον χαμό τους.» υποστήριζε ο Μπρετόν όταν έβλεπε τον δικό του –ισμό , το δικό του οικοδόμημα να φθίνει. Ο Τζαρά με το ξύλινο αλογάκι στον ώμο όλο και πιο αδιάλλακτος προκαλεί και προβοκάρει. Προσεταιρίζεται τον Αραγκόν , τον Πικαμπιά, τον Μπρετόν, τον Ελυάρ, τους αδελφούς Ντυσάν και τον Κραβάν διακηρύσσοντας πως «ο ηγέτης του DADA είναι όλος ο κόσμος». Το κοινό ανταποκρίνεται. Άλλοτε πετά κέρματα αποδοκιμάζοντας με ποδοκροτήματα και κραυγές, άλλοτε πετά αυγά, ή το ένα μετά το άλλο, καταστρέφοντας την διαλυμένη παράσταση. Ο Μπρετόν επί σκηνής μασούλαγε σπίρτα, ο Ριμπεμόν Ντεσαίν φώναζε, «βρέχει πάνω στο κρανίο»– από μια ντουλάπα ακούγονταν βρισιές. Ο Αραγκόν νιαούριζε, ο Φιλίπ Σουπώ έπαιζε κρυφτό με τον Τζαρά, ο Ρεμπώ μετρούσε φωναχτά τα αυτοκίνητα και τις πέρλες των επισκεπτριών, ο Περέ και ο Σαρσούν έκαναν διαρκώς χειραψία.

 

mussolini_benito

                                                      ο Μπενίτο Μουσολίνι του Ντέιβιντ Λιβάιν

Κι ενώ το κοινό κι ο θίασος των ντανταϊστών διασκέδαζαν, στη γείτονα Ιταλία γεννιόταν ο φασισμός με την πορεία στη Ρώμη του πρώην σοσιαλιστή Μπενίτο Μουσολίνι και πρώην διευθυντή του περιοδικού «AVANTI», επίσημου οργάνου του σοσιαλιστικού κόμματος. Νωρίτερα,ο το 1909 η γαλλική εφημερίδα “Le Figaro” είχε δημοσιεύσει το φουτουριστικό μανιφέστο του Φ. Τ. Μαρινέτι για τον οποίο «ο Πόλεμος ήταν η μοναδική υγεία του κόσμου.» Με σημαία αυτό το οξύμωρο ο Μουσολίνι εκστράτευσε στην Αιθιοπία, αφού κατέλυσε το πολίτευμα κι ανέλαβε το ρόλο του δικτάτορα. Ο Μουσολίνι έχασε όλες τις μάχες που διεξήγαγε. Έχασε και τον πόλεμο και κρύφτηκε στο Σαλό, υπό την κάλυψη των Γερμανών. Οι Γερμανοί κυνήγησαν το λαό του. Οι Ιταλοί κομμουνιστές αντιφασίστες τον εκτέλεσαν κι έπειτα τον κρέμασαν ανάποδα. Οι Αμερικανοί πολέμησαν και νίκησαν τους Γερμανούς που είχαν εισβάλει στην Ιταλία και την απελευθέρωσαν. Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε πρώην φασίστας (το 1923) και μεταπολεμικά μέλος του ΚΚΙ με ταυτότητα που του έδωσε ο Παλμίρο Τολιάτι  (ο τότε γενικός γραμματέας του) διεκτραγώδησε στο μυθιστόρημά του το «Δέρμα» την κατοχή της Ιταλίας από τους Γερμανούς πρώτα και ύστερα από τους απελευθερωτές Αμερικανούς. Η Λιλιάνα Καβάνι μετέφερε το «Δέρμα» στον κινηματογράφο. Με αφορμή την παραμονή του Μουσολίνι στο Σαλό, ο Παζολίνι γύρισε το «Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα», διασκευάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του ντε Σαντ. (Καμιά από τις δύο ταινίες δεν ήταν επιτυχημένη). Ο Αλμπέρτο Μοράβια έγραψε τον «Κομφορμίστα» δίνοντας το προφίλ ενός οπορτουνιστή, το οποίο μετέφερε στον κινηματογράφο με εξαίσιο τρόπο ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με τον ίδιο τίτλο.

316704_10150321279833525_362903836_n

      Και μετά την εξωσουρεαλιστική εξιστόρηση πίσω στον Μπρετόν και το Μανιφέστο του, το Α’ στο οποίο έπλεκε το εγκώμιο της ελευθερίας, της φαντασίας και της τρέλας. Οι σουρεαλιστές πέταξαν τα μυθιστορήματα στα σκουπίδια και αποκήρυξαν το μυθιστόρημα ως είδος. Ο Πωλ Βαλερύ –συνομιλητής του Μπρετόν- ο οποίος υπηρέτησε την «καθαρή ποίηση» συγκέντρωσε προλόγους μυθιστορημάτων για να απαξιώσει το είδος και δεν έγραψε ποτέ ο ίδιος μυθιστόρημα. Ο Ρεμπώ έφτυνε τη λογοτεχνία κατά πρόσωπο. Τη θεωρούσε ηλιθιότητα, τη ζωή φάρσα, ήθελε να αλλάξει τη ζωή, πίστευε πως δεν βρισκόμαστε στον κόσμο και πως «ΕΓΩ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ». Τελικώς ξεμπέρδεψε με την ποίηση στα 19 του αφού πέρασε «Μια εποχή στην κόλαση», το κύκνειο άσμα του. Μετά περιπλανήθηκε παριστάνοντας τον επιχειρηματία. Ο Λωτρεαμόν με τα «Άσματα του Μαλντορόρ» ένα εκτενές πεζό ποίημα, ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ κι ο Μπωντλαίρ ήταν τα πρόσωπα και τα κείμενα από τα οποία εμπνεύστηκε τον –ισμό του (-σεισμό) ο Μπρετόν. Οι ρήξεις που επιδίωξε ο σουρεαλισμός ήταν μεταξύ τέχνης και κοινωνίας, εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ο σουρεαλισμός ξεπέρασε την εξεγερτική φάση του DADA ενσωματώνοντάς την, στις δικές του επαναστατικές θέσεις. Φλέρταρε με τον κομμουνισμό και μια ομάδα του με επικεφαλής τον Μπρετόν προσχώρησε στο ΚΚΓ. Μετά από μια περιπετειώδη παραμονή στους κόλπους του απεχώρησε την εποχή του Λαϊκού Μετώπου που δεν το υποστήριξε. Παρέμεινε όμως σταθερά στο χώρο της Αριστεράς. Ο Μπρετόν έγινε σύντροφος του Τρότσκι, ενώ υποστήριξε τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό εμφύλιο  εναντίον του Φράνκο. Το σουρεαλιστικό ποτάμι εξέβαλε στον Παρισινό Μάη του ’68. Τελευταίοι κληρονόμοι και συνεχιστές οι καταστασιακοί. Ο Γκυ Ντεμπόρ κι ο Ραούλ Βανεγκέμ. Οι σουρεαλιστές μετανάστευσαν στην Αμερική με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και συμμετείχαν στα εκεί αβανγκάρντ κινήματα. Είπαμε εν αρχή ην ο πόλεμος κι η καταστροφή. Όσο για τα αντιπολεμικά κινήματα, τους αφοπλισμούς και την ειρήνη που αντέτασσαν οι Γάλλοι κομμουνιστές απέναντι στον επελαύνοντα σιδηρόφρακτο φασισμό είναι παραμύθια για μικρά παιδιά και δογματικούς κομμουνιστές όπως οι συγγραφείς και κομμουνιστές  Ρομαίν Ρολάν και Ανρύ Μπαρμπύς. Σ’αυτήν την άκαιρη, ειρηνιστική εμμονή ο Μπρετόν αντέταξε: «Αν θέλετε ειρήνη, ετοιμάστε εμφύλιο πόλεμο».