Το ποτάμι, η μικρή Κινέζα και η βάρκα
09/02/2015
Κάποτε βρέθηκα στην Κίνα του Μάο. Αυτό έγινε κάποιον Σεπτέμβρη, λίγο πριν από την πολιτιστική επανάσταση, προτού οι Ερυθροφρουροί αρχίσουν να βγαίνουν στους δρόμους με κόκκινες σημαίες και τύμπανα, κρατώντας στο χέρι το κόκκινο βιβλίο του Μεγάλου Τιμονιέρη. Ήμουν στο Τσινγκτάο, ένα μεγάλο λιμάνι, με το «Λουκάς Ν.» του Νομικού. Εκείνη την εποχή, οι κινέζοι επιστήμονες είχαν ανακαλύψει την ατομική βόμβα και όλη η χώρα πανηγύριζε. Είχαμε μεταφέρει στάρι από μακριά, από την Αργεντινή. Η Αυστραλία που επί χρόνια τροφοδοτούσε την Κίνα, τότε, για πολιτικούς λόγους δεν της πουλούσε πλέον τίποτα.
Μόλις το καράβι έριξε άγκυρα στο ποτάμι, άρχισε η εκφόρτωση. Εκατοντάδες εργάτες έφτασαν στο λιμάνι για να ξεφορτώσουν, κάτι που το κατόρθωσαν σύντομα, σε μια μόνο βδομάδα. Τριάντα χιλιάδες τόνοι φορτίο δεν ήταν λίγοι. Δουλεύοντας εξαντλητικά και μεθοδικά, σαν μυρμήγκια, άδειασαν τ’ αμπάρια, βάζοντας το στάρι σε τσουβάλια. Οι μαούνες το πήγαιναν στις αποθήκες του λιμανιού κι από κει τα τρένα το μετέφεραν στην αχανή χώρα.
Την πρώτη κιόλας μέρα βγήκα στη στεριά με τους άλλους συναδέλφους. Το ταξίδι στον Ειρηνικό ήταν μακρύ, οδυνηρό, νιώθαμε μεγάλη μοναξιά, μας είχε λείψει η γυναίκα. Μια βάρκα με κουπιά μας έβγαλε στην όχθη, απ’ όπου κούληδες με ρικσά μας πήγαν στο Σίμενς Κλαμπ. Η βάρκα δεν είχε βαρκάρη, αλλά βαρκάρισσα, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι με τσαχπίνικο πρόσωπο και κοτσίδες. Φορούσε ψάθινο καπέλο και τη γκρίζα εργατική στολή που είχε επιβληθεί από το καθεστώς: παντελόνι και πουκάμισο με μακριά μανίκια και γιακά. Ελάχιστα σημεία του κορμιού της βρίσκονταν σε κοινή θέα κι επομένως η θηλυκότητά της επικεντρωνόταν στα δυο της μάτια που σπινθηροβολούσαν. Την κοίταζα έντονα, μα εκείνη χαμήλωνε το κεφάλι, ενώ τα βλέμματα των πεινασμένων ανδρών του πληρώματος έπεφταν πάνω της, σαν βέλη, μα δεν έβρισκαν σάρκα ν’ ακουμπήσουν. Από το κορμί της φαίνονταν μόνο τα χέρια κι ένα κομμάτι του λαιμού της. Κάτω από το πουκάμισο πρόβαλαν τα στηθάκια της, μικρά σαν πορτοκάλια.
Δεν πήγαμε πουθενά αλλού, δεν επιτρεπόταν. Από το Σίμενς Κλαμπ ψωνίσαμε κομψοτεχνήματα, κυρίως μπιμπελό από φελλό και ξύλο, μεταξένια υφάσματα σαντακρούτα, πίνακες με κινέζικα τοπία. Το βράδυ, προτού κλείσει, φωτογραφηθήκαμε δίπλα στο άγαλμα του Μάο και παρακολουθήσαμε την προσευχή των εργαζομένων στον ηγέτη τους. Επιστρέψαμε στο λιμάνι, όπου μας περίμενε η βάρκα. Η μικρή Κινέζα είχε μιαν έκφραση ανεξιχνίαστη. Την κοίταζα, εκείνη απόφευγε το βλέμμα μου, μα όταν έστρεφα το κεφάλι αλλού, με την άκρη του ματιού την έβλεπα να με παρατηρεί. Τη νύχτα, στριφογυρνώντας στο κρεβάτι μου, τη σκεφτόμουν πολύ, την είχα ερωτευτεί, όπως μόνο οι έφηβοι ερωτεύονται.
Την επόμενη μέρα, μολονότι δεν υπήρχε κανένας λόγος, ξαναβγήκα στη στεριά· ήθελα απλώς να τη δω. Την τρίτη μέρα, άφησα μια χάρτινη σακούλα με μήλα και πορτοκάλια στον ξύλινο πάγκο της βάρκας. Εκείνη τα είδε, νόμισε πως τα ξέχασα και μου έκανε νόημα με το χέρι να τα πάρω. Είναι δικά σου, της είπα, στα χαρίζω. Ο καπετάνιος μ’ έβλεπε που έβγαινα κάθε μέρα κι αυτό δεν του άρεσε. Μια μέρα στο κατάστρωμα με πλησίασε. Ήθελα να ξέρω τι κάνεις εκεί έξω, ρε μπαγάσα, μου είπε. Τίποτα, καπετάνιε, βαρέθηκα το μέσα, του απάντησα.
Την τέταρτη μέρα, σκέφτηκα να της πιάσω κουβέντα. Της είπα κάτι στα αγγλικά και μου απάντησε στη γλώσσα της. Ήταν αποτυχία. Αφού εκείνη δεν ήξερε ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά κι εγώ δεν ήξερα κινέζικα, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Όταν επέστρεψα στο καράβι, ο καπετάνιος με περίμενε. Θα μου πεις τι συμβαίνει; με ρώτησε. Τίποτα καπετάνιε, του απάντησα. Πρόσεχε κακομοίρη μου, είπε, θα μπλέξεις, θα σε χώσουν φυλακή, στην Κίνα έχουν κομμουνισμό, εδώ δεν περνάνε τα πουτανίστικα.
Την πέμπτη μέρα συνέβη κάτι αναπάντεχο: ένας εργάτης που μιλούσε αγγλικά μου μετέφερε την πρόσκληση να επισκεφτώ το σπίτι της. Τα ’χασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Ως όφειλα, ενημέρωσα τον καπετάνιο που ήταν αρνητικός, πρόβαλε διάφορες δικαιολογίες για να μη μ’ αφήσει να πάω. Κάποια στιγμή γύρισε στο γραμματικό που στεκόταν δίπλα του. Κοίτα να δεις που αυτός ο τσόγλανος θα πηδήξει στο τέλος, του είπε σαρκαστικά. Δεν μου άρεσε αυτό, ποτέ δεν είδα την κοπέλα σαν αντικείμενο, φαίνεται πως δεν είχε διαβάσει Πλάτωνα. Είναι προσβολή να μην πάω, καπετάνιε, του είπα. Δεν πρόκειται για ερωτικό νταραβέρι, απλή επίσκεψη είναι. Σε παρακαλώ, όμως, έλα κι εσύ μαζί, θα είσαι σαν κηδεμόνας μου. Εκείνος δίσταζε, έφερε αντιρρήσεις, αλλά με την υπόδειξη του γραμματικού δέχτηκε να με συνοδέψει.
Το σπίτι της κοπέλας –τη λέγανε Σου–, ήταν ένα ξύλινο κτίσμα στην πόλη, σε μια καταπράσινη περιοχή. Οι γονείς της θεώρησαν την επίσκεψή μας μεγάλη τιμή και μας περιποιήθηκαν αρκούντως. Μας έβαλαν να καθίσουμε σ’ ένα στολισμένο τραπέζι με λουλούδια και φάγαμε όλα τα καλά του κινέζου θεού, ψάρια, φίδια, αβγά και δεν ξέρω τι άλλο. Ο καπετάνιος έμεινε ευχαριστημένος από τη φιλοξενία και μόλις επιστρέψαμε στο καράβι έδωσε εντολή σ’ ένα καμαρωτάκι να κουβαλήσει στη βάρκα κι άλλα φρούτα και καλούδια.
Την προκαθορισμένη μέρα η εκφόρτωση τελείωσε. Οι εργάτες έφυγαν και το καράβι έπεσε δίπλα στην αποβάθρα για να καθαριστούν τ’ αμπάρια. Τώρα δεν χρειαζόταν να βγαίνω έξω για να τη βλέπω. Κατέβαινα, στεκόμουν σ’ ένα σημείο και την παρατηρούσα να μεταφέρει με τη βάρκα της τους ναυτικούς από τα άλλα καράβια που ήταν αρόδου· αυτό μου αρκούσε. Εκείνη μου χαμογελούσε και με χαιρετούσε με μια κίνηση του χεριού της, τα μάτια της λαμποκοπούσαν.
Η τελευταία μέρα στον Τσινγκτάο έμοιαζε πένθιμη, λυπητερή. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα, τα νερά του ποταμού ήταν σκούρα. Οι ναύτες έτρεχαν πρύμα πλώρα για να λύσουν τους κάβους. Την ώρα που το «Λουκάς Ν.» σήκωνε άγκυρα, στεκόμουν στα ρέλια της πρύμης και κοιτούσα τη Σου. Με κοιτούσε κι εκείνη από τη βάρκα, φορώντας πάντα το ψάθινο καπέλο της. Ο καπετάνιος από τη γέφυρα έδινε εντολές και μ’ έβλεπε. Τι έγινε, ρε μπαγάσα; μου φώναξε ειρωνικά. Δεν πήδηξες, ε; Ήμουν στενοχωρημένος για τη συμπεριφορά του, λυπόμουν που δεν καταλάβαινε, έτσι δεν του απάντησα. Προσπαθούσα να αποτυπώσω στη μνήμη το πρόσωπό της, τα μάτια, εκείνα τα μαύρα μάτια, τα χείλη της· κοιταζόμαστε χωρίς να λέμε τίποτα. Και τι να πούμε; Το ξέραμε πως δεν επρόκειτο να ξανανταμώσουμε.
Ύστερα το καράβι σφύριξε, η προπέλα έκανε αφρούς, κι εγώ τότε ένιωσα υγρασία στα μάτια. Όσο κι αν το επιθυμούσα, δεν ξαναγύρισα στην Κίνα του Μάο. Ποτέ.