Μιχαήλ Μητσάκης 11. «Θεάματα του Ψυρρή»

«Βάραμε με το στιλέτο

Κι όσο αίμα τρέξει  πιέτο»

 

«Στον πόλεμο ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο υποστήριζε τον κόσμο».[1] Μάλλον ποτέ δεν πέτυχε κάτι τέτοιο. Δε δίστασε να τα βάλει μαζί του, όταν αντίκρυσε τον περιεστώτα λαό να στοιχηματίζει για το αν και πότε και σε πόσα βήματα θα ψοφήσει ο σκύλος που μαχαιρώθηκε από τον χασάπη, επειδή είχε την αποκοτιά να τον γαβγίσει. Μεγάλη ύβρις ένας σκύλος να γαβγίσει έναν φιλήσυχο επαγγελματία. Έναν χασάπη πάντα κραδαίνοντα ένα τεράστιο μαχαίρι. Κοφτερό. Μια ζωή να τεμαχιζει, πολύ μεγαλύτερα από έναν σκύλο, ζώα. Ύστερα από το μαχαίρωμα, ο σκύλος, προσπαθεί να συγκρατήσει τα σωθικά του, που τι ατυχία! σέρνονται στο έδαφος. Και οι άλλοι στοιχηματίζουν πότε, σε ποιο βήμα ακριβώς θα πέσει ο σκύλος – φόβητρο. Το τετράποδο σέρνεται με τα σωθικά του ανοιχτά να γδέρνονται. Και  να νοτίζουν με  αίμα το χώμα. Κι αν δάγκωνε τον καημένο τον χασάπη; Φοβάται ο Γιάννης το θεριό; Μπορεί.

Μια νύχτα –πάντα νύχτα- περπατώ βιαστικός στην είσοδο του Ζαππείου. Προχωρημένη ώρα. Τρία αδέσποτα σκυλιά αλληλογαβγίζονται. Πάνε χρόνια. Νύχτα με ημισέληνο. Περιπολικά στην είσοδο παρκαρισμένα. Αστυνομικοί εν υπηρεσία. Ένας απεγνωσμένος σκύλος σε σύγχυση, πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, αρπάζει τη γροθιά μου, περίεργα σφιγμένη στο τεράστιο στόμα του. Σφίγγει γύρω της τα δόντια του. Παραλύω. Κοιτώ τους άλλους δύο συντρόφους του που γαβγίζουν. Πριν προλάβουν ν’αντιληφθούν το περιστατικό οι αστυφύλακες και οι λιγοστοί διαβάτες, ή οι εποχούμενοι, λίγα εκατοστά πίσω μου σταματημένοι στο φανάρι, ο σκύλος χαλαρώνει τις δαγκάνες του. Άγαλμα εγώ, περιμένω λίγα δευτερόλεπτα και το μόνο που σκέφτομαι είναι να μη με δαγκώσει, μη μου γδάρει τον καρπό, τα δάχτυλα. Δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια ούτε να ελευθερωθώ, ούτε να βάλω κάθετα τη γροθιά μου στο στόμα του, ώστε να μην μπορεί να το κλείσει. Ανοίγει λίγο το στόμα, ελευθερώνω το χέρι μου και ξαναρχίζω να περπατώ. Με βήμα κανονικό. Ακόμα θυμάμαι τον τρόμο που ένιωσα για λίγα λεπτά. Αν μπορούσα θα του εξάρθρωνα τη μασέλα; Αν είχα μαχαίρι ή εξάσφαιρο σαν τους μπάτσους πιο κάτω από το φωτισμένο από την ημισέληνο Ζάππειο, θα το μαχαίρωνα; Θα το πυροβολούσα;

Ενστικτωδώς σκέφτομαι πως ό,τι έκανα ήταν το καλύτερο που μπορούσα στις δεδομένες συνθήκες. Αλλά και πάλι, αν είχα επάνω μου, κάτι να με προστατεύει από το φοβισμένο τετράποδο, μήπως έστω από ενστικτώδη αυτοσυντήρηση θα το χρησιμοποιούσα; Το ζαλισμένο τετράποδο δεν με ακολούθησε καν. Έβαλε την ουρά στα σκέλια και συνέχισε να συνεννοείται γαβγίζοντας με τους εξαθλιωμένους συντρόφους του. Να ‘ταν η τελευταία του επίθεση εκείνη τη νύχτα; Να θανατώθηκε μαζί με τ’ άλλα αδέσποτα λίγο αργότερα;

Αναρωτιέμαι τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια,  γιατί αφηγήθηκα αυτό το επεισόδιο. Όχι βεβαίως για να δικαιολογήσω, ούτε κατ’ιδέαν, τον άσπλαχνο χασάπη που έσφαξε τον αλυχτούντα σκύλο, ούτε τους κορυβαντιούντες, διασκεδάζοντες με το θέαμα, προλετάριους, μικροαστούς, επαγγελματίες, στρατιώτες, περαστικούς από τον Ψυρρή. Μήπως για να φανταστώ τι θα έκανα στη θέση τους αν, όντας μέσα στο συρφετό, παγιδευόμουν από τη συλλογική υστερία;

Θα αποτολμήσω άλλη μια υπόθεση. Υπόθεση μόνον, τίποτα περισσότερο. Συμβολίζει κάτι αυτός ο ξεκοιλιασμένος σκύλος, που τόλμησε απλώς να γαβγίσει έναν χασάπη, για να γίνει στη συνέχεια «ωραίον θέαμα δια θεατάς», διψασμένους για ωμά δρώμενα, χάπενινγκς; Πού να το παιρνε χαμπάρι κάποιος σύγχρονος εννοιολογικός περφόμερ; Ένας ολοζώντανος σκύλος, ένα μαχαίρι, ένα κοινό που διψά για θέαμα. Μήπως ο αφηγητής φαντάστηκε τον εαυτό του στη θέση του ξεκοιλιασμένου σκύλου, να γαβγίζει τον Ξενόπουλο, ο οποίος τον ξετίναξε με κείνον τον χαρακτηρισμό; Γάβγισε τρεις φορές τον Παλαμά, τον νεκρολόγησε και τον νεκροστόλισε δεόντως αυτός.

 

 

[1]Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί