Περιμένοντας

Κάποιοι περιμένουν τον Μεσσία όλη τους τη ζωή. Πεθαίνουν και δε μαθαίνουν ποτέ αν τελικά ήρθε. Η αναμονή τους δεν άξιζε τον κόπο, αλλά όταν το αντιλαμβάνονται είναι πια αργά.

Άλλοι περιμένουν τον Παράκλητο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, αν υποθέσουμε πως τα πράγματα δεν έχουν βρει ακόμα τη θέση τους. Αν και θα μπορούσαν να τακτοποιήσουν οι ίδιοι τα πράγματα.

Άλλοι, κάπως ονειροπόλοι ή ουτοπιστές, περιμένουν τον σοσιαλισμό, αν και είναι διαρκώς ανέτοιμοι να συμμετάσχουν στην επανάσταση αφού δεν τους βαστούν τα πόδια τους. Δικαιολογημένα μάταιη αναμονή.

Κάποιοι διαφορετικής ράτσας αναμένοντες περιμένουν τον Γκοντό πίνοντας με άπληστα στόματα οινοπνεύματα και πίκρα. Αλλά ο Γκοντό δεν έρχεται κι ας το έχει υποσχεθεί.

Η γη είναι ένας θαυμάσιος σταθμός αναμονής. Αλλά η αναμονή είναι μια βασανιστική κατάσταση περιβεβλημένη στολή λευκή.

Γιατί όπως καταλαβαίνει κανείς η πιο τραγική αναμονή είναι η αναμονή του θανάτου.

Και το ρολόι του χρόνου έχει αποδυθεί σ’ έναν ξέφρενο αγώνα να τον φέρει πιο κοντά.

Ωστόσο αυτός που περιμένει δεν αντιλαμβάνεται αυτήν την φρενιασμένη ταχύτητα του χρόνου. Προσβλέπει σε μια σκιά σκιάς. Όταν έρθει ο ακέφαλος καβαλάρης δεν θα τον ακούσει ο αναμένων ούτε θα τον δει. Η μακρά αναμονή έχει βλάψει τις δυο αυτές αισθήσεις του.

Η ζωή θα ήταν χωρίς νόημα αν δεν υπήρχε το τέλος. Αλλιώς θα ήταν αβίωτη πνιγμένη σ’ έναν κανιβαλισμό επιθυμιών που είναι αδύνατον να κορέσεις ή στην παντελή απουσία τους.