Φόβος μπροστά στην κάλπη
15/01/2015
Όταν είμαστε παιδιά φοβόμαστε τον μπαμπούλα. Αν δεν θέλαμε να κοιμηθούμε το μεσημέρι τότε μας έλεγαν πως θα ‘ρθει ο μεσημεριάς. Αυτοί οι δύο : μπαμπούλας και μεσημεριάς είχαν στοιχειώσει τα όνειρα της παιδικής μας ηλικίας. Αλλά και οι δυο ήταν φανταστικοί. Δεν τους είχαμε ποτέ αντικρύσει, ακόμα και οι πιο ευφάνταστοι από μας. Τα παιδιά φοβούνται τα φανταστικά όντα. Ο άνθρωπος στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας φοβόταν τα στοιχειά της φύσης, την ίδια τη φύση, τις βροντές, τους κεραυνούς, όταν η γη έτρεμε, όταν κυνηγούσαν τους ανθρώπους πύθωνες, τίγρεις. Έπειτα οι άνθρωποι φοβόντουσαν τους δαίμονες, τους έξω και τους μέσα τους, τα δαιμόνια, το άγνωστο, το καινούριο, το «απ’ αλλού φερμένο». Όταν εδραιώθηκαν οι θρησκείες τον Θεός που μπουμπούνιζε εντολές, μη εκείνο, μη το άλλο. Και γενικά ησυχία δεν έβρισκαν. Αφού γύρω τους οι φόβοι έστηναν χορό, «στη μέση το φραγκόσυκο, φραγκόσυκο».
Η μητέρα φοβόταν μη χτυπήσουμε, όταν χτυπούσαμε μην κακοφορμίσει η πληγή και τρέξει πολύ αίμα. Μη λερώσουμε το πάτωμα παίζοντας, αφού μόλις το είχε σφουγγαρίσει, μη σπάσουμε τα τζάμια, μην πέσουμε στο πηγάδι και πνιγούμε. Αργότερα, πολύ αργότερα μη μας χτυπήσει αυτοκίνητο. Γι αυτό έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί όταν περνάμε απέναντι, και μεγαλώνοντας έπρεπε να είμαστε δυο φορές προσεκτικοί γιατί μας επιφόρτιζαν να περνάμε απέναντι το σκύλο, τη γιαγιά ή έναν τυφλό.
Γενικά όλοι μας μετέδιδαν τους φόβους τους, τους δικούς τους φόβους. Τους φόβους που φοβόντουσαν εκείνοι. Έπρεπε ακόμη να προσέχουμε και πώς το λέμε, σε ποιόν μιλάμε και με ποιο τρόπο. Πολλά πρέπει, πολλές συμβάσεις. Οι φόβοι ακόμα περισσότεροι : του πατέρα, του Θεού, της εγκατάλειψης, του να μην σε έχει ανάγκη κανείς, του να μην σε νοιάζεται κανείς, της μοναξιάς, των γηρατειών, του θανάτου. Ο φόβος μπροστά στην αλήθεια. Το ψέμα. Την υποκρισία. Την οπισθοβουλία. Την κρυψίνοια. Την αγχίνοια. Την ανοησία. Την τρέλα. Τη σοφία. Το ύψος. Το βάθος. Το σκοτάδι.
Ο φόβος του Άλλου. Ο φόβος της επιθυμίας.
Φοβίες, φόβοι παράλογοι. Ο φόβος ενδέχεται να αναστείλει τη δράση του ατόμου. Να παραλύσει την ενεργητικότητά του.
Από πιθανούς ή απίθανους κινδύνους θα έπρεπε να έχουμε πάθει ασφυξία. Από τις απαγορεύσεις πνιγμό. Από ό, τι μέλλεται να μας συμβεί στρίβοντας τη γωνία, αγοραφοβία. Καθημερινοί ή διαχρονικοί φόβοι. Παιδιάστικοι ή ενήλικοι. Νοσηροί ή παράλογοι. Μας αδρανοποιούν ενίοτε. Μας κάνουν να καταφεύγουμε στη ματαίωση των επιδιώξεών μας, την άρση των δραστηριοτήτων μας, τη μη ανάληψη των ευθυνών μας.
Τρομάζουμε, πανικοβαλλόμαστε με το παραμικρό, το μικρομέγαλο ή το μεγάλο. Μας τρομάζουν οι ειδήσεις για την κρίση. Δικαιολογημένα, είναι συνήθως ζοφερές. Φοβόμαστε μη μας πάρουν το σπίτι γιατί δεν πληρώσαμε το δάνειο, μη μας κόψουν τη σύνταξη, μη μας βγάλουν σε διαθεσιμότητα, μη μείνουν άνεργα τα παιδιά μας ή εμείς, μη ψηφιστεί κι άλλο μνημόνιο, μην υποστούμε κι άλλα μέτρα συμπίεσης των δικαιωμάτων μας, εργασιακών κι άλλων, γιατί για τα δικαιώματα των άλλων δεκάρα δεν δίνουμε, ούτε για τη στέρηση των πολιτικών ελευθεριών ενδιαφερόμαστε.
Υπάρχει όμως ένας φόβος παράλογος. Φοβόμαστε – κάποιοι από μας μην τυχόν και γίνουν εκλογές. Λες και ξεχάσαμε πως ζούμε σε δημοκρατικό καθεστώς με κοινοβουλευτικό σύστημα, και με τις εκλογές ενδέχεται κάτι ν’ αλλάξει ή να βελτιωθεί, έτσι ώστε να πέσει κάπου αλλού το βάρος και όχι στους πολλαπλά επιβαρυμένους μικρούς, μεσαίους και φτωχούς.
Ενυπάρχει πλέον στο κύτταρο της κοινωνίας ο φόβος της ακηδεμόνευτης ενήλικης ζωής. Ο φόβος της ελευθερίας. Γι αυτόν τον φόβο έγραψε ολόκληρο βιβλίο ο Έριχ Φρομ στις αρχές της δεκαετίας του ’40 δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην κοινωνική διάσταση – Θέλουν πραγματικά την ελευθερία οι σύγχρονοι άνθρωποι ή μήπως νιώθουν φόβο μπροστά της; Ο Έρικ Φρομ εφαρμόζοντας την ψυχαναλυτική μέθοδο εξετάζει τις αιτίες που οδήγησαν στις ολοκληρωτικές κοινωνίες στον 20ο αιώνα. Ένα πρόχειρο συμπέρασμα κατά τον Φρομ είναι ότι παρά την αίσθηση ελευθερίας και τον αέρα της χειραφέτησης που έδωσε στον άνθρωπο του 20ου αιώνα η ανάδυση της δημοκρατίας, ο άνθρωπος συνέχισε να αισθάνεται απομονωμένος από τους συνανθρώπους του, ενώ η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια υποκατέστησαν τους παλιότερους κοινωνικούς δεσμούς. Αυτή η αίσθηση της μοναξιάς είναι, λέει ο Φρομ, που ωθεί τους ανθρώπους να υποτάσσονται σε έναν πανίσχυρο οργανισμό, σ’ ένα ολοκληρωτικό κράτος.
Σήμερα εδραιώνεται η αίσθηση του φόβου απέναντι στις ιδεολογίες, τα κινήματα, τις συλλογικές επιδιώξεις. Υπάρχει μια υπόγεια, παράδοξη επιθυμία υποταγής. Μια επιθυμία για ασφάλεια που το κόστος της καμιά φορά είναι δυσβάσταχτο και πάντως δυσανάλογο προς την επιδίωξη της ασφάλειας και σταθερότητας, που ούτε ασφάλεια είναι ούτε σταθερότητα. Σ’ αυτά προστίθενται συμπλέγματα κάθε είδους : ενοχής, κατωτερότητας, ανωτερότητας. Πάθη εξουσιαστικά, καθηλωτικά.
Υπάρχουν και οι συμβολικοί φόβοι, που μετατρέπονται σε πραγματικούς, π.χ. ο φόβος της αριστεράς ( «Τι θέλουν πια αυτά τα ζώα οι απεργοί;» Γιάννης Νεγραπόντης). Εν όψη εκλογών, λοιπόν, κυριαρχεί ο φόβος της επελεύσεως μιας κυβέρνησης της αριστεράς, δηλαδή ο φόβος του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ο φόβος της αλλαγής, αλλά και ένας αταβιστικός φόβος από την προ εικοσαετίας, και πλέον, πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού με τα συνακόλουθα φαινόμενα ανελευθερίας που αποκαλύφθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο. Αυτήν τη μερίδα των φοβουμένων την αριστερά δεν την κόφτει καθόλου ούτε το ξεβράκωμα απέναντι στους δανειστές, τους κυνικούς εταίρους. Αυτό το κομμάτι, αυτή η μερίδα δεν νοιάζεται ούτε για την ανελευθερία, ούτε για την ανθρωπιστική κρίση, ούτε για τα προβλήματα των διπλανών. Ή νοιώθουν ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε για να αλλάξουν αυτά τα ζοφερά δεδομένα. Το υπάρχον καθεστώς – και δε μιλώ μόνο για την κυβέρνηση – κακό, ψυχρό, ανάποδο και αυταρχικό, είναι απλώς γνωστό και ας είναι απεχθές, και όλοι ξέρουμε πως δεν θα ‘χει παρά μόνο δυσάρεστες εκπλήξεις στη συνέχεια.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς μήπως ο άνθρωπος φοβάται το καινούριο. Μήπως τον μάρανε, τον μαράζωσε, τον παρέλυσε ένας διάχυτος φόβος που τον κρατά στο πριν την ενηλικίωση στάδιο, ένας φόβος που δεν μπορεί ούτε να τον εκλογικεύσει, ούτε πολύ περισσότερο να τον ξεπεράσει. Η λογική είναι ένα δύσκολο περίπλοκο εργαλείο, ένα εργαλείο που δεν μπορεί να λειτουργήσει στα χέρια ενός φοβισμένου πολίτη, που πιστεύει πως δεν χρειάζεται να πλησιάσει την κάλπη για να διεκδικήσει ό, τι του αφαίρεσαν.
Το μόνο που μένει είναι να φοβηθούμε το φόβο μήπως και τον ξεπεράσουμε.