Foxrock

Foxrock. Το f κεφαλαίο, όπως όλοι οι τόποι και τα κεφάλαια της ιστορίας. Το c του rock δεν έλεγε να στρογγυλέψει.

 Έκανε χιλιόμετρα με το ποδήλατο φορώντας το παντελόνι του. Τα μπατζάκια χωμένα στις χοντρές του κάλτσες. Γαλάζιο βλέμμα σαν τ’ ουρανού. Τα μαλλιά του κάρφωναν το ταβάνι. Μια μπεζ πλαφονιέρα φώτιζε το δωμάτιο. Διάχυτη αίσθηση έλλειψης.

Ένα ποδήλατο έκοψε τα πόδια του Ναγκ και της Νελ. Οι γεννήτορες σε κάδους σκουπιδιών.

Αυτός φορώντας το παντελόνι του με τα μπατζάκια ελεύθερα ν’ ακολουθούν το νευρικό βάδισμά του. Αδύνατος, ψηλός, μονοκόμματος κάθεται μπροστά σ’ ένα σωρό σκουπιδιών. Διαβάζει Σοπενχάουερ.

Φορώντας παλτό γκρι ψαροκόκαλο, γυαλιά και μπερέ ως τ’ αυτιά πίσω από τη γωνία των οδών Voltaire και  Descartes‎‎ παρακολουθεί μια κηδεία. Παραβρίσκεται. Δύο αλήτες με μαύρα και κλακ πέρασαν ξυστά από τον δεξί του ώμο. Δεν του έδωσαν καμιά σημασία. Δεν τους έδωσε καμιά σημασία. Αυτή τη φύλαγε γι αυτό που ετοιμαζόταν να γράψει. Ένα κείμενο χωρίς σημασία.

-Καλημέρα… Λουτσία!                                                                                              

-Καλημέρα… κύριε. Η δεύτερη λέξη συγκοπτόμενη. Συλλαβιστή. Θα ‘ρθείτε στην παράσταση το βράδυ;

-Ναι. Ο πατέρας σου;

-…

Τη βλέπει με το φιδίσιο κοστούμι του ρόλου. Γυναίκα που κουλουριάζεται.

Δυσκολεύοντας τις λέξεις γράφει κατ’ επιταγήν το Δάντης… Μπρούνο… Βίκο… Τζόυς.

Έμαθε πολλά που τώρα τον δυσκολεύουν. Αλλά δεν μπορεί ακόμα να τα μοιραστεί.

Διάβασε τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου. Τον άγγιξε το ραβδί του δαίμονα. Το βράδυ σκεπασμένος μέχρι το λαιμό φύτρωσαν σπυριά άλλα με πύον άλλα όχι, σ’ όλο του το σώμα. Δύο χρόνια ψυχανάλυση. Ενοχλημένος από την αυστηρότητα της μαμάς που του έδωσε τα χρήματα.

Ο πατέρας, επιμετρητής ποσοτήτων έχτισε το σπίτι τους. Αυτός στο σχολείο που πήγαινε ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο συμπατριώτης του.

Έκαναν σπορ με τον αδελφό και τον πατέρα τους. Ο στοργικός πατέρας, φιλικός μαζί τους τώρα μια νοσταλγική ανάμνηση μέσα στο σπίτι που έχτισε.

«Ίσως έφυγαν τα καλύτερα μου χρόνια. Τότε που υπήρχε ακόμα ευκαιρία για ευτυχία. Δεν θα ‘θελα όμως επ’ ουδενί να γυρίσουν. Τουλάχιστον με τη φωτιά που με καίει τώρα».

Η Τζόυς με τα πόδια παράλυτα ξαπλωμένη μπρούμυτα στο ντιβάνι με το κεφάλι της όρθιο καταυγάζεται από το φως ενός κεριού. Σαν πίνακας του Ρέμπραντ κρεμασμένος στον απέναντι τοίχο.

Πόσο στενό το δωμάτιο, πόσο η πίκρα του μεγάλη.

Η Τζόυς ξεκινά νωρίς τη μέρα. Τελειώνει αργά μ’ ένα φλιτζάνι τσάι. Δυσκολεύεται να πει τις κατάλληλες λέξεις στη νύχτα για να την πάρει μαζί της.

Η Πέγκυ κάθεται πάνω του καυλωμένη.  Σηκώνει τα χέρια του και τα βάζει πάνω από το κεφάλι. Αυτός κλείνει τα βλέφαρα. Γελάνε. Η παράσταση της Λουτσία πήρε τέλος. Χειροκροτήματα, σφυρίγματα, ζητωκραυγές.

Εκείνη επέμενε να τον βάλει στη θέση του συνοδηγού. Αρνήθηκε. Άνοιξε τα κανιά του και το ‘βαλε στα πόδια. Το αυτοκίνητό της τον προσπέρασε σπινάροντας.

 

Το Foxrock είναι μακριά τώρα. Το c επιτέλους κουλουριάστηκε στον εαυτό του σαν τη φιδίσια κίνηση της Λουτσία.

«Οι επιδιώξεις του χτες ίσχυαν για το εγώ του χτες, όχι του σήμερα. Μας απογοητεύει η μηδαμινότητα αυτού που μας αρέσει να ονομάζουμε φτάσιμο».

Με τα δάχτυλά των ποδιών τους γυμνά ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Μαρσέλ γελαστός αυτός αμήχανος.

Μια περίφραση. Αυτοί που έχουν χαθεί αντί του οι Χαμένοι. Τώρα βρίσκει τη θέση του. Το σκοτάδι που καταυγάζει το κενό. Ένα σιλό τοποθετημένο κάθετα έργο του Έσερ. Σώματα που αναζητούν άλλα σώματα.

Όρθιος στη μέση πράσινου τοπίου. Κάπως άκαμπτος. 26 ετών. Διαβάζει ακόμη Σοπενχάουερ.

Αδύνατος με τα μαλλιά όρθια να κοιτάνε τον ουρανό. Ένα δέντρο μόνο στη δεξιά άκρη του πλάνου μ’ ένα φύλλο. Ένα αγόρι αναγγέλλει πως αυτός που περιμένουν θα ‘ρθει αύριο.

Μοκασίνια μαύρα, κίτρινες κάλτσες χτυπούν το πάτωμα.

 Είσοδος. Μέσα από μένα θα βρεθείς ανάμεσα στους Χαμένους. Το φως δεν φωταγωγεί τίποτα. Κατατροπώνει.

Ωστόσο ο Μερσιέ και ο Καμιέ εκτελούν  ένα εύθυμο νούμερο.

-Τι κάνεις εσύ εκεί;

-Ό,τι  κι εσύ. Κοιτάζω τη χλομή σελήνη.

Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο μουρμουρίζει κάποιος στην πρώτη σειρά. Και του Μερσιέ σαν να του ξέφυγε  ένα: ακριβώς.

Εκεί σπάνια έχει ήλιο το Χειμώνα. Το μοναδικό παράθυρο το ξημέρωμα δεν έστελνε καθόλου φως.

Στην αρχή - αν και κάπως καθυστερημένα- μιλούσε ακατάπαυστα σαν εγγαστρίμυθος. Ύστερα η φωνή, σημαία λευκή, έλεγε όλο και λιγότερα ώσπου το φωτισμένο στόμα είπε ένα ολοστρόγγυλο: όχι εγώ.

Τότε όλα σώπασαν σα να ‘ταν  η πιο βουβή ώρα της νύχτας.