Ο Πιερπάολο στην Όστια

Μια βαλίτσα ανοιχτή στο πάτωμα. Τα ρούχα του σε γαιώδη χρώματα εξαντλεί την υπομονή τους. Παρεμβαίνει κι αν κάνει λάθος το υπερασπίζεται.

Του κουνούν το δάχτυλο. Τον φοβερίζουν. Αυτός μιλάει, προκαλεί

Ο Πιερπάολο ανεβασμένος στη σκάλα σαν τον Θεόφιλο και τα παιδιά για να παίξουν την ταρακουνάνε, αλλά αυτός ατάραχος Τζιόττο στην ταινία του αγιογραφεί το ναό, εκτελεί την παραγγελία, γιατί πιστεύει. Γυμνός με το ξερακιανό του πρόσωπο μπροστά στην κάμερα Πέτρος και Παύλος, γιατί πιστεύει, ενώ δεν του επιτρέπουν να πιστεύει, δεν τους αρέσει όπως γράφει, αυτά που γράφει , δεν του επιτρέπουν να είναι αυτός που είναι. Ποιητής της ποίησης, ποιητής των εικόνων, ποιητής στο Φριούλι, αγκαλιά μ’ ένα νεαρό, κι αυτοί δείχνουν τα δόντια τους. Δεν του επιτρέπουν. Όχι, ακόμα κι αν συμφωνούν δεν του επιτρέπουν, δεν πρέπει να πει αυτός τι πρέπει να γίνει γιατί έτσι πρέπει να γίνει.

Ο Πιερπάολο με σκούτερ στη Via Veneto, στην έρημο Γκόμπι να επιβεβαιώσει τη μοναξιά του. «Όχι δεν θέλω να τον βλέπω», στη σκιά μιας ελιάς γράφει το επόμενο ποίημα, διαλέγεται, συζητά. Ετοιμάζει τη βαλίτσα, μπαίνει στο Fiat Millecento. Ξεκινά για το ταξίδι της Άμμου. Διασχίζει ολόκληρη την ακτή. Σταματά κρατά σημειώσεις. Συνεχίζει. Successo. Μια πτυσσόμενη καρέκλα μπροστά στη θάλασσα. Καρφωμένη. Φόρτε ντέι Μάρμι στην Τοσκάνη. Καζαμίτσολα, στο μικρό λιμάνι. Σε μια χώρα που διεισδύει στη θάλασσα. Μεσόγειος. Αδριατική. Τυρρηνικό πέλαγος. Ο Πιερπάολο ερωτευμένος. Μ’ ένα αγόρι. « Τα παιδιά της ζωής». Πάλι το τράβηγμα της σκάλας την ώρα που ζωγραφίζει το θόλο γιατί πιστεύει. Βλέπει τον Ζακ νεκρό στη θρυμματισμένη γυάλινη πόρτα του κοσμηματοπωλείου. Νεκρό με χειροπέδες. «Una vita violenta». Είναι συνοδηγός του παρ' ολίγον τυραννοκτόνου Παναγούλη που σκοτώνεται στη στροφή της Βουλιαγμένης, σύντροφος του Γκράμσι, φίλος της Έλσα Μοράντε και του Μοράβια. Ταξιδιώτης στην Ινδία εισπνέει το άρωμα της, «Ακατόνε», Ο ήλιος που καίει και μερικά σπάνια σύννεφα. Ο Χριστός κι ο Μαρξ. Διαδηλώνει μαζί με τον Πέτρουλα . Γράφει τους στίχους σε τραγούδι του Φύσσα. Είναι παντού. Στα Σόδομα αγκαλιά με το θείο Μαρκήσιο. Οι γυμνοί και οι νεκροί. Το Βιετνάμ και το Μπέρκλεϋ, τα τανκς στην Τσεχοσλοβακία, συνομιλητής του Φιντέλ. Ο Πιερπάολο στην Όστια. Στην Άλφα Ρομέο. «Όχι δεν θέλω να τον βλέπω». Ο Πιερπάολο στη Νάπολι, το Αγκριτζέντο, τη Γέλα, στις Συρακούσες, στην Αίτνα. Στο Βεζούβιο, Στο στρόβιλο των παθών και της οργής. «Μήδεια» με τη φίλη του την Κάλλας. Πλάι στον Κάρλο Τζουλιάνι στη Γένοβα. Στη σκάλα την ψηλή.

«αλητόπαιδες

-αλητόποαιδες που με τον καιρό

ανδρωθήκανε και γεράσαν

κ’ επεθάναν

ευϋπόληπτοι και

«φιλήσυχοι αστοί»

Αλητόπαιδες – ξαναλέω –

[…]

ετραβήξανε

τη σκάλα την ψηλή»

«Χοιροστάσιο», «Μάμα Ρόμα», «Βασιλιάς Οιδίπους». Κι αυτοί που τράβηξαν τη σκάλα την ψηλή, κι αυτοί που σκότωσαν τον Τσε κι οι δολοφόνοι του ζεύγους Ρόζενμπεργκ, των Σάκκο και Βαντσέτι. «Και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια».

Πήγαινε Πιερπάολο «μην ακούς την πυρωμένη ανάσα». Κι αυτοί που σκότωσαν τον κακορίζικο το Λόρκα γιατί «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς, στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα».

Στην Όστια Πιερπάολο αφού σε παρέσυραν, σε χτύπησαν πέρασαν από πάνω σου με τ' αυτοκίνητό σου.

Αλλά δε σ’ αφάνισαν. Κανένα τους δεν κατάφεραν ν’ αφανίσουν. [2021].