Μια φορά κι έναν Δεκέμβρη

Μια φορά κι έναν Δεκέμβρη 
Γεννήθηκε μιαν αυγή στην μέση του χειμώνα…
Κόκκινα χείλη ηδονικά γεμάτα πάθος…
Δέρμα λευκό, σε σώμα ακόλαστο, 
Το κορμί αναβλύζει μύρα Άνοιξης…
Στα μεγάλα μάτια μου σαλεύουνε χιλιάδες άστρα.
Θαρρώ πως σμίγουν το φως με την αγάπη…
Κι όταν κοιτάζω τον καθρέφτη, βλέπω στην μορφή μου, εκείνη την Ιέρεια
πλεγμένη στο ημίγυμνο κορμί της, με χιλιάδες κρίνα…
Και το άγγιγμα του Ποιητή αναζητώ απάνω μου και γύρω μου…
Στην άνθινη αγκαλιά μου, έχω φυλάξει ρόδα πορφυρά της όψης μου, να
γεμίσω την υγρή την κλίνη…
Μα θα ανθίσουν κι άλλα εκεί απάνω, από του βάθους του τον στήμονα
στον ύπερο της γλυκιάς μου άφεσης…
Κι όταν περάσει ο καιρός, μουσικές ωδές θα καλύψουν τους ίσκιους μας,
ωσότου να γίνουν ένα…
Και μιαν αναπνοή του, έχει ξυπνήσει, την κοιμωμένη Αφροδίτη…
Αναδύομαι κύμα στο κύμα που φέρνει η θάλασσα, 
και παρασύρω στα δίχτυα μου τ’άστρα του νεκρού Ποιητή…
Κι εκείνος σηκώνεται ορθομέτωπος, με δυό φλόγες στα μάτια, τόσο
διεσταλμένα από τον Έρωτα…
Αφίεται και επιστρέφει με αίμα στις φλέβες του…
Η καρδιά ηχεί κρούνους κόκκινους, κι ας μην τ’ομολογεί…
Πυρπολημένοι κι οι δυό στην φωτιά που χυθήκαμε…
Μεθάς εμένα κι εγώ μεθώ εσένα…
Την μορφή αυτή, αποθύμησε ο Αυγερινός…
Την Πούλια που αστράφτει κοντά του, και ζεσταίνεται στον κόρφο του,
στην μέση του παγωμένου θόλου…
Με ένα χαμένο βλέμμα ο ένας για τον άλλο…