Άκουα

Είναι η στιγμή σημειωμένη. Επακριβώς. Χρονολογία με ό,τι την αποτελεί. Χρονιά όπου  τα νερά τρέχανε σαν τρελά τον κατήφορο. Σαν παιδιά που τσούλαγαν πάνω στα πατίνια κι ανέπτυσσαν ταχύτητες ηλικίας.

Το νερό είναι από τα βασικά συστατικά  μου και των άλλων και του κόσμου. Ξέγνοιαστα τότε, τώρα λιγοστά. Η φλέβα του νερού στένευε όλο και περισσότερο παρά τη σκανταλιά του – ήταν γνωστό ότι πάντα κατάφερνε να διαφεύγει – τώρα σα να το σταμάταγες τάχα λιγόστευε  ολοένα. Δε ζυγιζόταν καν τόσο λίγο είχε μείνει κι εγώ δίψαγα. Τα χείλη στεγνά κι ανάμεσα στα φρύδια η αγωνία της έλλειψης. Το νερό το ‘σκαγε. 

Γι αυτό την ονόμασαν Μαρίνα. Γιατί γεννήθηκε στη θάλασσα, την αγαπούσε το νερό. Το ξεδίψαγε. Την πήγαν σε πορνείο. Με το ζόρι. Ποια μπαίνει  σε πορνείο όπως στην εκκλησία. Ποτέ τόσο μόνη να καταλύσει τη μόνη της διέξοδο. Να κλείσει την πύλη της καταγωγής του κόσμου αφαιρώντας  της την ηδονή. Όταν την πήραν πίσω ήταν το ίδιο αγνή όπως όταν την πήγαν. Παρότι είχαν ζωγραφίσει το σώμα της με όλα τα γεγονότα της γέννησης του κόσμου.

Την είπαν Μαρίνα γιατί είχε γεννηθεί στη θάλασσα. Aqua marina. Άκουα το νερό που έτρεχε στις φλέβες της.

 

«Χτύπησέ με τιμημένε μου άρχοντα,

δωσ’ μου μια μαχαιριά, δωσ’ μου γρήγορο πόνο

γιατί το μέγα πέλαγος χαρές  ξεσπώντας πάνω μου

θα το βουλιάξει το μουράγιο της ζωής μου

κι θα πνίξει με τη γλύκα της». την κύκλωσαν σκυλιά, πολλά σκυλιά διψώντας για νερό.

«συναγωγή πονηρευομόνων περιέσχον με», είπε.

Η όψη της κατέλυσε τη δύναμή τους και την επιθυμία τους και τις υλακές τους.

Η Μαρίνα επέστρεψε στο βασίλειό «με ατσάκιστα φτερά» μια μικρή αθώα τσίχλα που τραγουδούσε μέσα στην καταχνιά… η Κίχλη. Η Κίχλη του φωτισμένη από χίλιους προβολείς στα σκοτεινά προχωρώντας  ώσπου οι φωνές πολυσύχναστη συμφωνία πάνω σε σπασμένες κολώνες και τ’ αγάλματα ξαφνιασμένα πετάχτηκαν απ’ τον ύπνο τους και κυνήγησαν τον ανόσιο επισκέπτη της νήσου. Μεγάλη αναστάτωση κι εκεί τέσσερεις ίπποι τέσσερεις  καβαλάρηδες της Αποκάλυψης κι ο όρκος των τεσσάρων σωματοφυλάκων. Η υπόσχεση. Ο χλωρός ίππος γονάτισε και το βλέμμα αυτών που είχαν στοιχηματίσει τρύπωσε στα μαρμάρινα σκαλιά. Ο λευκός ίππος τερμάτισε τρίτος. Κραυγές και άνθρωποι που έτρεχαν να γλιτώσουν. Ποτέ δεν γλιτώνουν οι άνθρωποι.

«τα χρόνια δίσεχτα

πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί

πήραν πολλούς τα σκάγια».

Μια επωδός, ο ερωδιός κι ένα κολιμπρί. Όλα πολύχρωμα, όμως η τσίχλα χάθηκε από τα μάτια μου στην καταχνιά πετώντας. Άκουα μαρίνα. Σαν ν’ άκουσε τ’ όνομά της. Κάποιοι υπόγειοι «ακονίζουν το δόντι του σκύλου σημαίνοντας θάνατο».

Ο σφυγμός στο χέρι πιο αδύναμος και πιο δυνατός.

Την ώρα εκείνη που μια νερόκοτα διέσχιζε τον ορίζοντα –αν και τα δάχτυλα χτυπάνε το διπλανό πλήκτρο απ’ αυτό που ψάχνουν – εκεί ο Τόμας Στερν, ο Ντάντε, ο Σεφέρης προστατεύοντας την Κίχλη του πριν  χαθεί στην καταχνιά- όλοι εκεί.  Και ό,τι κρύφτηκε δε θα φανερωθεί τον πάνω κόσμο γιατί στον κάτω όλα είναι κρυμμένα.