Το ξόρκι

 

Πριν ξεκινήσει κοιτώντας στον καθρέφτη μονολόγησε:

Αλλά το πρόσωπό μου είναι δικό μου και μου το κλέβουν

 

Είχε περπατήσει ως την άκρη της γέφυρας… να πάρει έτρεξε γρήγορα πίσω κι έβαλε στη μπουτουνιέρα του ένα γαλάζιο άνθος που περίμενε ξεχασμένο στο τραπέζι.

Μέχρι να πάει και να γυρίσει είχαν περάσει πέντε χρόνια.

Στις 16 Ιουλίου του ’36 ο Λόρκα πίνει ένα διπλό κονιάκ στη Μαδρίτη καταμεσήμερο. Απέναντί του ο φίλος του  Ραφαέλ Μαρτίνεθ Ναδάλ. Το βλέμμα του θολώνει. Μην πας του λέει. Μην πάρεις το τρένο. Αυτός ο κάμπος σε λίγο θα γεμίσει νεκρούς… Θα πάω. Μουρμουρίζει…

 Έψαξαν στα καφενεία, στα κοιμητήρια, στις εκκλησίες/ άνοιξαν τα βαρέλια και τα ερμάρια/ έσπασαν τρεις σκελετούς για να ξεριζώσουν τα χρυσά τους/ δόντια/Δε με βρήκαν πια./ Δε με βρήκαν;/ Όχι/Δε με βρήκαν

Θα γεμίσει νεκρούς ο κάμπος. Το φεγγάρι σβήνει, λες κι εκείνος ο φαλαγγίτης που τον περιεργαζόταν τράβηξε την κουρτίνα. Χίμηξε σκοτάδι.

 

Ένα ξερό ποτάμι γεμάτο κονσερβοκούτια

Όπου τραγουδούν οχετοί και ρίχνουν

Τα αιματοβαμμένα πουκάμισα

Σαύρα… Σαύρα… Σαύρα ψιθύρισε να ξορκίσει το κακό που κατηφόριζε

 

Οι ψόφιες γάτες καμώνονται πως είναι στεφάνια κι ανεμώνες για να γελάσουν το [άφαντο] φεγγάρι

 

Τραβάει την πολυθρόνα του μακριά από το μπαλκόνι απ’ όπου ατένιζε την κοιλάδα κάτω από το ανελέητο φως

Σαν πέρασαν πέντε χρόνια στις 19 του Αυγούστου του ίδιου έτους  που αθροιζόμενο κάνει 13 ο θάνατος παραμονεύει χορεύοντας στην κοιλάδα του Βιθνάρ

 

Τα παιδικά μου χρόνια ποντίκι

Ήταν που ξέφυγε από ένα

Κατασκότεινο κήπο

 

Στις 17 Αυγούστου του 1936 είχε 32 βαθμούς. Κλειδωμένος στο κτίριο  του Κυβερνείου.

Κι ύστερα 38 μόλις φωσάκια… τόσα είχε σβήσει πίσω του ώρα να σβήσει και το τελευταίο. Αλλά αυτό ακόμα τρεμοσβήνει.