Ο δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται: από τον Celesten Freinet στο σχολείο της κοινότητας
17/02/2015
Η δυνατότητα να υποστηρίξουμε σήμερα το δημόσιο σχολείο, έναντι της κρυφής ή φανερής ιδιωτικοποίησης ή ακόμη περισσότερο έναντι της κατ’ οίκον διδασκαλίας, αποκτά ιστορική προοπτική στην ελληνική κρίση (2010 -) και την έξοδο απ’ αυτή, μέσα από την αντιπροσώπευση μιας αριστερής κυβέρνησης. Αυτό βέβαια σημαίνει συγχρόνως να έχουμε στο βλέμμα μας και τα άλλα βάθρα της δημοκρατίας: ως προς την αντιπροσώπευση, το μέσα κι έξω από τη βουλή, ως προς τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, τις μορφές εργατικού ελέγχου και ως προς την τοπική αυτοδιοίκηση, τις λαϊκές συνελεύσεις, τα κοινωνικά κινήματα, τις τοπικές δράσεις και τις κοινότητες. Κι όλα αυτά διαλεκτικά αντιμετωπίσιμα ως προς αυτά που προηγήθηκαν, τις σχέσεις μέσα στο σχολείο στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, την επιστροφή της διοίκησης και την αναστολή της δημοκρατίας. Το αίτημα είναι αναδιάταξη των άνισων σχέσεων μέσα στο σχολείο, εκ περιτροπής διευθυντές κι όχι εργοδότες της προηγούμενης περιόδου, συμβούλους με παιδαγωγική κι όχι διοικητική αξιολογική εξουσία, φωνή, εκπροσώπηση και πολιτική των παιδιών, καθώς επίσης και άμεση δημοκρατία, έτσι ώστε να έχουμε, μέσα στη πολιτική μεταβολή της περιόδου, περισσότερη ελευθερία και ισότητα. Ο εκπαιδευτικός καλείται να συμμετέχει σ’ αυτή την άμεση δημοκρατία του σχολείου, πέρα από τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, μαζί με τους άλλους εργαζομένους του σχολείου, αλλά και τους φορείς της σχολικής κοινότητας, μέσα στις δυσκολίες που είναι παράγωγες της ηγεμονίας του οικονομικού και της καταστροφής συγχρόνως του κεφαλαίου και της εργασίας( οικονομικής κρίσης). Η συνομιλία του με τη γειτονιά, τα κοινωνικά κινήματα, τις λαϊκές συνελεύσεις, η άρνησή του στις συγχωνεύσεις και η επιλογή ενός μικρού σχολείου – πολιτιστικού κέντρου των πολλών κοινοτήτων που παίρνουν μέρος σ’ αυτό, είναι τα μορφικά χαρακτηριστικά αυτής της πλατωνικής σπηλιάς που είμαστε εντός της. Το φιλμ Ο δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται (2006) του Daniel Losset θα μπορούσε να είναι μια δυνατή απάντηση σ’ αυτή την προβληματική και για ένα σχολείο της κοινότητας. Ένα φιλμ γαλλικής παραγωγής για την δημόσια τηλεόραση της Γαλλίας, το οποίο αφηγείται τα παιδιά, τον δάσκαλο με τη φίλη του και την κοινότητα, μέσα σ’ ένα πολιτικό κλίμα ασφυκτικό, λόγω της ανόδου του φασισμού. Η πρώτη επαφή του δασκάλου με τα παιδιά, η ανάγνωση του κόσμου τους και του τρόπου που σκέφτονται, η δυνατότητά του να βλέπει τα όριά τους λίγο πριν να αδιαφορήσουν γι’ αυτά που ακούν ή βλέπουν, είναι η αφετηρία ενός νέου παιδαγωγικού προβληματισμού του δασκάλου που καταφεύγει σε μια σειρά τεχνικών για να συνομιλήσει μαζί τους. Έτσι, το σχολείο γίνεται ένας μικρός τόπος δημοκρατίας, καθώς τα παιδιά συγκεντρώνονται για να οργανώσουν τις συλλογικές τους δράσεις, βγαίνουν έξω απ’ αυτό, γίνονται αντικείμενο δυσμενών σχολίων καθώς εκλαμβάνονται ότι δεν κάνουν μάθημα και αποβλέπουν στο να συντονίζουν διαρκώς αυτά που σκέφτονται, μ’ αυτά που φαντάζονται, πιάνουν, βλέπουν, ακούν, γεύονται και μυρίζουν. Στο σχολείο επιστρέφει η κεντρική ιδέα του μοντερνισμού, η κίνηση. Χωρίς απαγορεύσεις, όπως αυτές που ζήσαμε, ο εκπαιδευτικός μπορεί να μεταβαίνει στους χώρους μέσα κι έξω από το σχολείο με βάση το ρυθμό της διανοητικής εργασίας που έχει με τα παιδιά. Η φιγούρα του δασκάλου είναι αυτή, τίθεται και αίρεται. Ο δάσκαλος αυτό που κάνει είναι να συμμετέχει στη ζωή του σχολείου ετοιμάζοντας κάθε φορά το επόμενο βήμα της παιδαγωγικής του. Ξεκινά με την ανάγνωση των αναγκών των παιδιών, όπως το να μη βαριούνται ή να μην είναι υπάκουο το σώμα τους στο ενδεχόμενο μιας μελλοντικής τιμωρίας και ενσωματώνει σιγά – σιγά τη ζωή με τον τρόπο που τη βάζουν μέσα στο σχολείο οι μαθητές. Στη συνέχεια βλέποντας το αδιέξοδο της επικοινωνίας των μαθητών, καθώς λόγω της θέσης τους στα θρανία δεν μπορούν να συνομιλήσουν, σχηματίζει ομάδες και οδηγεί τα παιδιά στη δυνατότητά τους να ψηφίζουν γι’ αυτά που τα απασχολούν ως θέμα για να διαπραγματευτούν. Τα παιδιά ολοκληρώνουν ένα κύκλο μέσα στη τάξη με την τεχνική του τυπογραφείου, τα δικά τους αναγνωστικά και τη σχολική τους βιβλιοθήκη, όμως η δουλειά του δασκάλου δεν σταματά εδώ. Η αυλή είναι ο χώρος που πραγματοποιεί την πρώτη έξοδο από την τάξη. Σ’ αυτό το χώρο τα παιδιά βιώνουν μια νησίδα ελευθερίας έκφρασης και δημιουργικότητας, συνεχίζοντας την περιέργεια τους και στις αναδυόμενες αντικειμενοποιήσεις της έρευνάς τους. Η δυνατότητα το μάθημα να γίνεται έξω από την τάξη είναι ένα σημαντικό βήμα, με καθοριστικό τον ρόλο των ομάδων και της αυτενέργειας. Η δυνατότητα να μετατρέπουν τον χώρο εκτός τάξης, την κοινότητα αυτή τη φορά, ως πηγή γνώσης, είναι ένα ακόμη κεφάλαιο στην δυνατότητα άσκησης αυτής της παιδαγωγικής. Τα επαγγέλματα των ανθρώπων, για παράδειγμα, γίνονται μια τέτοια πηγή γνώσης κι έτσι η αποσχολειοποίηση [deschooling], αρχιτεκτονική εν πολλοίς, γίνεται η συλλογική δράση των παιδιών. Η δυνατότητά τους επίσης να αλληλογραφήσουν είναι μια ακόμη τεχνική καθώς απελευθερώνεται η σχέση τους με την κοινότητα και συνομιλούν με άλλα σχολεία κι άλλους μαθητές. Η τεχνική της βιβλιοθήκης, όπου καμαρώνουν για τα δικά τους βιβλία, η τεχνική του τυπογραφείου για να φτιάξουν τα πρώτα τους μικρά βιβλία ή εφημερίδες τοίχου, το σχολικό συμβούλιο για να αποφασίζουν τις καινούριες δράσεις, ο σχολικός κήπος ή η φύση ως ένα εργαστήρι φυσικών επιστημών, ανοιχτό και προσβάσιμο από τα παιδιά, είναι μερικές από τις τεχνικές που παίρνουν μέρος σ’ αυτό το φιλμ με το χαριτωμένο όνομα «Ο δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται». Τα παιδιά ονειρεύονται, είτε την ουτοπία ενός κόσμου δικού τους με κύριο στοιχείο του την αγάπη, την αλληλεγγύη, τη σχέση τους με τον δάσκαλο και την αλλαγή του κόσμου, είτε την αντιπαράθεση τους με την πολιτική εξουσία που θα τους στερήσει τα όνειρα. Αίτημά μας είναι τα μικρά σχολεία, η εναλλαγή πρωτευόντων και δευτερευόντων μαθημάτων, η συγκρουσιακή επιστημολογία φυσικών και κοινωνικών επιστημών, η γενίκευση των εργαστηρίων για την σύνδεση της χειρωνακτικής με την πνευματική εργασία, η υιοθέτηση των τεχνικών Freinet και η δημιουργία αναγνωστικών από τα ίδια τα παιδιά, η βιβλιοθήκη, η συλλογική δράση με τον χαρακτήρα της πολιτειότητας [citizenship] και της αριστοτελικής πράξης και φρόνησης, η ιθαγένεια και η υπηκοότητα σε όλα τα παιδιά, η ελεύθερη κυκλοφορία στους χώρους του σχολείου κι έξω από αυτό με βάση το τρίπτυχο τάξη – αυλή – κοινότητα, η παιδαγωγική της αυλής, η υιοθεσία χώρων εκτός του σχολείου, έτσι ώστε το σχολείο να μην είναι ένα μόνο κτίριο οροθετημένο με κάγκελα, οι διαδρομές (πεζή, δημόσιες συγκοινωνίες, ποδήλατα) στη πόλη και η παραγωγή δημόσιας σφαίρας με βάση τα δικαιώματα των παιδιών Η καθημερινότητα είναι το πεδίο άσκησης αυτής της αναδυόμενης υποκειμενικότητας των παιδιών, στο πλαίσιο της οποίας τα υποκείμενα ενώνουν την θεωρία με την πράξη, τον πολιτισμό με την βεβήλωση του παιχνιδιού, τον παραγωγικό με τον ελεύθερο χρόνο και τις επιστήμες με τις εφαρμογές. Το αίτημα είναι ένα σχολείο της κοινότητας [Community School] που θα ευνοεί τους συνεταιρισμούς, παράδειγμα του οποίου είχαμε μέσα στην κρίση (2010 -) για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η διατροφή είναι κεντρική στο σχολείο, τόσο ως συνεστίαση ή αίθουσα φαγητού, όσο και για παρασκευή της, τον σπιτικό της χαρακτήρα ή ακόμη και για καλλιέργεια των προϊόντων που χρειάζονται, μέσα από ένα πρόγραμμα για σπόρους και φυτέματα. Ο σχολικός κήπος και οι πειραματισμοί στον ελληνικό μεσοπόλεμο γνωρίζουν μια νέα επικαιρότητα. Αυτό το σχολείο θα αποτελείται από τα εργαστήρια, θα αντιλαμβάνεται την πόλη ως εργαστήρι φυσικών και κοινωνικών επιστημών και την αυλή, ως παιχνίδι κι ως χώρο δημοκρατίας και λήψης των αποφάσεων. Αυτό το σχολείο με τον κόσμο σε μικρογραφία, το τυπογραφείο, τη βιβλιοθήκη, το σινεμά, την κοπτική και ραπτική, όπως και την τέχνη του Καραγκιόζη, θα είναι ένα δίκτυο με τις υποστηρικτικές δομές της Πολιτειότητας, του Πολιτισμού και της Υγείας. Κεντρικό σ’ αυτή την αντίληψη είναι τοανοιχτό προς τα έξω σχολείο και η παραγωγή, μέσα από τα υλικά δίκτυα, σθεναρών σχέσεων με πολλούς ενήλικους, οι οποίοι μπορούν να αντικαταστήσουν την απώλεια της αυθεντίας των γονιών και των εκπαιδευτικών. Μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και κοινοτισμού ήδη σήμερα έχουμε μια σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία που παίρνει τα ιστορικά χαρακτηριστικά της κρίσης της εκπροσώπησης και μιας ανάδυσης νέων υποκειμενικοτήτων, όπως είναι τα παιδιά, η οποία σημαίνει την εκ νέου γενικευμένη χρήση της παιδαγωγικής στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης, του αντιφασιστικού αγώνα, της κοινότητας, της διαρκούς μάθησης και της παραγωγής νέας γνώσης. Ο τρόπος που κινήθηκε η διοίκηση ήταν ιεραρχικός για τον εκπαιδευτικό, προκειμένου να αξιολογηθεί και στο πρόσωπό του να κριθεί η εκπαίδευση για να γίνεται χωρίς σχολεία, εξ αποστάσεως με ψηφιακό αλφαβητισμό ή κατ’ οίκον [homeschooling]. Η αυλή ως χώρος εκφοβισμού, η έξοδος της πολιτικής από το σχολείο, η προτεραιότητα στις γνωστικές δεξιότητες έναντι των άλλων, η επιστροφή στην τάξη και στη γονική αυθεντία, συντελούν στη δημιουργία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου εκπαίδευσης. Αλλά αυτό που συμβαίνει τώρα είναι να διακινούνται κοινοτικές ιδέες που διαφεύγουν των projects της παρελθούσας δεκαετίας και του εκσυγχρονισμού. Έτσι δίνεται μια απάντηση από τις νέες υποκειμενικότητες, των παιδιών, των εκπαιδευτικών, αλλά και των ανθρώπων που συνεργούν στο εκπαιδευτικό έργο, με το όνομα παιδαγωγική της αντίστασης ή κριτική παιδαγωγική ή επαναστατική παιδαγωγική. Το σχολείο έτσι γίνεται μια δημοκρατική συγκέντρωση ανθρώπων, μια δυνατότητα προσωρινά να είμαστε ίσοι, ένας τόπος που μπορούμε να βιώσουμε το πέραν της αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων, ένας τόπος δημοκρατίας