20 μέρες (και κάτι) μετά…

Λες και πέρασαν 20 εβδομάδες –όχι 20 μέρες. Τόσο πυκνός ήταν ο πολιτικός χρόνος. Μετά την συμφωνία με τους ΑΝΕΛ και την ορκωμοσία Τσίπρα, άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας ένα απίστευτο πολιτικό δράμα. Οι πρώτες ανακοινώσεις των στελεχών της κυβέρνησης: κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ, σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, επαναπρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων, επαναφορά του κατώτατου μισθού, κατάργηση των χαρατσιών. Αλλά και οι πρώτες συνομιλίες με αξιωματούχους της τρόικας και των δανειστών. Το ΟΧΙ του Βαρουφάκη στον Ντάισενμπλουμ.

Την Παρασκευή, πέντε μέρες δηλαδή μετά τις εκλογές, ο λαός πανηγύριζε! Επιτέλους μια κυβέρνηση που λέει την αλήθεια, που τηρεί τον λόγο της. Μια κυβέρνηση που μάχεται για τον λαό και τον εκπροσωπεί! Τον λαό, και όχι ντόπια και ξένα μεγάλα συμφέροντα. Η κυβέρνηση μας!

 

Αλλά τι είδους κυβέρνηση είναι αυτή;

Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε την 26η Ιανουαρίου από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ είναι μια αστικοδημοκρατική κυβέρνηση, η οποία μπορεί να έχει τις προοπτικές να εξελιχθεί σε μια από τις πιο προοδευτικές, δημοκρατικές και φιλολαϊκές κυβερνήσεις που γνώρισε ποτέ ο τόπος, αλλά αυτό δεν αλλάζει τον χαρακτήρα της. Έχουμε να κάνουμε με μια αστική – δημοκρατική και όχι με μια σοσιαλιστική, αριστερή εργατική κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ βασίζεται σε μια δια- ταξική συμμαχία, αποτελούμενη από μερίδες και στρώματα της αστικής, της μικροαστικής καθώς και εργατικής τάξης –  του συνόλου της εργατικής τάξης. Αυτό που συνέχει αυτήν την δια-ταξική συμμαχία είναι η αντίθεση απέναντι στο μνημόνιο. Αφού:

Ορισμένα κομμάτια της ελληνικής αστικής τάξης (κυρίως οι βιομήχανοι και η ενδογενής αστική τάξη, αλλά όχι μόνο) έχουν δει τη θέση τους να υποβαθμίζεται – στο επίπεδο του διεθνούς ανταγωνισμού –  θεαματικά στα χρόνια του μνημονίου.

Τεράστια τμήματα της – παραδοσιακής κυρίως – μικροαστικής τάξης είτε έχουν καταστραφεί είτε βαδίζουν προς την καταστροφή

Το σύνολο της εργατικής τάξης έχει  πληγεί από το μνημόνιο. Πτώση μισθών, άνοδος ανεργίας, διάλυση εργασιακών δικαιωμάτων.

 

Αντιφατικές (και κοινές) επιδιώξεις

Έχουν, όμως, όλα αυτά τα κομμάτια της δια-ταξικής αυτής συμμαχίας τις ίδιες επιδιώξεις; Μα πώς θα μπορούσαν; Μια τέτοια δια- ταξική συμμαχία είναι εκ φύσεως ασταθής, προσωρινή, μεταβατική (το πόσο προσωρινή, αλλά και το προς τα πού μεταβατική, μέλλει να το δούμε). Ακόμα και στο ζήτημα του μνημονίου, δεν υπάρχει ομοφωνία. Αλλά κομμάτια είναι υπέρ της ολοκληρωτικής του κατάργησης, άλλα θεωρούν ότι πρέπει να καταργηθούν κάποιες του μεριές μονάχα (οι πιο απάνθρωπες – βέβαια), ενώ άλλοι βάζουν ποσοστώσεις: το 30% είναι καλό – το 70% είναι κακό. Και γιατί να είναι το 30% καλό, και να μην είναι κακό, ανταπαντάνε κάποιοι άλλοι. Κολοκυθιά δηλαδή.

Υπάρχει όμως κάτι στο οποίο συμφωνούν όλα αυτά τα κομμάτια. Στην ανάγκη δημιουργίας ενός κοινωνικού δικτύου ασφαλείας  για τους πιο αδύναμους  και για τους περισσότερο χτυπημένους από την κρίση. Ο τερματισμός της άγριας λιτότητας, επίσης είναι ένα σημείο που συνέχει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της συμμαχίας. Αλλά από τη «φιλανθρωπία» μέχρι την ανασύσταση ενός κράτους πρόνοιας και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και απ’ το να μην παρθούν άλλα μέτρα, μέχρι το να παρθούν πίσω όλα τα μνημονιακά μέτρα.

Οι αντιφάσεις στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού μπλοκ, στο οποίο κατάφερε να ηγεμονεύσει ολοκληρωτικά σχεδόν ο ΣΥΡΙΖΑ, αντανακλούνται, όπως ήταν φυσικό, και στην έως τώρα πολιτική της Κυβέρνησης. Την σκληρή στάση της πρώτης εβδομάδας διαδέχθηκε η πολιτική του «έντιμου συμβιβασμού» και της κατάργησης του 30% του μνημονίου. Η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους είχε εγκαταλειφτεί, προσωρινά έστω, από τη στιγμή που ανέλαβε υπουργός οικονομικών ο Γιάννης Βαρουφάκης (Αν και – για να είμαστε δίκαιοι – ο Βαρουφάκης δε λέει ακριβώς ότι δεν πρέπει να διαγραφεί μεγάλο μέρος του χρέους). Η φαινομενική στροφή σε μια πιο συμβιβαστική στάση απέναντι στους δανειστές δεν αποτελεί απαραίτητα το προοίμιο μιας κωλοτούμπας. Μπορεί να ειδωθεί και ως αντανάκλαση των περιορισμών και αντιφάσεων του αντιμνημονιακού μπλοκ. Αυτή τη στιγμή η μπίλια έχει κάτσει στο «όχι άλλα μέτρα», στο «δίκτυ ασφαλείας» και στο «μέτρα ανακούφισης». Αυτό φαίνεται να θέλουν και τα κομμάτια που ηγεμονεύουν (ή, ακριβέστερα, υπέρ- εκπροσωπούνται) εντός του αντιμνημονιακού μπλοκ. Οι μεσαίοι και κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο, τα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης (άνεργοι, επισφαλώς εργαζόμενοι) και τα κατώτερα στρώματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. Αλλά και γενικότερα, η άποψη «έντιμος συμβιβασμός» συν «μέτρα ανακούφισης» ηγεμονεύει εντός του κοινωνικού μπλοκ που στηρίζει την κυβέρνηση. Αν όμως οι δανειστές δεν δεχθούν ούτε καν αυτά τα μέτρα ανακούφισης ή αν αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή –  που θα αποδειχθούν ανεπαρκή, όσο αφορά στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας – ή δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα, τότε είναι δυνατό να ενισχυθεί η τάση της ρήξης με το ευρώ, τάση που υπάρχει – ως μια σημαντική μειοψηφία –  στους κόλπους του αντιμνημονιακού μπλοκ. Αλλά δεν έχουμε φτάσει – ακόμα –  σ’ αυτό το σημείο

 

Τα ζιγκ – ζαγκ της διαπραγμάτευσης

Η διαπραγμάτευση – θρίλερ έχει φτάσει – την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές – σε ένα φαινομενικά δραματικό αδιέξοδο. Με την πλευρά των δανειστών (κυρίως των γερμανών) να σκληραίνει τη στάση της και την ελληνική πλευρά να φαίνεται ότι υποχωρεί (ακριβέστερα, να καίει κάποια διαπραγματευτικά της χαρτιά σχετικά νωρίς) σε κάποια ζητήματα, κρατώντας παράλληλα κάποιες κόκκινες γραμμές. Κι όλα αυτά την ώρα που ένας «έντιμος συμβιβασμός» έδειχνε σχεδόν σίγουρός ή φαινόταν να ήταν προ των πυλών. Η κλιμάκωση αυτή θα πρέπει να αποδοθεί περισσότερο στις εσωτερικές αντιφάσεις και στα αδιέξοδα εντός του μπλοκ των δανειστών, παρά στις όποιες παλινωδίες ή/και ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ. Για τους γερμανούς συγκεκριμένα, η σκλήρυνση της στάσης τους μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ανησυχίας ή/ και φόβου εκ μέρους τους –  για το ενδεχόμενο να χάσουν τον έλεγχο του μαγαζιού τους, της ευρωζώνης δηλαδή –  παρά ως επίδειξη πυγμής και δύναμης. Αλλά θα χρειαστεί να επανέλθουμε σ’ αυτά

 

Η επιλογή Παυλόπουλου και η μάχη για την ηγεμονία

Ολοκληρώνοντας τη μικρή μας αποτίμηση, δύο λόγια για την επιλογή Πάκη για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Θεωρώ είναι μια κίνηση που αποσκοπεί τόσο στην αποδυνάμωση – διάσπαση του μνημονιακού μπλοκ  όσο και στην ουδετεροποίηση της δεξιάς αντιπολίτευσης. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια κίνηση στη λογική «μ’ ένα σμπάρο – δυο τρυγόνια» ή – για να μιλήσουμε με σκακιστικούς όρους – μια κίνηση ματ: Αν ο σαμαράς δεν αποδεχόταν την υποψηφιότητα Παυλόπουλου, τόσο η δεξιά όσο και το μνημονιακό μπλοκ θα οδηγούνταν σε διάσπαση. Συρόμενος στην υπερψήφιση του υποψηφίου που υπέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ, κρατάει μεν το κόμμα υπό το έλεγχο του – προσωρινά ίσως – αλλά αποδέχεται ντε φάκτο την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί (αν δεν το επιτυγχάνει κιόλας) να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη συνολικά του έθνους – όχι μονάχα του αντιμνημονιακού μπλοκ.

Καλά όλα αυτά, θα πείτε, αλλά αρκούν για τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης. Όχι, δεν αρκούν. Προφανώς και δεν αρκούν. Αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει, σε πρώτη φάση, να ανακουφίσει τα πλατιά λαϊκά στρώματα, αν δεν μπορέσει να αντιμετωπίσει, αργότερα, το ζήτημα του χρέους και αν δεν επιβάλει μιαν άλλη πολιτική,  ερχόμενη ακόμα και σε σύγκρουση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, θα κινείται στην αβεβαιότητα. Μπορεί η (αστικοδημοκρατική – για να μη ξεχνιόμαστε) κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να έχει κερδίσει, προς το παρόν, τις εντυπώσεις, αλλά τα δύσκολα έπονται

Α, και κάτι άλλο. Για να σταθεροποιήσει την ηγεμονία της μια κυβέρνηση δεν αρκούν κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα και λεκτικές ακροβασίες. Αλλά ούτε και κάποιες τακτικές νίκες, μπορούν να εγγυηθούν την οριστική επικράτηση. Χρειάζεται στρατηγική. Αλλά πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε ότι το Σχέδιο Α του Βαρουφάκη αποτελεί μια ρεαλιστική στρατηγική εξόδου από την κρίση;