Ο Κος Πενθήμερος Μια ιστορία μαύρου χιούμορ 2. Ο κύριος Πενθήμερος διαβάζει την εφημερίδα του,3. τα 5 δάχτυλα του Κου Πενθήμερου
30/01/2015
Ο κύριος Πενθήμερος έπρεπε, οπωσδήποτε, να βρει κάτι να αντικαταστήσει το καθημερινό οκτάωρο, κάτι που δεν θα έμοιαζε με αυτό που έκανε ως τώρα.
Η δράση εντός του γραφείου ήταν μια κανονική εργασία, που την διεκπεραίωνε με ιδιαίτερο ζήλο και έναν σχεδόν εφηβικό ενθουσιασμό που δεν υποχωρούσε. Το πρωί ήταν εκεί, ακμαίος ο ενθουσιασμός του. Συνέχιζε ως το μεσημέρι. Περνούσε μια μικρή κάμψη πριν το απόγευμα και ανέκαμπτε ξανά, ως την ώρα που σχόλαγε. Μετά στο πρόσωπο και στα χέρια του απλωνόταν μια ηρεμία. Μια γλυκιά αναμονή ως την επομένη. Το βράδυ της Παρασκευής αισθανόταν χάλια γιατί ερχόταν το Σαββατοκύριακο, αλλά ξεπερνούσε αυτή τη διάθεση με τη σκέψη πως σε δύο εικοσιτετράωρα θα έφθανε η Δευτέρα.
Το’βλεπε πως δεν είχε διέξοδο. Έπρεπε να κάνει υπομονή. Αλλά για ποιο λόγο; Δεν περίμενε πια ούτε την προσεχή Δευτέρα, ούτε καμιά Δευτέρα από δω και μπρος. Η Δευτέρα ήταν ο αντίχειρας. Έπρεπε να τον αντικαταστήσει. Ή μήπως έπρεπε να τα καταφέρει με τα υπόλοιπα δάχτυλα; Αλλά ούτε την Τρίτη περίμενε. Χωρίς τον δείκτη δεν θα μπορούσε να δείξει και ν’αποδείξει τίποτα. Χωρίς την Τετάρτη δεν θα μπορούσε καν να βρίσκεται στη μέση της μέρας. Χωρίς τον παράμεσο, την Πέμπτη, δεν θα είχε παρέα ο μέσος. Αλλά πάλι αυτή η αποφράδα Παρασκευή δεν θα ερχόταν. Κι αυτό ήταν κάτι. Γλίτωνε το βράδυ της Παρασκευής από την αναμονή της Δευτέρας.
Από δω και μπρος όλες οι μέρες θα ήταν ένα ατέρμονο Σαββατοκύριακο. Πόσα όμως Σαββατοκύριακα δεν είχε καταφέρει να εξαφανίσει; Πόσα ενδιάμεσα σαρανταοκτάωρα ανάμεσα σε δύο πενθήμερα εργασίας;
Ό,τι έκανε λοιπόν με τα Σαββατοκύριακα τόσα χρόνια, έπρεπε να επιχειρήσει να το κάνει με τα πενθήμερα και εν τέλει με ολόκληρο το επταήμερο. Και από κύριος Πενθήμερος να γίνει κύριος Επταήμερος. Με τον αντίχειρα, το δείκτη, τον μέσο, τον παράμεσο και τον μικρό κρατούσε την εφημερίδα του. Καθόταν στο καφέ που τη διάβαζε κι έπινε το διπλό εσπρέσο του.
Άνοιξε την πρώτη σελίδα. Οι πολιτικές ειδήσεις και οι οικονομικές. Αύξηση στα είδη πρώτης ανάγκης. Μείωση προσωπικού στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Διαθεσιμότητα για τους δημόσιους υπαλλήλους. Αύξηση του ορίου ηλικίας για τη σύνταξη. Απολύσεις. Αυτοχειρίες. Νεόφτωχοι. Διαδηλώσεις. Οχλαγωγία καταθλιπτικών ειδήσεων. Ανεργία. Ανεργία ιδίως στους νέους. Μείωση γεννήσεων. Αύξηση των διαζυγίων. Ο κόσμος στριμωγμένος. Οι τράπεζες φωταγωγημένες. Αποφασίστηκε να μην σβήνουν τα φώτα τους ούτε τη μέρα. Τα φώτα στο Ζάππειο είχαν σβήσει. Λόγοι λιτότητας. Φωταγωγημένη και η Βουλή. Νυχθημερόν κι αυτή. Παντού ένστολοι. Πεζοί και εποχούμενοι. Σε μεγάλου, μεσαίου και μικρού κυβισμού μοτοσικλέτες. Πάνοπλοι. Κράνη. Ασπίδες. Δακρυγόνοι αδένες. Κρότοι. Λάμψεις. Κραυγές. Τα πολυκαταστήματα είχαν χαμηλώσει τον φωτισμό. Βαράγανε μύγες οι πωλητές. Τα μικρότερα έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Άστεγοι όλο και περισσότεροι. Η πόλη υποφωτισμένη, η Βουλή κι οι τράπεζες υπερφωτισμένες. Μετανάστες ζητιανεύουν και καταδιώκονται απηνώς. Η Ομόνοια είχε βουλιάξει σ’ένα βάλτο. Η κυκλοφορία είχε διακοπεί. Άλλωστε οι εποχούμενοι μειώθηκαν σημαντικά. Η βενζίνη ακρίβαινε διαρκώς. Τα τέλη κυκλοφορίας επίσης. Τα σπίτια δεν είχαν φως, νερό, τηλέφωνο. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης επικρατούσε στην πόλη. Οι εργαζόμενοι – όσοι φυσικά δεν ήταν άνεργοι – δεν δούλευαν οκτώ ώρες. Αλλά δεκαπεντάωρα. Ή τετράωρα. Οι πολίτες χρωστούσαν στην εφορία, στις τράπεζες τις υποχρεώσεις τους. Περιόριζαν τις εξόδους και το φαγητό. Οι πάντες βρίσκονταν σε σύγχυση.
Δεν ήταν όνειρο. Δηλαδή εφιάλτης. Ή μήπως ήταν;
Μα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Και ο πρώτος και ο Δεύτερος και ο Ψυχρός και ο Ανάποδος και ο Υπαρκτός είχε χρεοκοπήσει και το Χρηματιστήριο ήταν σε άνθηση και η ανάπτυξη ήρθε στη χώρα εκεί κοντά στο Millenium και είχαν φωταγωγηθεί όλα τότε κι ο αιώνας είχε τελειώσει το 1999 κι η φούσκα είχε φουσκώσει και θα φούσκωνε κι άλλο κι ο 21ος αιώνας είχε εκμετρήσει όλη την πρώτη δεκαετία του και σε λίγο θα είχε ολοκληρωθεί και το πρώτο μισό της δεύτερης.
Γιατί όμως τα πράγματα έδειχναν τόσο «αθεράπευτα Μεσοπόλεμος»; Και ο ποιητής με το λεοντάρειο όνομα που εκστόμισε αυτή την δυσοίωνη διαπίστωση είχε πεθάνει. Κι αυτός που ασφυκτιούσε μέσα στο αιωνίως μεσοπολεμικό κλίμα δεν μπόρεσε να συνεχίσει όταν όλα άλλαξαν γιατί έβλεπε πως ήταν «ποιητής μιας ποίησης που δεν μπορούσε να υπάρξει»,ούτε αυτός μπορούσε και κλείστηκε εκεί στο δικό του σύμπαν γράφοντας «εν γη αλμυρά», πως ανάγκη πάσα ν’αλλάξουμε την αληθινή πληγή μας» και θα’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή-άνθρωποι που πέθαναν δίχως μια αμυχή/ άνθρωποι που διελύθησαν ησύχως.» και αλήθεια πού ήταν οι άνθρωποι; Είχαν λοιπόν διαλυθεί ησύχως; Ήταν στα σπίτια που δεν είχαν ούτε φως, ούτε νερό, ούτε τηλέφωνο; Με το φως μιας μπλε οθόνης και μιας άλλης μικρότερης με πολλά πλήκτρα; Ή στα έξω τραπεζάκια, φλεγματικοί ή κατηφείς, ή χλευαστικοί, ή φωνάζοντας σ’ένα κινητό που φώναζε κι αυτό στο αυτί τους, τις φωνές των άλλων. Πάντα βιαστικοί. Έβλεπες ζευγάρια μ’ένα σύννεφο φως ανάμεσά τους. Έβλεπες παρέες μ’ένα ποτήρι μπροστά στον καθένα από τους συνδαιτυμόνες. Έβλεπες και δειλούς και διστακτικούς και εκνευριστικούς και άβουλους, τον καθένα μόνο του,ή όλους μαζί. Πλήθος, που δεν θα γνώριζε ποτέ ο ένας τον άλλον, εκτός αν βάδιζαν μαζί σε διαδήλωση, σε μαζικό συλλαλητήριο, κυνηγημένοι από χημικά, μπάτσους και ρουφιάνους. Η πλατεία Συντάγματος δεν είχε νερό στα σιντριβάνια της. δεν υπήρχε αρκετό γιατί δεν έβρεχε ο Θεός να δροσίσει τον κόσμο και η θερμοκρασία είχε ανέβει.
Αυτός ήταν ο κόσμος. Κι ας μην υπήρχαν ποιητές που να έβρισκαν την ύπαρξη και την ποίηση υπαρκτή. Αφού πέθαναν όλοι νέοι κι ας είχαν περάσει τα ογδόντα, όπως ο Βύρων Λεοντάρης. Μα πώς μπορεί να είμαστε ανίατα Μεσοπόλεμος; Άρα μας περιμένει ένας ακόμη πόλεμος, μετά από εξήντα χρόνια που τελείωσε ο προηγούμενος. Όχι πως μας έλειψαν οι εισβολές, οι συγκρούσεις, οι εξεγέρσεις, οι καταστροφές, οι επιδημίες και οι συμφορές. Άρα θα΄χουμε κι άλλους μεσοπολέμους κι άλλους πολέμους κι άλλες οικονομικές κρίσεις;
Ήταν εκπληκτικό πόσα γεγονότα, πόσες απώλειες, πόσες ματαιώσεις, πόσες πτώσεις μπορούσε ν’αντέξει ο στρόβιλος του μυαλού ενός ήσυχου ανθρώπου όσο διάβαζε μια καθημερινή εφημερίδα. Πόσα μνημόνια, δανειακές συμβάσεις, πόσες ανθρωπιστικές κρίσεις περίμεναν στη γωνία; Πόσες παρεκτροπές από το δρόμο της συνήθειας που ακολουθούσε με ασφάλεια και χωρίς διακινδυνεύσεις εκείνος. Ένας σκύλος δεμένος με το κόκαλό του, που τον κρατούσαν μ’ένα αόρατο λουρί. Ποιοι μπορούσαν να κρατούν τόσα λουριά; Ήταν πιο εύκολο όταν οι σκύλοι δεν τέντωναν το λουρί τους. Όσοι το τέντωναν πνίγονταν. Έτσι υπήρχε λιγότερη δουλειά για τους χειραγωγούς των σκύλων. Όλος ο κόσμος, άνθρωποι, σκύλοι, νάνοι που κάθονταν πάνω σε βάθρα και θώκους, γυναίκες, άντρες, εγκλήματα εγκλήματα που δεν παραγράφονται,δικαιώματα που παραβιάζονται, οικονομική κρίση, χρεοκοπίες, νόμοι για τους πολλούς, οι λίγοι προνομιακά εξαιρούνται. Τα παράθυρα αν ήταν ανοιχτά δέχονταν ισχυρούς σαρωτικούς ανέμους που διασκόρπιζαν τις ελπιδοφόρες σκέψεις, τις προσδοκίες, τις επιθυμίες. Δεν μπορούσαν όμως οι σφοδροί άνεμοι να κάνουν τίποτα με τα όνειρα…
Πλάι του στο νικέλινο τραπεζάκι υπήρχε και δεύτερη εφημερίδα. Αυτή είχε άλλο όνομα, δεν την έλεγαν «Γνώση» και από κάτω δεν είχε το γνωστό γνωμικό: «Στερνή μου γνώση να σ’είχα πρώτα» αλλά «Κραυγή». Αυτή είχε για μότο το γνωστό στίχο του Βάρναλη: « Πού είσαι νιότη που’λεγες πως θα γινόμουν άλλος»
Η εφημερίδα αυτή, η «Κραυγή», μοίραζε στους αναγνώστες της κάθε μέρα μια σειρά βιβλίων με τον γενικό τίτλο: «Μια ιστορία του σουρεαλισμού και άλλες ιστορίες μαύρου χιούμορ».
3. Οι σουρεαλιστές και τα πέντε δάχτυλα του κυρίου Πενθήμερου
Αυτό ήταν μεγάλη τύχη για τον κύριο Πενθήμερο κι ας μην είχε γνωρίσει ποτέ την εύνοιά της. λένε πως αν δεν προκαλέσεις την τύχη σου, τι να κάνει κι αυτή, σ’εγκαταλείπει. Η τύχη του, παρόλα αυτά, τον ευνόησε. Όφειλε λοιπόν να την ευχαριστήσει. Δεν ήξερε ακόμη με ποιο τρόπο, οπότε την άφησε στην τύχη της και κοίταξε τη δική του.
Ξεφύλλισε τον πρώτο τόμο της ιστορίας του σουρεαλισμού από το τέλος. Πέρασε τα περιεχόμενα, προσπέρασε το χρονολόγιο και τα ευρετήρια και στάθηκε στη σελίδα με τα βιογραφικά των σουρεαλιστών και των ντανταϊστών.
Άνοιξε την παλάμη του, άπλωσε τα δάχτυλά του και με μια αγαλλίαση πρωτόγνωρη τοποθέτησε σε κάθε δάχτυλο έναν σουρεαλιστή.
Η Δευτέρα θα ήταν η μέρα του Μπρετόν. Η Τρίτη ανήκε στον Τζαρά. Την Τετάρτη θα καταλάμβανε ο Αραγκόν. Η Πέμπτη ήταν του Απολινέρ και η Παρασκευή του Ελυάρ. Το Σαββατοκύριακο θα πήγαινε στη γκαλερί που διοργάνωνε μετασουρεαλιστικές εκθέσεις, την «Φλόρα Μιράμπιλις» και θα καθόταν στο καφέ που στέγαζε η γκαλερί και είχε τη φωτεινή επιγραφή «el Desiderio».
Έκλεισε την παλάμη του και δοκίμασε να συνηθίσει το καινούργιο του όνομα: «Επταήμερος», αλλά αυτό δεν ήταν ακόμη εύκολο να γίνει, και μάλλον δεν θα γινόταν καθόλου. Ποιος κάνει τέτοια ιεροσυλία; Ν’αλλάζει όνομα ανάλογα με τις καμπές και τις ατυχίες της ζωής του. Καθένας είναι τ’όνομά του. Όπως και τα πράγματα είχαν τα δικά τους ονόματα. Γι’αυτό όταν μιλάμε για κάποιον, ή κάτι ψάχνουμε να θυμηθούμε τ’όνομά του,πριν πούμε αυτό που θέλουμε γι’αυτόν ή γι’αυτό.
Κι αυτός βαφτίστηκε κύριος Πενθήμερος. Πώς μπορούσε να γίνει κύριος Επταήμερος; Κι αν συνέβαινε κάτι άλλο τα επόμενα χρόνια, τότε πάλι θα άλλαζε και θα λεγόταν ας πούμε Μηνιαίος, ή καθημερινός ή κύριος Αλλιώς;