Οι «Ευτυχισμένες μέρες»  και η  Γουίνυ –  το «Όχι εγώ»  ή το στόμα που μιλά

Καταγόμενος από το αδύνατο φωνή το ακατόρθωτο είναι

«Ποτέ στο τίποτα να περιέλθει. Ποτέ από το τίποτα να μηδενιστεί. Αμηδένιστο ελάχιστο. Πες το καλύτερο χειρότερο. […] Νεκρές στιγμές για όταν οι λέξεις εξαφανισμένες […]». Ολοταχώς προς ρο χειρότερο

 

 

 

                                                                            Δεν ξέρω αν το θέατρο είναι πια

                                                                                ο κατάλληλος χώρος για μένα.

                                                                                                                        Μπέκετ

 

                                                                                           η Φιόνα ΣΩ

 

Ένα θεατρικό έργο παρασταίνεται, δηλαδή βλέπεται κι ακούγεται. Επομένως υπάρχει μια δυσκολία όταν το διαβάζεις αντί να το βλέπεις. Σ’ αυτή την περίπτωση παρασταίνεις το έργο με τη βοήθεια των σκηνικών οδηγιών με τη φαντασία σου και προβάρεις το κείμενο χρωματίζοντας η όχι τις παύσεις και τις σιωπές.  Το θεατρικό έργο δοκιμάζεται στο θέατρο. Το κείμενο είναι ανοιχτό, άρα εξαρτάται από τη σκηνοθετική ερμηνεία. Το θέατρο είναι μια συλλογική τέχνη όπου ζωντανά πλάσματα ερμηνεύουν ρόλους μέσα σε ένα σκηνικό που αποτελεί τον κλειστό κόσμο του.

Το θεατρικό έργο αναπαρασταίνει γεγονότα και καταστάσεις ζωντανά επί σκηνής επί δύο ώρες, μιμείται τα γεγονότα παρουσιάζει τα συμβαίνοντα.

Επειδή λοιπόν θα μιλήσω για κείμενα θεατρικών έργων θα προσπαθήσω να δείξω τι μου λένε, αφού οι αναπνοές του στόματος της Ρένης Πιττακή στο Όχι εγώ είναι αρκετά μακριά πια. Όσο για τη Γουίνυ της Βάσως Μανωλίδου είναι ακόμα πιο μακριά και η Χριστίνα Τσίγκου θάφτηκε σχεδόν ολόσωμη στον φρυγμένο λόφο που της έφτιαξε ο Τσαρούχης. Η τελευταία πέρασε το τελευταίο της καλοκαίρι στην ταράτσα του σπιτιού της στην Αθήνα. Η Χριστίνα Τσίγκου φίλη και συνεργάτης του Μπέκετ ζούσε μόνιμα στο Παρίσι με το σύζυγό της ζωγράφο Θανάση Τσίγκο και ήταν η πρώτη μεταφράστρια του έργου στα ελληνικά. Ωστόσο η πιο πρόσφατη σε μένα Γουίνυ είναι η Φιόνα Σω στην Επίδαυρο τον καυτό Ιούλιο του 2008 – δηλαδή πριν μια δεκαπενταετία.  

Δε μπορώ πια να πω ποια ήταν η καλύτερη ή ποια μου άρεσε περισσότερο. Η μνήμη τους έχει κρυφτεί  πίσω από τον τύμβο όπου είναι μισοχωμένη η Γουίνι δίπλα στο σύντροφό της τον Γουίλυ που απλώνει το χέρι του να τη φτάσει. Ο Γουίλυ περιμένει να έρθει η ώρα του ύπνου, να χτυπήσει το κουδούνι  που σημαίνει το ξύπνημα ή την κατάκλιση όπως και η Γουίνι, η οποία ενώ ανιά, επειδή έχει τη θρησκεία προς βοήθεια, δεν της επιτρέπεται να τερματίσει το βίο της. Ο Γουίλυ ακούγεται να λέει κάνα δύο ατάκες. Είναι ένας θεατής επί σκηνής που παίζει τον πιο δύσκολο ρόλο. Βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα μπας και ξεχαστεί και δεν πει τα λόγια του. Ωστόσο η Γουίνυ διαλέγεται μαζί του, αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. Ο Γουίλυ είναι παρών απών, όπως θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε θεατής.

Νομίζω πως σε κανένα μονόλογό του ο Μπέκετ δεν αφήνει μόνο τον πρωταγωνιστή ή την πρωταγωνίστρια. Ακόμα και το στόμα χωρίς σώμα του Όχι εγώ που το φωτίζει εκτυφλωτικά ένας προβολέας έχει στο σκοτάδι της σκηνής ένα βουβό πρόσωπο. Είναι δύσκολος ρόλος ο μονόλογος. Ο ηθοποιός έχει την αίσθηση ότι μιλά στο κενό. Όπως όταν κάποιος κάνει εκπομπή στο ηχομονωμένο στούντιο ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Ο ηχολήπτης είναι εκεί ο παντεπόπτης πρώτος και προνομιακός ακροατής.

                                                        η Βάσω Μανωλίδου

 

 

Πάντως θυμάμαι την πιο οικεία σε μένα φωνή της Βάσως Μανωλίδου. Τη Φιόνα Σω την έβλεπα πρώτη φορά στο Θέατρο. Και εκτός από το σκηνικό του Τσαρούχη την Χριστίνα Τσίγκου τη θυμάμαι από τις φωτογραφίες παρά ζωντανή κάτω από την ανοιχτή ομπρέλα.

Οι Ευτυχισμένες μέρες αρχίζουν με μια προσευχή και κλείνουν με ένα ιρλανδέζικο ερωτικό τραγούδι. Αρχίζουν με μια οδοντόβουρτσα και κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα πιστόλι στα χέρια της Γουίνυ. Είναι γι αυτήν ασφάλεια ζωής.

Το έργο αρχίζει μ’ ένα κουδούνι που ηχεί εκνευριστικά και την αφύπνιση της Γουίνι και κλείνει με τον Γουίλι πεσμένο στα τέσσερα να έχει καταφέρει να πλησιάσει επιτέλους τη Γουίνυ. Κοιτάζονται για μερικά λεπτά βουβοί. Μακρά παύση. Αυλαία.

Τι έχει όμως διαμειφθεί εν τω μεταξύ;

Η Γουίνι μιλά για ένα άλλοτε αόριστο, απροσδιόριστο, φευγαλέο. Ο λόγος διαρκώς μεταβαλλόμενος και συγκοπτόμενος αδυνατεί να εκφράσει την αλήθεια. Η Γουίνι αδυνατεί να ξεχωρίσει το παρόν από το παρελθόν. Αγωνίζεται να διηγηθεί μια ιστορία με νόημα, το όποιο νόημα, αλλά ο συγγραφέας την αφήνει μάλλον εκτεθειμένη. Νόημα δεν υπάρχει. Αλλά τότε τι άλλο περιμένει κανείς να εκφράσει με λέξεις έστω ανεπαρκείς παρά ένα κάποιο νόημα;  Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να το αναζητήσει. Ο συγγραφέας να το εκφράσει όπως και όσο μπορεί με το υλικό που διαθέτει.

«Δεν θέλω να καθοδηγήσω μήτε να βελτιώσω μήτε να απομακρύνω τους ανθρώπους από την ανία. Θέλω να φέρω την ποίηση στη δραματουργία, μια ποίηση που πέρασε μέσα από το κενό […] δεν ανησυχώ πολύ για το αν γίνομαι κατανοητός ή όχι. Δεν θα μπορούσα να  δώσω τις επιθυμητές απαντήσεις», λέει ο συγγραφέας.

Α, τι ευτυχισμένη που στάθηκα τούτη τη μέρα. Ακόμα μία παρόλ’ αυτά. Προς το παρόν.

Την ξεχωρίζει από τις δραστηριότητες με τις οποίες ξεκινά κανείς τη μέρα του: πλένει τα δόντια της και προσεύχεται ενώ ευτυχίζει το Γουίλι που κοιμάται ακόμα.

«Να κοιμάσαι απλώς και να ξυπνάς, να κοιμάσαι, να ξυπνάς, όπως σ’ αρέσει εσένα, ν’ ανοίγεις και να κλείνεις τα μάτια, όπως σ’ αρέσει εσένα, όπως σ’ εξυπηρετεί», παρηγορεί το Γουίλι που δεν αποκρίνεται. Κρατά όμως το ίσο.

Η Γουίνυ είναι γήινη, ενοχική, θρησκευόμενη, αλλά ασταθής. Η αυταρέσκειά - καλύτερα η κοκεταρία  της αφυπνίζεται όταν κάποιοι την κοιτούν, αλλιώς δεν πείθεται ότι υπάρχει πραγματικά. Το επίμονο κοίταγμα του Γουίλυ πριν πέσει αυλαία είναι μάλλον αμφίσημο. Την επιβεβαιώνει ή την τρομάζει εξαιτίας της έλευσης του τέλους που σ’ όλη την έκταση του έργου προσπαθεί να καθυστερήσει με το ψάξιμο αντικειμένων στην τσάντα της με τον συγκοπτόμενο λόγο της, τα αποσιωπητικά που παρεισφρέουν ανάμεσα στις κοντές, κοφτές, αβέβαιες ή πιο μακριές φράσεις της. Γιατί όμως την τρομοκρατεί το βλέμμα του Γουίλυ πριν την αυλαία; Μάλλον γιατί θα περάσει στην ανυπαρξία. Θα αφανιστεί παρόλο που πιστεύει στο επέκεινα. Η Γουίνυ 50 ετών και ο Γουίλυ 60 μεσήλικες ανήκουν σε μια γενιά σε αποδρομή. Ο κόσμος αλλάζει και τους ξεπερνά.          

                                                                                                                                η Χριστίνα Τσίγκου

                                                                        

 

 

Με τις Ευτυχισμένες μέρες ο Μπέκετ αφήνει πίσω του τον μοντερνισμό του Προυστ και του Τζόυς για να περάσει στον μεταμοντερνισμό.

Η Γουίνυ κλασική ήδη ηρωίδα του είδους παίζει κομμάτια περασμένων ρόλων με τα οποία είχε κάποτε επιτυχία. Όταν αυτό τελειώνει όπως και οι διακειμενικές αναφορές στους αγαπημένους της κλασικούς [Βίβλος, Δάντης, Μίλτων, Σαίξπηρ] τι μένει;

Δεν ξέρω αν μπορώ ν’ απαντήσω.

Ο Γιάννης Τσαρούχης που σκηνογράφησε, η Χριστίνα Τσίγκου που μετέφρασε και σκηνοθέτησε και΄ο Μπέκετ που συνέγραψε τις 'Ευτυχισμένες μέρες' το1961, οπότε και  δημοσιεύτηκε στη Νέα Υόρκη και μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1962 έκανε πρεμιέρα στη Βενετία κι ύστερα στο Παρίσι, Τη Γουίνυ ερμήνευσε η Μαντλεν Ρενώ. Η ελληνική παράσταση ανέβηκε το 1966 την παρακολούθησε κι ο Μπέκετ με τη Σούζαν τη σύζυγό του και είπε πως η Χριστίνα Τσίγκου ήταν καταπληκτική Γουίνυ, αν και δεν ήξερε ελληνικά άκουσε  τη Τσίγκου να ψιθυρίζει και να ψευδίζει σε διάφορα σημεία του κειμένου .Η παράσταση επαναλήφθηκε το 1973. Αυτήν είδα εγώ.. . . 

 

Η λαλίστατη Γουίνυ που όλη της περιουσία της είναι κλεισμένη στην τσάντα της μαζί με ένα πιστόλι είναι μια ευτυχισμένη αστή ή απελπισμένη χωμένη ως τη μέση σ’ ένα φρυγμένο λόφο έτοιμη να παραβεί τις θρησκευτικές επιταγές και ν’ αυτοκτονήσει;  Πάντως το όνομά της σημαίνει νίκη και τ’ όνομα του Γουίλυ δηλώνει θέληση, επιθυμία. Αν τα ονόματα και η σημασία τους δεν είναι παραπλανητικά τότε οι Ευτυχισμένες μέρες είναι όντως τέτοιες και το έργο είναι αισιόδοξο. Πόσες γυναίκες σαν τη λαλίστατη κοκέτα Γουίνυ δεν έχουμε συναντήσει στο λεωφορείο, στην πλαζ, στη λαϊκή, στο σούπερ μάρκετ να κρατούν χαλαρά το μπράτσο ενός σιωπηλού Γουίλυ που είναι και δεν είναι παρών αλλά θέλει νάναι πλάι της. Οι ήρωες του Μπέκετ έχουν λαϊκή προέλευση. Έπειτα νομίζω πως κανένας ήρωας του Μπέκετ δεν αυτοκτονεί, ούτε ο ίδιος αυτοκτόνησε. Έλεγε: «το μόνο μου σφάλμα είναι ότι γεννήθηκα και βρίσκω το ότι να πεθάνω είναι μια ατελείωτη κουραστική ιστορία».

Ωστόσο ο Γκοντό δεν έρχεται, το μοναδικό φύλλο στο δέντρο που υπάρχει στην πρώτη πράξη στη δεύτερη δεν υπάρχει, το παιχνίδι τελειώνει, ο Κλοβ ετοιμάζεται να φύγει αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα φύγει, ο Κραπ νοσταλγεί, αλλά δε θέλει να ξαναζήσει τον νεανικό έρωτά του . Μόνο ο Μαλόν πεθαίνει. Οι άλλοι είναι όλοι εκείνοι που πέφτουν, χάνονται, κατέρχονται στην κόλαση.

                                                       

                                                                                 Η Νατάσα Γερασιμίδου

 

Τα ζευγάρια είναι συμπληρωματικά κι ένα από αυτά ο Μερσιέ και ο Καμιέ είναι καλά μαζί κι έχουν μια τρυφερότητα ο ένας για τον άλλον, όπως άλλωστε κι ο Εστραγκόν με τον Βλαδίμηρο.

Δεν άρεσε στον Μπέκετ να τον ρωτάνε το νόημα του έργου. Δήλωνε άγνοια γι αυτό. Ακόμα και σε μια παράσταση των Ευτυχισμένων ημερών στο Βερολίνο στο Schiller-Theater  τo 1971 που σκηνοθετούσε μάλιστα δεν ικανοποίησε αυτή την ερώτηση της Γερμανίδας Γουίνυ  Εύα - Καταρίνα Σουλτς αν και ήταν πολύ υπομονετικός και όλες οι γυναίκες της παράστασης ένιωθαν την ανάγκη να τον προστατεύσουν και εισέπρατταν από μέρους του ένα κύμα αγάπης, όπως ισχυρίζεται η Σουλτς. Επειδή όμως εκείνη δυσκολευόταν να να διαβάσει το έργο της το πήρε από τα χέρια και το διάβασε με σταθερή φωνή επίπεδη χωρίς σκαμπανεβάσματα, αλλά με μια ζωντάνια που έριξε την ηθοποιό σε έκσταση και όταν γύρισε στο καμαρίνι της ξέσπασε σε κλάματα. Έτσι λυτρώθηκε από τις απορίες και τους δισταγμούς της. Ήταν σαν να της έλεγε αυτό που πρέπει να παίξεις είναι όλο εδώ μέσα.

 

                                                                                                                                       

                                                                                               Η Μπίλυ Γουάιτλω

 

Η Μπίλυ Γουάιτλω αγαπημένη φίλη και ηθοποιός του Μπέκετ που έπαιξε τη Γουίνυ σε μια παράσταση στο Royal Court Theatre του Λονδίνου το 1979 σε σκηνοθεσία του Μπέκετ κάτι ήξερε όταν έλεγε: «δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί του και να τον ρωτήσω ‘’τι σημαίνει αυτό και τι σημαίνει το άλλο, γιατί το θέλεις έτσι και μήπως θα ήταν καλύτερα να αλλάξω την πρόταση αυτή και να την κάνω ερώτηση;’’ Εάν ήθελε μια ερώτηση, δεν θα είχε βάλει τελεία στην πρόταση. Έτσι απλώς ακολουθώ αυτό που είναι γραμμένο. Και με τον τρόπο αυτό είμαι έτοιμη να φτάσω τον εαυτό μου στα άκρα, να ‘’βγάλω  τα σωθικά μου», και έχω στ’ αλήθεια αρρωστήσει προσπαθώντας να ολοκληρώσω την εικόνα που ο ίδιος βλέπει με τα μάτια του μυαλού του και ακούει […] αισθάνομαι ότι αφήνομαι εντελώς στη διάθεσή του, ότι μπορεί να με χρησιμοποιήσει όπως θέλει, μπορώ να γίνω ένα σωληνάριο με χρώμα, ένα μουσικό όργανο ή οτιδήποτε άλλο». Η Μπίλυ Γουάιτλω που θεωρείται η πιο επιτυχημένη ερμηνεύτρια γυναικείων ρόλων έργων του Μπέκετ είχε γίνει το θεατρικό πρόσωπο που δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Μπέκετ. Σεβόταν απόλυτα το καλλιτεχνικό του όραμα και την ακεραιότητά του. Όταν τον είχε ρωτήσει πού να κοιτάει σε κάποια σκηνή των Ευτυχισμένων ημερών της είχε απαντήσει: ‘’να κοιτάς μέσα σου’’». Αυτό την ενθουσίασε τόσο που ομολόγησε: «Παρόλο που ανοιγοκλείνω τα μάτια μου παίρνω τα λόγια μαζί μου, παίρνω τα πάντα μέσα μου».

Η Γουάιτλω διαβάζει το κείμενο σαν μια παρτιτούρα σε γραφή μπράιγ  αγγίζοντας με τα δάχτυλά της τις ανάγλυφες τελείες.

 

                                                                                                                                         

                                                                                   η Αντιγόνη Βαλάκου 

 

«Σε ποιον να μιλήσω;» λέει η Γουίνυ όταν ο Γουίλυ την απειλεί ότι θα σωπάσει: «αρκεί μόνο να μπορούσα να υποφέρω να ‘μαι μόνη μου, θέλω να πω να συνεχίζω εγώ το παραμιλητό μου χωρίς να μ’ ακούει ψυχή. [Έστω και μουγγός, έστω και χωρίς να μιλά καθόλου θέλει να ξέρει πως ο Γουίλυ είναι κοντά της] Να σε νιώθω κοντά, τόσο που να σε φτάνει η φωνή μου – κι επιβεβαιώνεται γι αυτή την ίδια ηχώ, επαναλαμβάνοντας: Να ξέρω πως είσαι κοντά μου τόσο που να σε φτάνει η φωνή μου, κι ίσως-ίσως μισο-άγρυπνος, αυτό είναι για μένα… είναι επίγειος παράδεισος». Δεν μπορεί ν’ αντέξει το γεγονός πως η φωνή της αφότου εκσφενδονίστηκε μακριά της χάθηκε χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επιστροφής, γιατί τότε θα γυρίσει στην ερημιά του κλειστού της χώρου. «Μη λες τίποτα. Μείνε κοντά μου», λέει ο Εστραγκόν στο Βλαδίμηρο ή ένας από τους δύο στον άλλο. Αυτός που μιλά πιο πολύ. Αυτός που κάνει τις ερωτήσεις. Οι ήρωες του Μπέκετ μιλούν ακατάπαυστα. Το παραμιλητό είναι γι αυτούς υπαρξιακή ανάγκη.  «Μιλάω» λέει ο Ραιημόν Κενώ «σημαίνει περπατώ μπροστά μου», δηλαδή αυτός που μιλά στον εαυτό του κοιτά τον εαυτό του να πηγαίνει. «Ένας που μιλάει και λέγει χωρίς να παύει να μιλάει» υπάρχει ενεργά μέσα στο λόγο. «Ποιος μιλάει;» και για τι κι ένας που ακούει, βουβός χωρίς να καταλαβαίνει, εντελώς αλλού.

                                                       Η Χριστίνα Τσίγκου

 

 

Όχι εγώ [1972]

 

 

Από τις ιρλανδικές κοιλάδες του Κρόκερ που το τραυματικό εκείνο γεγονός συμβαίνει όχι στο πρόσωπο που προσπαθεί να μιλήσει γι αυτό, αλλά σε κάποιο άλλο πρόσωπο σε ένα άχρονο παρελθόν, στη σκηνή.

Το στόμα μιλά αποσπασμένο από το σώμα που έχει ακρωτηριαστεί, πάντως μένει στο σκοτάδι της σκηνής. Η ηθοποιός που ενσαρκώνει το ρόλο  είναι ένα βουβό σώμα και ένα ομιλούν στόμα. Το σώμα νοούμενο ως ενότητα έχει καταστραφεί, αλλά δεν έχει αφανιστεί. Είναι αόρατο κι αφού δε μετέχει του ρόλου δεν παίζει ρόλο. Το στόμα πρωταγωνιστεί αλλά αντί να εκφράζεται, πιο εμφατικά μάλιστα αφού του λείπει το σώμα του, εμποδίζει την άρθρωση της έκφρασης.

 Μπελάκουα, άκουα, agua, άκουγα κι εγώ, εγώ είμαι, αυτός εγώ - το στόμα απαλλαγμένο από το κορμί του, όχι και τόσο εγώ δηλαδή, ομιλούσα κεφαλή… χωρίς να μιλάω ακριβώς ή ακόμα εμποδίζοντας τα δόντια μου να επιτρέψουν τη σεισμική δόνηση που προκαλείται στα χείλη όταν λέξεις, φράσεις, βρισιές βγουν εκτός της επικράτειας του στόματος.

Όχι εγώ λοιπόν. Αλλά ποιος; Αυτό το στόμα που μιλάω δεν έχει όνομα γιατί δεν έχει σώμα χέρια, πόδια, στήθος – αν κι αυτό μετέχει της ομιλίας φουσκώνοντας. Δραματοποιεί τη διαδικασία της ομιλίας διευκολύνοντας  τον αέρα να γεμίσει τον έξω χώρο ακόμα και χωρίς λέξεις. Το στόμα εκπνέει ήχους, υπαινιγμούς, κύματα μαζί με τις ιδέες. Το στόμα όργανο του νοός, αλλά και των πνευμόνων.

Είσοδος που καταπίνει τροφές. Όργανο που τραγουδά. Η μουσική είναι ήχοι που διασκορπίζονται στον αέρα και κρούουν το ακουστικό τύμπανο. Κινητοποιούν τα σημεία στίξης, τα αποσιωπητικά… Το στόμα είναι που λέει, Όχι Εγώ. Έλα όμως που φθέγγεται έστω και με ενδιάμεσες παύσεις, σιωπές, ανάσες, στεναγμούς, κραυγές, ρεψίματα… εκροές, εκρήξεις

Το στόμα είναι ένα εγώ που κρύβεται πίσω από μια κολόνα πάγου, πίσω από μια ανάσα ψυχρού αέρα.

Το στόμα σφυρίζει, μονολογεί, ψιθυρίζει. Αποτείνεται σε ακροατή, σε συνομιλητή. Μιλά πάνω στη σκηνή. Εκπέμπει ένταση, οργή. Το στόμα γλύφει, καπνίζει, διαστρέφει, κάνει αιδοιολειχία, πεολειχία, βγάζει ανάσες ηδονής, γεμίζει σάλια. Το στόμα απορεί,  απαντά. Ρωτάει. Γράφει στο μαγνητόφωνο τη φωνή του Κραπ όταν ο Κραπ ήταν νέος. Το στόμα ειρωνεύεται, μισεί, γελάει, φθονεί, υποπίπτει στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, λοιδορεί, φθονεί, ερωτεύεται, ερωτολογεί, τερατολογεί, παλιλλογεί, πολυλογεί, μιλά την αλήθεια. Ψεύδεται. Επικοινωνεί.  Κάνει φάρσες. Τηλεφωνεί. Αστειεύεται. Στοχάζεται. Αερολογεί. Σημαδεύει την καρδιά σου. Χαζεύει. Αναπαριστά.

 Ξεδοντιασμένο στόμα. Υπερβολικά μεγάλη στοματική κοιλότητα. Το στόμα παθαίνει αφωνία. Θηλάζει. Παθαίνεται και παθαίνει. Το στόμα έχει γλώσσα που πλαταγίζει σα σημαία στο μανιασμένο αέρα. Ανοίγει και κλείνει σαν πόρτα που την άφησε να χτυπήσει επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι. Αχνίζει στον παγωμένο αέρα, ανασαίνει, τρώει, κοιμάται κι ονειρεύεται. Ησυχάζει. Το στόμα μιλάει: «Πώς μπορώ να θυμηθώ; Πώς μπορώ να δω;». Λέει: τι προσπαθούσε… τι να προσπαθούσε… τι να προσπαθήσει… χωρίς σημασία… συνέχισε… Θα συνεχίσω… [Η αυλαία αρχίζει να πέφτει],,, Κακοειπωμένο… Κακοειδωμένο… επινόησε το στο τέλος… μετά πίσω… ο Θεός είναι αγάπη… αστείρευτη καλοσύνη… καινούρια κάθε πρωί… πίσω στο λιβάδι… πρωινό του Απρίλη… πρόσωπο στο χορτάρι… τίποτα πέρα από τους κορυδαλλούς… συνέχισέ το». Τα στόμα δε σωπαίνει ποτέ…

Το Όχι εγώ είναι ένα καθαρά μουσικό κείμενο.

Η Γουάιτλω διαβάζει το κείμενο σαν μια παρτιτούρα σε γραφή μπράιγ  αγγίζοντας με τα δάχτυλά της τις ανάγλυφες τελείες.

 

-Samuel Becket, Ευτυχισμένες μέρες, μτφρ. Διονύσης Καψάλης, Gutenberg, 2021

- Samuel Becket, Όχι εγώ, μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, Νεφέλη, 2023

-Λουδοβίκος Ζανβιέ, Μπέκετ, μτφρ. Λήδα Παλαντίου- Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Συγγραφείς για πάντα/ Θεμέλιο 1987

-Gilles Deleuze, ο Εξαντλημένος, ένα κείμενο για τον Μπέκετ, μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, Πλέθρον/ μικρόκοσμος 2020-

-SAMUEL BECKETT, HAPPY DAYS, Εθνικό Θέατρο Μεγάλης Βρετανίας, Φεστιβάλ Επιδαύρου 2007 [το πρόγραμμα της παράστασης]

 

 

                               Ο Μπέκετ σκηνοθετεί τη Μπίλυ Γουάιτλω