Ο κ. Πενθήμερος, 5. Το όνειρο του Κubin και το Γέλιο του Μπερξόν
16/02/2015
Σκίτσα του Άλφρεντ Κούμπιν από το μυθιστόρημά του ‘η άλλη πλευρά’
«Στην όχθη ενός ποταμού ένας μυλωνάς διάβαζε μια τεραστίων διαστάσεων εφημερίδα. Αφού την διάβασε, την έφαγε και αμέσως από τα αυτιά του άρχισε να βγαίνει καπνός, ενώ ο ίδιος απέκτησε μπρούτζινο χρώμα. Ύστερα σηκώθηκε, κράτησε την κρεμαστή κοιλιά του με τα δυο του χέρια κι άρχισε να τρέχει ορμητικά πάνω κάτω στην όχθη, ενώ κοίταζε αγριωπά γύρω του και σφύριζε στριγκά. Τελικά σωριάστηκε στο έδαφος σαν να είχε δεχτεί χτύπημα. Χλόμιασε και το σώμα του έγινε ελαφρύ και διάφανο. Τώρα μέσα στα σωθικά του διακρίνονταν δυο μικροί σιδηρόδρομοι που έτρεχαν πέρα-δώθε σαν να προσπαθούσαν να προλάβουν ο ένας τον άλλο. Η ταχύτητα τους ήταν ιλιγγιώδης καθώς έστριβαν πότε στη μία έλικα του εντέρου και πότε στην άλλη. Κούνησα το κεφάλι μου εμβρόντητος. Ήθελα να βοηθήσω τον μυλωνά. Αλλά πριν προφτάσω να κάνω τίποτα, ένας χιμπατζής άρχισε να φυτεύει γύρω μου, με μεγάλη ταχύτητα έναν κυκλικό κήπο. Φοβήθηκα ότι θα παγιδευόμουν από αυτόν τον ζωντανό φράχτη σαν μέσα σε κλουβί, αλλά πριν σκεφτώ πώς να ενεργήσω απελευθερώθηκα. Ο νεαρός μυλωνάς, που δεν ήταν πια διαφανής, μετά από μερικές δυνατές ωδίνες άρχισε να γεννάει ένα περιδέραιο από εκατοντάδες χιλιάδες ασπριδερά σαν γάλα αβγουλάκια, από τα οποία εκκολάφτηκαν μυριάδες σαλιγκάρια που βάλθηκαν αμέσως να καταβροχθίζουν τον γεννήτορά τους. Μια διαπεραστική μυρωδιά από καπνιστό ψάρι πλημμύρισε την ατμόσφαιρα και τα σαρκώδη βλαστάρια γύρω μου μαράθηκαν και σάπισαν. Το προάστιο εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε ένα δίχτυ από μαβιά σπινθηροβόλα νήματα. Παρατήρησα ένα κολοσσιαίο μύδι που κείτονταν στην όχθη του ποταμού σαν ύφαλος. Έκανα να πηδήσω πάνω στο σκληρό όστρακό του…καινούργια συμφορά! Το μύδι άνοιξε αργά- αργά και βρέθηκα να πατάω στην τρεμάμενη, ζελατινώδη μάζα με την οποία ήταν γεμάτο το εσωτερικό.» Αυτό το όνειρο έμοιαζε να μην είναι δικό του. Πώς όμως είναι δυνατό να δεις ένα ξένο όνειρο; Το όνειρο ενός άλλου; Μουρμούρισε: πώς είναι δυνατό; Όλα μπορούν να συμβούν όμως στα έγκατα του Ασυνειδήτου. Τώρα βέβαια που το ξανασκεφτόταν –τόσο ζωντανά όσο το είχε δει- νόμιζε πως το είχε διαβάσει αυτό το όνειρο. Σ’ένα βιβλίο. Να δεις πώς το έλεγαν το βιβλίο… «Η άλλη πλευρά»,ναι αυτό ήταν και το είχε γράψει κάποιος Κubin. Άλφρεντ Κubin. Το ίδιο βιβλίο θα πρέπει να είχε διαβάσει κι ο Κάφκα. Ο Κούμπιν ήταν φίλος του. Ο Κάφκα τον αναφέρει επτά φορές στα ημερολόγιά του. Επτά φορές. Άλλες τόσες μιλά ο Κάφκα για την πάθηση που τον βασάνιζε. Δυσκοιλιότητα. Ο Κούμπιν είχε το ίδιο βάσανο. Οι δυο τους συζητήσουν συχνά για το κοινό τους πρόβλημα και δεν γελούσαν καθόλου. Οι ασθένειες έχουν και μια κωμική πλευρά κι οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτές τις δυσλειτουργίες γίνονται πολλές φορές γελοίοι.
Ο Άλφρεντ Κούμπιν (1877-1959}
Ο κύριος Πενθήμερος ήταν καλά στην υγεία του. Όμως έπασχε κι αυτός από μια δυσλειτουργική ασθένεια, την ασθένεια της απόλυσης. Δεν μπορούσε λοιπόν να γελάσει παρά μόνον με την δυσκοιλιότητα των άλλων δύο, του Kafka και του ζωγράφου Cubin(«Η άλλη πλευρά» ήταν το μοναδικό του μυθιστόρημα). Με την ασθένεια που τον βασάνιζει κανείς δεν γελάει. Αλλά ούτε με το «Γέλιο» του Μπερξόν είχε γελάσει. Αυτό δεν το πολυκαταλάβαινε κιόλας. Πώς είναι δυνατό να μην γελάς μ’ένα βιβλίο που έχει θέμα του το γέλιο; Φυσικά ούτε ο Μπερξόν γέλαγε όταν το έγραφε. Λίγοι γελάνε μ’αυτά που γράφουν και μάλιστα αν είναι σπουδαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Μπερξόν. Αλλόκοτοι άνθρωποι αυτοί οι φιλόσοφοι. Κι όμως ο Τσέστερτον έγραψε πως σε οτιδήποτε είναι σημαντικό (όπως το σεξ, ο θάνατος κι η θρησκεία) θα πρέπει να ενσταλάξεις ευθυμία, αλλιώς αυτό που θα εισπράξεις θα είναι η τρέλα. Κάτι από το οποίο δεν κινδύνευε ο κύριος Πενθήμερος. Αφού ούτε το σεξ, ούτε η θρησκεία, ούτε ο θάνατος τον απασχολούσαν. Αυτός ήταν ένας απολυμένος από τη δουλειά του που ήταν όλη του η ζωή, όλο του το είναι. Αν έψαχνε κάτι, αυτό ήταν ένα μέρος να ξεσπάσει το μένος του και δεν μπορούσε να ευθυμήσει. Ούτε να γελάσει. Κάποιοι άνθρωποι δεν γελούν ποτέ. Κάποιοι άλλοι γελούν πάντα. Κάποιοι έχουν ισχυρή αίσθηση του χιούμορ, της ειρωνείας, του σαρκασμού. Οι πολλοί αρέσκονται μόνο να πειράζουν τους άλλους. Αλλά δεν δέχονται κανένα πείραγμα οι ίδιοι. Οι περισσότεροι σαρκάζουν, αλλά δεν αυτοσαρκάζονται. Όλοι ή σχεδόν όλοι- γελάμε με τους άλλους. Με κακεντρέχεια. Με φθόνο. Ακόμα και με μίσος. Καλοσυνάτο γέλιο υπάρχει αλλά δεν περιέχεται στις κατηγορίες που αναφέραμε. Τα παθήματα των άλλων είναι το υλικό του γέλιου. Με τον εαυτό μας δύσκολα γελάμε γιατί έτσι τον αποκαθηλώνουμε μπροστά στα μάτια των άλλων αλλά κυρίως στα δικά μας. Το γέλιο χρειάζεται τεχνική, ευφυΐα, ευστροφία. Δεν διαθέτουμε όλοι αυτά τα χαρίσματα συγκεντρωμένα. Πάντως ο κύριος Πενθήμερος σ’αυτήν τουλάχιστον τη φάση της ζωής του – πριν την απόλυσή του δεν τον είχαμε ακόμα γνωρίσει, δεν είχαμε συστηθεί μαζί του- δεν γελούσε γιατί ήταν ένας γελασμένος. Χωρίς δουλειά, και μάλιστα πενθήμερη, ο κύριος Πενθήμερος, ή κύριος Απολυμένος, τώρα κύριος Γελασμένος έχανε τη μοναδική ταυτότητα που είχε καταφέρει ν’αποκτήσει. Αυτήν του υπαλλήλου. Και σκεφτόταν μήπως κάποτε ένας συγγραφέας υποσχόταν να γράψει τις εντυπώσεις ενός γελασμένου. Αυτός ο συγγραφέας όμως κινδύνευε ίσως να πνιγεί από τα γέλια, γράφοντας την ιστορία του Πενθήμερου και το έργο του να μείνει ημιτελές. Σκηνή στο προαύλιο ενός σχολείου: -Δεν γελάω κύριε καθηγητά. Δεν το ξέρετε; Έχω ένα μόνιμο γέλιο αποτυπωμένο στο στόμα μου. -Κι εγώ γιατί νομίζω πως μας κοροϊδεύεις; Και το ωραίο είναι πως μας κοροϊδεύεις μονίμως. -Δε φταίω εγώ, όμως, κύριε καθηγητά. -Ποιος φταίει; -Ο Θεός που μ’έφτιαξε. -Το ξέρεις ότι «είσαι το όραμα του τρομερού γέλιου της κόλασης»; Ξέρεις ότι «ο άσχημος είναι το γέλιο του διαβόλου πίσω από την ομορφιά»; Όπως λέει ο Βίκτωρ Ουγκώ στο μυθιστόρημά του «ο Άνθρωπος που γελά»; Άκου που σου λέω το γέλιο σου είναι και μόνιμο και διαβολικό! Κι ο ακούσια γελαστός μαθητής θυμήθηκε πως κάπου διάβασε πως «ο Ιησούς δεν γέλασε ποτέ» άρα ίσως να είχε δίκιο ο καθηγητής του για το διαβολικό του πράγματος. Αλλά κι αυτός πάλι τι έφταιγε; Και τι σημασία μπορούσε να έχει αν ήταν δημιούργημα του Θεού ή του Διαβόλου κι αυτός και το γελαστό του στόμα. Μονίμως μάλιστα γελαστό. Κι ο κύριος Πενθήμερος αναρωτήθηκε. Είναι αυτό Μαύρο Χιούμορ; Ο κύριος Πενθήμερος δεν είχε ιδέα τι είναι χιούμορ, πώς να ξέρει το χρώμα του όταν μάλιστα είναι μαύρο; Και πού να ξέρει να δίνει κιόλας ορισμούς. Κάτι εξαιρετικά δυσχερές ούτως ή άλλως. Ίσως τον ορισμό του Μαύρου Χιούμορ-του κατάμαυρου χιούμορ- να τον έδωσε εκείνος ο θανατοποινίτης που οδηγούμενος στην αγχόνη Δευτέρα πρωί φώναξε: «Λοιπόν, καλή βδομάδα να’χουμε»