Ο Κος Πενθήμερος μια ιστορία μαύρου χιούμορ 1. Η απόλυση του Κου Πενθήμερου
19/01/2015
Ήταν σίγουρος. Δεν ήταν Κυριακή. Όμως τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Μια όψη γαλήνης κι ερημιάς απλωνόταν παντού.
Ο κος Πενθήμερος μόλις είχε απελευθερωθεί από τη δουλειά του.
Δεν είχε σχολάσει. Είχε απολυθεί. Το ήξεραν μέρες στο γραφείο οι άλλοι. Αυτός το έμαθε τελευταίος. Όπως μαθαίνει ο απατημένος σύζυγος την απιστία της γυναίκας του. Τελευταίος. Κι όμως αυτός ήταν που απολύθηκε. Δεν έπρεπε τουλάχιστον να το ξέρει; Να λάβει τα μέτρα του;
Έπρεπε να το είχε μάθει νωρίτερα. Το εδικαιούτο.
Ωστόσο ο κος Πενθήμερος δεν ένοιωθε καθόλου ανακουφισμένος, επειδή δεν επρόκειτο να ξαναπάει στο γραφείο.
Η ζωή του κου Πενθήμερου περιστρεφόταν γύρω από τη δουλειά του και μόνο. Κυριολεκτικά: Ο κος Πενθήμερος ζούσε μόνο για τις πέντε μέρες της εβδομάδας που πήγαινε στο γραφείο. Τα δάχτυλά του είχαν χάσει γι αυτόν τα ονόματά τους και είχαν μετονομαστεί στις πέντε εργάσιμες μέρες. Το Σαββατοκύριακο δεν μετρούσε γι αυτόν. Ήταν ένα νεκρό διήμερο. Ανιαρό. Πληκτικό. Άδειο.
Έτσι ο αντίχειρας ήταν η Δευτέρα, ο δείκτης η Τρίτη, ο μέσος η Τετάρτη ο παράμεσος η Πέμπτη, ο μικρός η Παρασκευή.
Με τα πέντε δάχτυλά του κλειστά να καλύπτουν την παλάμη του και να παίρνουν το σχήμα της γροθιάς, αγκάλιαζε τη ζωή του.
Ήταν προχωρημένη άνοιξη. Βράδιαζε αργά. Του ήρθε να χαμογελάσει καθώς το βλέμμα του συνάντησε το καφέ, όπου συνήθιζε να διαβάζει την εφημερίδα του πίνοντας ένα διπλό εσπρέσο.
Σκεφτόταν με δυσκολία. Ή μάλλον, δεν σκεφτόταν. Καμία σκέψη δεν τριγυρνούσε στο αποψιλωμένο κρανίο του.
Ο κος Πενθήμερος ήταν ένας μετρίου αναστήματος άνδρας, γύρω στα 55.
Δεν του έμενε και πολύς καιρός. Αλλά δεν έκανε αυτή τη σκέψη γιατί τότε θα έβαζε τα κλάματα.
Αδυνατούσε να σκεφτεί. Δεν άκουγε κανέναν ήχο, ούτε καν την προσπάθεια, που έκαναν τα νεύρα του μυαλού του,για να παράξουν μια σκέψη.
Συνέχισε να περπατά. Χωρίς να το καταλάβει, είχε βγει από τη συνηθισμένη διαδρομή, για το σπίτι του. Τα πόδια του τον πήγαιναν μόνα τους. Ώσπου άρχισε να μην αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν.
Ο κος Πενθήμερος δεν ήταν εμπνευσμένος άνθρωπος. Δεν είχε καμία επιθυμία, καμία ανάγκη, πέρα από τον πενθήμερο κύκλο στο γραφείο.
Αλλά τώρα είχε απολυθεί. Και ήξερε πως αυτό ήταν οριστικό και αμετάκλητο. Ο κύκλος τόσων χρόνων είχε κλείσει. Η ζωή του χωρίς αυτές τις πέντε μέρες είχε τελειώσει. Ο κος Πενθήμερος ήταν δεμένος μ’ αυτή τη συνήθεια. Και μόνο μ’ αυτήν. Όλες οι άλλες καθημερινές συνήθειές του ακολουθούσαν. Η δική του αυτοσυντήρηση ήταν η καθημερινή πενθήμερη εργασία.
Και τώρα αυτός ήταν ο μόνος λόγος που το μυαλό του είχε μουδιάσει.
Έπρεπε μόνο να είχε πληροφορηθεί την επικείμενη απόλυσή του. Αν αφαιρούσες από το όνομά του το αρχικό γράμμα πι και το θήτα, ανάμεσα στο νι και το ήτα, τότε, θα γινόταν ενήμερος. Για να γίνει όμως κανείς ενήμερος πρέπει κάτι να κάνει κι ελόγου του. Αλλά αυτός δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια για να πληροφορηθεί οτιδήποτε.
Αν αποτολμούσε τώρα μια σκέψη αυτή θα ήταν: «και τώρα τι θα κάνεις άραγε, αγαπητέ, χωρίς τη Δευτέρα, την Τρίτη, την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή στο γραφείο; Τι θα κάνεις χωρίς τα πέντε σου δάχτυλα;» Κάνοντας αυτή τη σκέψη κοίταξε ασυναίσθητα το χέρι του και είδε πως από τα πέντε δάχτυλά του δεν έλειπε κανένα.