Έχεις πεινάσει ποτέ;
23/02/2015
– Βάτραχε, έχεις πεινάσει ποτέ; είπε η Αλίκη
– Πού σου 'ρθε τώρα αυτό;
– Σε ρωτάω, βάτραχε, έχεις πεινάσει ποτέ;
– Αμέ. Εσύ Αλίκη;
– Όχι, δεν θα το ‘λεγα. Οι γονείς μου δεν με τιμώρησαν ποτέ, δεν με άφησαν ποτέ νηστική, είπε η Αλίκη.
– Τότε πού σου ‘ρθε να ρωτήσεις αν έχω πεινάσει εγώ;
– Είδα ένα παιδάκι τόσο αδύνατο προχθές να ζητιανεύει στο Ιστ Εντ, είπε η Αλίκη.
– Καλά, και τι δουλειά είχες εσύ Αλίκη, μια κόρη καθηγητή της Οξφόρδης, σ’ αυτή τη φτωχοσυνοικία; Ε; Τι γύρευες εκεί, είπε ο βάτραχος.
– Να, εεε, χάθηκα, προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Αλίκη.
– Άστα αυτά τώρα…
– Ε, λοιπόν δεν σου ξεφεύγει τίποτα εσένα, βάτραχε. Σε ξορκίζω, δεν θα πεις τίποτα σε κανέναν, ούτε στον Χάμπτυ Ντάμπτυ. Ακούς; Τσιμουδιά! Κανείς δεν πρέπει να μάθει πως η Αλίκη Λίντελ πήγε στο Ιστ Εντ για να δει πώς ζούνε εκεί τα παιδιά που είναι στην ηλικία της. Και είδε πεινασμένα και ρακένδυτα παιδάκια που μελάνιαζαν απ’ το κρύο.
– Καλά καλά, ξέρω, σταμάτα, λες και δεν ξέρω. Λες και μιλάς σε κανέναν που κοιμάται σε σκιερό κι απάνεμο μέρος όλο το χρόνο. Λες και δεν έχω ζήσει στις όχθες του Τάμεση κι εγώ. Πού ήμουν λες πριν γνωριστούμε; Λες πως δεν έχω δει εγώ παιδάκια να πεθαίνουν απ’ το κρύο; Να λιποθυμούν απ’ την πείνα. Λες πως δεν ξέρω εγώ ο ίδιος τι είναι πείνα;
– Αλήθεια, βάτραχε, πες μου πώς είναι να πεινάς και να μην έχεις τίποτα να φας., ρώτησε με ενδιαφέρον η Αλίκη.
– Είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να περιγράψω, είπε ο βάτραχος κατεβάζοντας το κεφάλι. Είναι φρικτό. Οδυνηρό. Βασανιστικό.
– Λες πως μπορεί να μιλήσει κανείς για την πείνα αν δεν έχει πεινάσει ποτέ στη ζωή του; Είπε η Αλίκη.
– Δεν ξέρω τι να σου πω Αλίκη, πάντως εγώ, που έχω πεινάσει, δεν νομίζω πως είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω γι αυτό, τώρα που δεν πεινάω πια. Για τον απλούστατο λόγο πως δεν θέλω να το θυμάμαι. Το έχω ξεχάσει. Έπειτα, άμα πείνασες κάποτε και δεν πεινάς πια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλήσεις για την πείνα, είπε ο βάτραχος.
– Πες μου όμως, είπε η Αλίκη, όταν πεινούσες ήσουν μαζί με άλλους, έτσι δεν είναι;
– Φυσικά, πάντα είσαι με κάποιους άλλους όταν υποφέρεις.
– Και ήταν κι αυτή πεινασμένοι σαν κι εσένα, ρώτησε η Αλίκη.
– Μμμμμ…
– Και;
– Τι και; Άμα έβρισκε κάποιος από εμάς κάτι να φάει ψάχνοντας τα σκουπίδια, έτρεχε μπουσουλώντας σε μια γωνιά να προλάβει να το φάει μόνος του, πριν του το αρπάξουν οι άλλοι. Όπως ακριβώς κάνουν τα ζώα, που μόλις αρπάξουν την τροφή τους απομακρύνονται από την αγέλη, είπε ο βάτραχος.
– Το φαντάζομαι, είπε η Αλίκη, με τέτοια πείνα πώς να μοιραστείς κάτι λίγο, ανάμεσα σε στάχτες και κοφτερά κονσερβοκούτια, σερβιέτες και μπουκάλια σαμπάνιας. Πώς να θες να μοιραστείς με κάποιον άλλον, θα θελήσεις να το φας μοναχός σου, είπε η Αλίκη.
– Δεν έχεις ακούσει για τη σχεδία της Μέδουσας, ρώτησε ο βάτραχος.
– Και βέβαια, προχθές ακόμα ήταν που κάθισε και μας διάβασε την ιστορία ο καλός μας ο Λούις Κάρολ, είπε η Αλίκη.
– Και τι συμπέρασμα έβγαλες, ρώτησε ο βάτραχος.
– Ακριβώς αυτό που είπες μόλις πριν λίγο βάτραχέ μου. Κανένας δεν μπορεί να μοιραστεί την τροφή του με κάποιον άλλον πεινασμένο, όταν πεινάει το ίδιο κι αυτός.
– Ναι, αλλά να φάει ο ένας τον άλλον; είπε ο βάτραχος, και τα μάτια του κόντεψαν να βγουν απ’ τις κόγχες. Έπειτα σκέφτηκε λίγο και είπε : και τι θα κερδίσεις αν για πρωινό φας τη Σόφη, για μεσημεριανό την άλλη κολλητή σου την Ίνγκριτ και βραδινό τον Φρεντ; Θα μείνεις μόνη σου στο τέλος! Θα είσαι μια ανθρωποφάγος που θα έχει γεμίσει την κοιλιά της με τους συντρόφους στα παιχνίδια της! είπε πολύ σοβαρά ο βάτραχος.
– Δε λέω. Έχεις δίκιο. Αλλά πώς να το σκεφτείς αυτό όταν σε σέρνει απ’ τη μύτη το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; είπε η Αλίκη.
– Όταν πεινάς, ξέρεις, δε σκέφτεσαι διόλου. Εγώ το ξέρω. Το μόνο πράγμα που καρφώνεται στο μυαλό σου είναι ένα ρήμα: Πεινάω! Και το δεύτερο που σού ‘ρχεται είναι : πρέπει να βρω κάτι να φάω! Δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο, είπε ο βάτραχος.
– «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δεν εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού.» Το άκουσες αυτό, είπε ο βάτραχος, τι γλώσσα είναι αυτή;
– Ψαλτική, είπε η Αλίκη.
– Τι ψαλτική και σαχλαμάρες, σε τι γλώσσα ψαλτική; είπε ο βάτραχος αγανακτισμένος.
– Ελληνική, είπε η Αλίκη.
– Για πες, καταλαβαίνεις κι ελληνικά δηλαδή; Είπε ο βάτραχος, ανασηκώνοντας το δεξί του φρύδι.
– Και βέβαια, είπε η Αλίκη, ανασηκώνοντας το αριστερό της φρύδι. Μας τα έμαθε κι αυτά ο καλός μας ο Λούις Κάρολ.
– Καλά αυτός τα ξέρει όλα, είναι μεγάλος ξερόλας. Αλλά μιλάει μόνο σε μικρά κοριτσάκια.
– Ε, και;
– Τι και; Εγώ δεν είμαι κοριτσάκι.
– Ναι αλλά τα αγαπάς τα κοριτσάκια, έτσι δεν είναι;
– Μου φαίνεται τώρα πως… δεν τελείωσε τη φράση του ο βάτραχος.
– Ε, τι; Πες το βάτραχε! είπε η Αλίκη.
– Ε, τι να πω δεν είναι κρίμα να μην αγαπάει και τα αγοράκια ο μίστερ Κάρολ;
– Μα εσύ δεν είσαι αγοράκι, είσαι βάτραχος.
– Ναι αλλά αρσενικός όπως και να το κάνουμε, είπε ο βάτραχος.
– Τι σημασία έχει, εσένα πάντως ο μίστερ Κάρολ – όπως τον λες- σ’ αγαπάει πολύ, όπως και τον Χάμπτυ Ντάμπτυ άλλωστε
-Καλά σταμάτα τώρα είπε ο βάτραχος δεν είναι αυτό το θέμα μας. Γι άλλο πράμα μιλούσαμε.
– Για την πείνα, είπε η Αλίκη.
– Γι αυτό. Εσύ ξεκίνησες αυτήν την άχαρη κουβέντα, είπε ο βάτραχος.
– Κι εσύ ενδιαφέρθηκες ξαφνικά να μάθεις αν ξέρω ελληνικά.
– Ε και;
– Τι και; είπε η Αλίκη.
– Δηλαδή εσένα δεν σε νοιάζει αν εγώ έχω πεινάσει;
– Και βέβαια βάτραχέ μου! Με νοιάζει κάθε τι που ξέρεις, κάθε τι που νιώθεις.
– Καλά, άσε τώρα τις κολακείες και πες μου τι έλεγε αυτή η ψαλτική στα ελληνικά.
– Έλεγε πως στην Ελλάδα κάποιοι πεινάνε, είπε η Αλίκη.
– Άντε μωρέ τώρα με κοροϊδεύεις Αλικάκι, έτσι δεν είναι;
– Όχι. Αλήθεια σου λέω! είπε η Αλίκη.
– Ξέρω, ξέρω. Τώρα θα πεις ότι το όνομά σου στα ισπανικά σημαίνει αλήθεια, είπε ο βάτραχος. Το εμπέδωσα αυτό, μην μου πεις όμως πως πεινάνε και στην Ισπανία.
– Αμέ! Θα στο πω, είπε η Αλίκη.
– Δηλαδή σ’ αυτή την Ευρώπη πεινάνε όπως πεινάγανε παλιά στην Ινδία; είπε ο βάτραχος.
– Ακριβώς ή περίπου, τηρουμένων των αναλογιών. Και μην με ρωτήσεις τι είναι αναλογία, γιατί κι αυτό στο έχω πει, είπε η Αλίκη.
– Ναι ξέρω που να μην ήξερα, είπε ο βάτραχος.
– Γιατί; Είναι καλό να ξέρεις, είπε η Αλίκη.
– Ναι ε; αναλόγως θα ‘λεγα εγώ, είπε ο βάτραχος. Είναι καλό να ξέρεις, δεν λέω, πολύ καλό μάλιστα, ιδίως όταν είσαι βάτραχος.
– Είδες είναι καλό πράγμα να ξέρεις. Είναι πολύ καλό πράγμα να γνωρίζεις την αλήθεια.
– Λες; είπε ο βάτραχος σκεπτικός.
– Λέω βάτραχέ μου πως είναι καλό να μπορείς τουλάχιστον να ξεχωρίζεις την αλήθεια από το ψέμα, είπε η Αλίκη.
– Το ψέμα είναι καλύτερο, είπε ο βάτραχος.
– Δηλαδή τώρα εσύ είναι σαν να μου λες ότι δεν θέλεις να ξέρεις αν οι Έλληνες πεινάνε.
– Μα βέβαια και θέλω είπε ο βάτραχος.
– Δεν θέλεις να ξέρεις, δηλαδή, πως όχι μόνο πεινάνε αλλά και πολλοί απ’ αυτούς αυτοκτονούν γιατί μένουν άνεργοι. Αρκετοί κοιμούνται σε παγκάκια ή σε γωνίες ή σε εισόδους πολυκατοικιών. Και περιμένουν την ελεημοσύνη της εκκλησίας και των κυριών του ελέους.
– Του στρατού σωτηρίας, πετάχτηκε ο βάτραχος. Για πες λοιπόν γιατί πεινάνε οι άνθρωποι στην Ελλάδα, αυτή τη σπουδαία χώρα, με τον μεγάλο πολιτισμό, που έδωσε τα φώτα της σε όλη την Ευρώπη;
– Γιατί έχουμε καπιταλισμό, ηλίθιε! δεν άντεξε η Αλίκη, και ο καπιταλισμός, συνέχισε, είναι ένα σύστημα στο οποίο οι λίγοι τρώνε πολύ και οι πολλοί πεινάνε. Γιατί οι λίγοι είναι άπληστοι βάτραχέ μου, πολύ άπληστοι! Τόσο άπληστοι που αφήνουν τους πολλούς να πεθαίνουν για να φάνε αυτοί όσο πιο πολύ γίνεται!
– Αδιικία! Μεγάλη αδικία, είπε ο βάτραχος.
– Πολύ μεγάλη, συμφώνησε η Αλίκη.
– Και ο πρωθυπουργός τι κάνει, ρώτησε ο βάτραχος.
– Χμμμ… ο πρωθυπουργός άλλαξε πριν από μερικές μέρες, είπε η καλά πληροφορημένη Αλίκη.
– Άλλαξε… Και; Εγώ δεν σε ρώτησα αυτό, σε ρώτησα τι κάνει ο πρωθυπουργός, παλιός ή νέος λίγο με νοιάζει εμένα, είπε οργισμένος ο βάτραχος.
– Ε λοιπόν, αν θες να ξέρεις ο παλιός είχε δανειστεί πολλά λεφτά απ’ το κοινό ταμείο της Ευρώπης. Έπρεπε λοιπόν να τα δώσει πίσω. Αλλά οι όροι του δανείου ήταν πολύ επαχθείς και το επιτόκιο τερατώδες, το χρέος δε ακόμα περισσότερο, επομένως μη βιώσιμο. Έτσι έμεινε με άδεια ταμεία η χώρα ολόκληρη.
– Οπότε; ειπε ο βάτραχος, τι έγιναν εντέλει αυτοί που πεινούσανε, κι αμέσως στάματησε. Μην μου πεις πως…
– Όχι δεν γίνονται πια αυτά, εξάλλου οι ανθρωποφαγία απαγορεύεται.
– Α! πάλι καλά! είπε ο βάτραχος.
– Καθόλου καλά. Δηλαδή εντάξει, δε λέω, άριστα. Αλλά τώρα τι κάνουνε αυτοί που πεινάνε; Μπορείς να μου πεις, αφού δεν μπορούνε να φάνε ο ένας τον άλλον;
– Τίποτα κάθονται και πεινάνε.
– Μα δεν είναι φυσιολογικό αυτό, είπε ο βάτραχος.
– Όχι δεν είναι, είπε η Αλίκη.
– Πώς είναι δυνατόν να κάθονται και πεινάνε, είπε ο βάτραχος χωρίς να κάνουν το παραμικρό;
– Μα φοβούνται, είπε η Αλίκη.
– Τι φοβούνται, δηλαδή; Είπε ο βάτραχος
– Φοβούνται πως άμα κάνουνε κάτι θα πεινάσουν κι αυτοί που δεν έχουν ακόμα πεινάσει, είπε η Αλίκη.
– Αυτό είναι μια πιθανότητα, δε λέω, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το σταματήσουν αυτό;
– Υπάρχει, είπε η Αλίκη.
– Ποιος; είπε ο βάτραχος.
– Να διαμαρτυρηθούν, είπε η Αλίκη.
– Να κατέβουν δηλαδή στο δρόμο και να πούνε «πεινάμε θέλουμε να φάμε»;
– Ακριβώς– αλλά όλες οι διαμαρτυρίες που έκαναν έπεσαν στο κενό.
– Οπότε, είπε ο βάτραχος που δεν άντεχε να ακούσει άλλο, και παρόλο που είχε φάει νωρίτερα ένιωθε το στομάχι του να γουργουρίζει.
– Οπότε έκαναν εκλογές, είπε η Αλίκη.
– Κι έβγαλαν νέο πρωθυπουργό, μου το είπες αυτό.
– Ε, αυτό. Τώρα βγήκε νέος πρωθυπουργός, και προχθές πήγε στη βουλή κι ορκίστηκε κι αυτός και η κυβέρνηση και χθες έκανε δηλώσεις που τις λένε προγραμματικές. Και είπε πως θα σταματήσει πια να πεινάει ο Έλληνας. Αρκετά πείνασε– τώρα τέλος.
– Α! δηλαδή τέλος καλό όλα καλά, είπε ο βάτραχος και ρεύτηκε με αυτόν τον απαίσιο τρόπο που ρεύονται οι βάτραχοι.
– Μην μου πεις πως πείνασες
τώρα βάτραχε, είπε η Αλίκη.
– Γιατί δηλαδή, εσύ δεν πείνασες;
– Μμμμ δεν θα ‘λεγα όχι για ένα μικρό γευματάκι, είπε η Αλίκη.
– Και με τους Έλληνες τι θα γίνει, είπε ο βάτραχος, θα τους δώσουνε να φάνε;
– Νομίζω ο καινούριος πρωθυπουργός θα προσπαθήσει να κάμψει την αντίσταση της Γερμανίας, η λιτότητα θα τελειώσει και ο κόσμος θα σταματήσει να πεθαίνει από πείνα.
– Για να δούμε…
– Και όλα αυτά θα τα κάνει μόνος του Αλίκη; είπε ο βάτραχος, εντυπωσιασμένος.
– Όχι βέβαια. Θα τους κάνουν διευκολύνσεις οι δανειστές. που δεν είναι μόνο δανειστές αλλά και εταίροι.
– Και γιατί να το κάνουν αυτό; είπε ο βάτραχος.
– Γιατί , απλούστατα, όσο περισσότεροι φτωχαίνουν, πεινάνε, δεν έχουν δουλειά, ούτε μπορούν να βρουν, όσο περισσότεροι πεθαίνουν ή εξαθλιώνονται τόσο μειώνονται τα δανεικά που είναι να πάρουν πίσω οι δανειστές. Βλέπεις βάτραχέ μου ο Καπιταλισμός δεν αστειεύεται…
– Καλά, καλά σταμάτα τώρα. Άντε μπράβο.
– Σε στεναχώρησα, ε; είπε η Αλίκη.
– Όχι , όχι , όχι, φώναξε ο βάτραχος
– Τότε τι έπαθες και φωνάζεις, καημένε μου; είπε η Αλίκη.
– Εγώ σου είπα πως είναι καλύτερα να μη ξέρεις. Τώρα που έμαθα, όμως σιχάθηκα τον Καπιταλισμό και τους δανειστές .
– Καλά ηρέμησε τώρα. Δεν ,έχεις παρά να τα ξεχάσεις όλα.
– Πως;
– Πάμε να φάμε;