Εν αρχή Ηδονή

Κι αλήθεια γεννήθηκα.
Εγώ, η απόκοσμη.
Με τις χιλιάδες φωτιές στα μαλλιά μου.
Η Αχειροποίητη Γυνή ηδονής και οδύνης.
Σέρνω χιλιάδες γραμμές.
Καμπύλες απαλές κυρτώνουν το σώμα μου.
Λευκές υπάρξεις που κανείς δεν τις άγγιζε.
Στεριά που μπορείς να έρθεις με το κύμα σου.
Να ενωθείς με τα άδυτα.
Να μυρίζεις αέναη νιότη.
Απόρθητο Έρωτα,
Που μονάχα ο ήλιος τον άγγιξε.
Που μονάχα το χώμα,
Με γύμνωσε εμπρός σε χιλιάδες αστέρια.

Σε μέρη απόκρυφα,
Να σμίγω στα σκέλη μου,
Με της βροχής το αγνάντεμα,
Χιλιάδες πόνους, κραυγές κι ανεκπλήρωτα.

Τόσο κόκκινες,
Ακάνθινες,
Ρόδινες βελόνες,
Να τρυπάς το κορμί μου.
Κι ύστερα νωχελικά,
Να κατεβαίνεις τους λόφους μου.
Με τα περήφανα χέρια σου,
Αργά σε ανάπαυση.
Με κινήσεις εκστατικές.
Σαν Ύμνος αλώβητος σε βωμούς Ιερούς.
Και στον Άγιο Βράχο μου,

Από τα σπλάχνα μου, να ανεβαίνουν στιχόλιθοι.
Να απιθώνουν ολόλευκα κρίνα,

Σμιλεμένα μάρμαρα κατάλευκα,

Που θέλει ο γλύπτης να γλείψει με τις σκαλωσιές του Έρωτα,

Τον Κόσμο,
Που εμείς θα ορίσουμε.
Ένας ορθογώνιος Έρωτας,

Τρεις γωνίες κι ένας απέραντος κύκλος ενώνονται.

ΑΥΤΟΣ

Ο κόσμος μας, ο ελάχιστος, ο άπειρος!

 

 

Απόσπασμα από την πρώτη ποιητική συλλογή
της Άννας Εμμανουήλ «Εστί Ηδονή» εκδόσεις ΑΩ