Άννα, τ' όνομα μου…

Κοιμόμουν ακόμα κι έβλεπα όνειρα. Σε κοίταξα δίπλα μου να
ανασαίνεις. Ονειρευόσουν κι εσύ. Το χέρι σου κίνησε, ύφανε
φως…
Τα βλέφαρα σου, έπαιξαν, άστραψαν κι έπειτα βυθίστηκες
πάλι. Βγήκα στη βεράντα, κοιτάζοντας χιλιάδες άστρα.
Δάκρυσα όπως εκείνα κάνουν τις νύχτες. Αχ, να μπορούσα να
αδράξω τούτη τη στιγμή, σαν πεταλούδα, να μην πετάξει στο
αύριο…
Σου γράφω μπροστά στης θάλασσας το κύμα. Απλώνεται κι
εγώ λιπόθυμη. Η κάμαρη μας μυρίζει υγρό γιασεμί, σαν εκείνο
που με πότιζες τις νύχτες. Σου γράφω, σου μιλάω. Με έχεις
πλησιάσει τόσο πολύ, και σου αφήνομαι. Την νύχτα με
κοίταζες. Σιωπηλός. Ανυπέρβλητο φως στο σκοτάδι σου. Έχω
μπει στη σιωπή σου. Κι αρχίζω να δείχνω πιο εύθραυστη με
τον τρόπο που ξέρω, με το κορμί μου, με το κάλλος μου, να
γητέψω εσένα στα βάθη μου. 
Περπάτησα γυμνή στην άμμο. Φυσούσε. Ένα καράβι πέρασε.
Αργούσες να ξυπνήσεις από το όνειρο. Πάνω μου, η θέρμη
σου ακόμα. Δεν τόλμησα να ονειρευτώ ότι με ονειρεύτηκες. Ο
άνεμος φυσάει τα μάτια μου σα δυo φλόγες. Πέρα μακριά στο
πέλαγο. Το νησί αυτό μας περιμένει. Ένα πουκάμισο σου
ξεχασμένο στη θάλασσα, μπολιασμένο με έρωτα υγρό. Οι
πλάτες σου διάφανες τρέχουν την δροσιά μου. Ω, κατάρα μου
πρώτη, ξέρω πως εσύ θα μείνεις κοντά μου. Σε ένα δωμάτιο
λεηλατημένο από τις φωνές της νύχτας που σμίγαμε. Σε
κοιτάζω με μάτια κλειστά, από την λάμψη. Τυφλή σε αγγίζω και
χάνομαι. 
Σου γράφω εδώ μπροστά στη θάλασσα που έρχεσαι τις μέρες
αυτές και χάνεσαι. Που βυθίζεσαι με μιa φωτιά στα στήθια σου,
απόκρυφα αναμμένη. Σου μιλάω καλέ μου… Όταν διαβάσεις
τούτο το γράμμα μου, θυμήσου και μίλα μου…
Να με κοιτάζεις με όλα τα μάτια σου.
Να με χαϊδεύεις με όλα τα χέρια σου.
Να με φιλάς με όλα τα χείλη σου και όλες τις λέξεις σου.
Στέκομαι εδώ και σε περιμένω.
Δώσε μου τούτη τη μέρα…