Περπατώντας

Τραγουδήσαμε αλλά δε χορέψαμε. Παρόλ’ αυτά ήρθαμε στο κέφι. Όμως κάναμε λάθος. Κάναμε λάθη. Δεν ακούσαμε. Δεν ακούσαμε τα βατράχια να κοάζουν δυσοίωνα. Δεν ακούσαμε τον γκιώνη. Κλείσαμε τα αυτιά μας στα πουλιά. Σκορπίσαμε τον ιδρώτα της μέρας. Δεν σαρώσαμε δυνατότητες της νιότης μας. Δεν είπαμε. Δε λέμε. Δε θα πούμε. Θα κοιμηθούμε. Θα μονάσουμε. Θα κοιμηθούμε στ' ακρογιάλι της πατρίδας. Και όταν θα 'ρθει εκείνος θα γλιστρήσουμε στα νερά. Το πουλί, το παιδί, ο βράχος. Το πείσμα ανασαίνει εύφορα. Και η ανθισμένη ζέστη της νιότης γυμνή φωτιά. Μια εποχή μονάχα. Στην κόλαση. Το κορμί της σαν γλυμμένο κοχύλι, παράξενο παραδέρνει στου νησιού την ερημιά. Ο τόπος είναι έρημος χωρίς αυτήν. Η νύχτα δεν έρχεται χωρίς αυτήν. Κανένα στόμα δε μιλάει αν δε μιλήσει εκείνη. Εκείνη θα 'ρθει. Εκείνη θα φύγει. Εντός μου ένα φως. Το φως. Το φως της, που κανείς δεν μπορεί να σβήσει, ούτε καν εκείνη. Ο βράχος, το πουλί. Ο παράδεισος, όλο με πλησιάζει και όλο το σκάει μακριά μου. Το πουλί όλο κελαηδάει. Άηχα. Όταν έρθει θα είμαι εκεί. Θα περιμένω.