Ταξίδι στον ωκεανό

Κανείς δε λέει πως ξέρει, εκτός κι αν είναι ευκολόπιστος, όχι πιστός, αλλ’ απ’ αυτούς που τύπτουν την κεφαλή τους κάθε που νομίζουν πως ψάχνουν ν’ ανάψουν το φως κι αυτό φωταγωγεί τόσο πολύ το τοπίο που κατακαίει αντίς να φωτίσει, κι αυτός λέει τότε, δεν έπρεπε να… δεν γνωρίζω, καταλάβατε; Ναι; Δε λέει δεν ξέρω… αλλά κάτι που έχει ακούσει να λένε ξύνοντας κιόλας το κεφάλι… όλα από κει δεν ξεκινούν; λένε οι μάγισσες, όχι του Σάλεμ, οι άλλες οι απατεώνισσες, αυτές που λένε πως προβλέπουν τα μελλούμενα… οι μάγισσες του Μάκβεθ - φαίνονται σίγουρες κατά βάθος -, αν και αναβάλλουν τη μια και μόνη δυνατή διατύπωση, τη συγκλονιστική διατυμπάνιση της προφητείας που πρέπει να εκπληρωθεί και όταν τα καταφέρνουν τα προβλεφθέντα έρχονται κοντά αλλά παραλείπονται, γιατί δεν είναι ευχάριστα και δεν μπορούν να ανακοινωθούν παρά μόνο μετά από μια κατάλληλη προετοιμασία, εξεργασία, κατεργασία, πες εσύ τώρα αν έχεις κάτι να πεις, ώστε να συναριθμηθείς, όπως συναριθμούνται μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό οι χαμένοι, εκείνοι οι αριθμημένοι ένας - ένας, όχι ένας κι ένας, επιλεγμένοι δηλαδή άξιοι του αριθμού που φέρουν, κι εσύ τώρα χέρι μου, έλα γιατί δεν μπορεί συνεχώς αν και μικρός το δέμας να παραληρείς συνεπαρμένος από την ποιητικήν ατμόσφαιρα του ατμοπλοίου εκείνου που απέπλευσε από τον λιμένα του Πειραιώς Ακτή Ξαβερίου, πιασμένος στην ξόβεργα, εκλεκτό κυνήγι που λάτρεψε καθώς το γυρόφερνε στη γλώσσα του και χτυπώντας ή τύπτοντας, αν προτιμάτε, τον ουρανίσκο με το τερψιλαρύγγιο εκείνο έδεσμα που δε θυμάται πώς ακριβώς αναφερόταν στον κατάλογο, αλλά θυμόταν την υδαρή του γεύση κάτι ανάμεσα σε χαβιάρι ή ακόμα και κάτι πιο πρόστυχο πάντως προερχόμενο από ψάρι, όχι αυγοτάραχο, μπρικ ήταν κατά το μάλλον ή ήττον – όπως οι ποιητές μείζονες ή ελάσσονες κι ας λέει ο Άγρας, nihil… minor in litteris και καθώς ταλαντευόταν στο κάθισμα του αυτός στο στομάχι εκείνου του υπερωκεανίου έπλεχε παφλάζοντας γοερά ή όχι στην πλάτη ενός μανιασμένου κύματος ένιωσε πως ήρθε μάλλον ή ώρα του γιατί μάλλον; γιατί αυτός δεν ήταν σίγουρος αμφέβαλλε αν και είχε καταληφθεί από τρικυμία εν κρανίω όπως συνήθιζε να λέγει συνήθως όταν ατυχώς δεν επρόκειτο παρά περί τρικυμίας εν ποτηρίω, και τι θα έλεγε τώρα αν την τελευταία στιγμή η ισορροπία του πάνω στο κάθισμά του απεκαθίστατο και ερχότανε στα ίσα του ο άνθρωπος, τον αγέρα που λυσσομανούσε ομολογουμένως τον φοβόταν, γιατί σφύριζε ένα παλιό δυσοίωνο σκοπό που θύμιζε ένα σάπιο ξύλο που τραμπαλίζοντας στην ταραγμένη θάλασσα που το πέταγε πότε ψηλά πότε στο τάρταρο, ποια θα ήταν η τύχη του; χωρίς προκοπή, αν και η πλεύσις του πλέοντος πλοίου συνεχιζόταν ακαταπαύστως και οι εικόνες από τα μεγάλα φινιστρίνια ανεβοκατέβαιναν κι αυτές χάνοντας τη σαφήνειά τους και καταντώντας θολές κι αναποδογυρισμένες σαν να τους είχε έρθει ο ουρανός σφοντύλι όπως λένε κι οι πιο έμπειροι ναυτικοί την ώρα της τρικυμίας… Αη Νικόλα βόηθα μας, περνώντας από το Κάβο ντ’ Όρο ή τα στενά νερά, όπου εκείνος λέγει πως ένα ταξίδι, ας το ονομάσουμε έτσι για τις ανάγκες της κειμενικής διαύγειας και της αφηγηματικής συνέχειας, ή μάλλον η ιδέα, πιο σωστά, ενός ταξιδιού χωρίς επιστροφή ανοίγει για μας τις πόρτες και μπορεί ν’ αλλάξει αληθινά τη ζωή μας, αφού αποτελεί μια μαγεία που συγγενεύει με το χειρισμό της διχάλας του ραβδοσκόπου, γιατί δεν έχει γούστο ένα ταξίδι που μας επαναφέρει σε λίγο στην ξερολιθιά του αγαπημένου σπιτιού, απ’ όπου μπαρκάραμε προσέχοντας να μην αγγίξουμε καν τα μαύρα νερά που προξενούν έναν παράξενο κνησμό σ’ όλο το κορμί όποιου κάνει την απροσεξία να βουτήξει χέρι ή πόδι ακόμα και δάχτυλο στα μαύρα κατάμαυρα νερά που περιμένουν ακίνητα έναν απρόσεκτο να τ΄ ακουμπήσει. Η εκκίνηση έχει πάντα την ίδια σημασία με τα στενά του Ορμούζ ή τη διέλευση ενός πολύ στενού ισθμού που ίσα ίσα χωράει ένα πλοίο σαν το δικό μας που μια απροσεξία του καπετάνιου μπορεί να το ρίξει στο τοιχίο, γι αυτό ανάγκη πάσα να προσέξεις όλα αυτά, αυτές τις περιπετειώδεις συναντήσεις αυτές τις αιτιώδεις σχέσεις και προστρίψεις, χωρίς τίποτε να υπονοώ, πέρα από αυτό που λέω ή σκέπτομαι διαβάζοντας στην βιβλιοθήκη του Μεγάλου Ανατολικού το Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν του Ιουλίου Βερν σε κείνη την παλαιά καθαρευουσιάνικη μετάφραση, ενώ στη διπλανή αίθουσα ζευγάρια ετερόφυλα ή ομόφυλα είχαν επιδοθεί σε μαραθώνιο χορό κυρίως βαλς χόρευαν – «έκανε ένα χορευτικό βήμα μπροστά πάνω στα τριζάτα παπούτσια από γελαδοτόμαρο κι ένα χορευτικό βήμα πίσω πάνω στο επίσημο δάπεδο»* κι εγώ τον θαύμαζα τραγουδώντας ‘κάλλιο χορευταράς νάμουνα πέρι/κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια,/θάσερνα συρτό χορό χέρι με χέρι/μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια./Κι έν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους/ θάρχιζα, γι αφροπούλια και για ένα/ γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους/ που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα’**, την ώρα μάλιστα που περνούσαμε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και φανταζόμουν πόσο ψύχραιμος θα είχε μείνει ο Οδυσσέας γι αυτό έδωσε αμέσως τη λύση στο τραγούδι των Σειρήνων που μάλλον, [αν κι είναι σίγουρος], όπως λέει ο Κάφκα, οι Σειρήνες σώπαιναν μακάριες βλέποντας τον παμπόνηρο Δυσσέα να έχει κλείσει τόσο καλά τα’ αυτιά του με μπόλικο κερί που ήταν μάταιο να τραγουδούν για να διασκεδάσουν τον Γαρμπή ή τον Πουνέντε κι όποιον άλλον από το ανεμολόγιο θα ‘στηνε αυτί να τις ακούσει, «Εύα. Γυμνή με σταρένια κοιλιά αμαρτία», καθώς οι οργασμοί φουντώνουν κι ο Γιούνγκ καραδοκεί με τη ρετσινιά στην τσέπη έτοιμος να την εκσφενδονίσει κι όπου σε βρει. Κι όπου σε σφάξει. Στο μεταξύ ο κύκνος όμορφος, λευκός σαν τεράστιο στρεβλωμένο κρίνο ανεβαίνοντας τις καμπυλόγραμμες ράγες στον αφρό της όλο και κάμποσο ρυτιδιασμένης θάλασσας που πότε κοκκίνιζε απ’ το κακό της και πότε ολόλυζε σε διφωνία με τον αγέρα και πότε ηρεμούσε, σπανιότερα και μπορούσε να ρουφήξει την απόσταση το βαρύ σκαρί του πλοίου που είχες πάρει και που έπλεχε τραγουδώντας «Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες/Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων/Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες» ***καθότι κάθε ταξίδι είναι επικίνδυνο και μάλιστα αυτό που επιστροφή δεν έχει ή μοιάζει να ‘ναι πολύ μακριά η Ιθάκη κι η Πηνελόπη μπλεγμένη στα δίχτυα των μνηστήρων κι ο Τηλέμαχος ο γιος που σου έκρυψαν πριν φύγεις για την Τροία δε σε ξέρει κι οι άλλοι δυο ο Ναυσίθοος κι ο Ναυσίνοος οι γιοι που έκανες με την Καλυψώ έμειναν πίσω κι ίσως μόνο ο Εύμαιος θα σε περιμένει αν είναι ζωντανός. Όμως εμείς θα μείνουμε μεσοπέλαγα γιατί το ταξίδι μας δεν τελειώνει συνεχίζεται…

Παραπομπές:

*Τζαίημς Τζόυς, από το κεφ. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη του Οδυσσέα σε μτφρ.Ελευθ. Ανευλαβη

**Γιάννης Σκαρίμπας, Χορός Συρτός

***Ανδρέας Εμπειρίκος, Στροφές Στροφάλων