Το ποίημα

Το ποίημα δεν ακούει ούτε βλέπει. Ψαύεται. Πριν καταφύγω στην ελεύθερη πτώση από την ταράτσα απ’ όπου βλέπω τον Κόσμο Νέο, πασπατεύω να βρω το διακόπτη ανεβοκατεβάζοντας το δεξί. Με το άλλο αλαλιάζω τον αέρα αεροκοπανόντας αλλά δε βρίσκω κάτι στέρεο να πιαστώ. Κι όμως είμαι εγώ όρθιος, καμαρωτός, αρτιγενής, αλλά σε περισυλλογή. Πάντα χρειαζούμενη αυτή σαν τα ποιήματα που ξεπετάγονται εκεί όταν δεν τα περιμένεις, όπως και οι αγορές, τα ψώνια, τα ξέσκεπα αυτοκίνητα, οι παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες, οι ανάπηρες πάπιες που φωτογραφίζονται προθύμως γυρνώντας από τη Σίκινο, τη Μήλο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, την παριανή λεύκα μπρος στο εκκλησάκι της Χρυσοπηγής που λάμνει στο φεγγαρόφωτο της παιδικής αυλής που το μπαστούνι της με χτύπησε κατακέφαλα. Είχε μπαστούνι, αφού το πόδι της έλειπε από καιρό. Κείτονταν στον κοιτώνα του νοσοκομείου στο Μανχάταν. Δύο Αμερικές είχε στο κεφάλι της. Δύο Τρίτες στην καρδιά της. Μια Πέμπτη στην τσέπη της που κύλησε με θόρυβο στο πάτωμα, ή λυγμός ήταν; Μια μέρα περιέχει τη μέση της που κουράστηκε και το τέλος της που χωλαίνει. Η νύχτα έρχεται κι εγώ αντί να της πω ναι, της λέω φτάνει. Βρήκα το διακόπτη, το δωμάτιο φωτίστηκε άπλετα, αλλά ανακάλυψα πως το φως δεν έχει ενδιαφέρον κι έπειτα διώχνει τη νύχτα που πάει να γδυθεί μακριά. Δεν είμαι ετερόφωτος γι αυτό δεν περιμένω τη νύχτα να ξαπλώσει πλάι μου φορώντας μάλιστα μαύρα. Ούτε το νύχι μου είναι βυσσινί καθώς ξύνει τις επιφάνειες μιας ώχρας που έχει καλύψει το τζάμι μου μ’ ένα ωχροκίτρινο φως. Εμένα οι γεύσεις μου έχουν καπνό , παρηγοριά, πυρετό, ανησυχία, υπομονή και λέξεις, προθέσεις κι επιρρήματα. Επιφωνήματα, ένα λαιμό, μια οδό κι ένα πληθωρισμό επιθέτων. Το ποίημα δεν καταφεύγει, φυγαδεύεται, περνιέται για επίκαιρο, έρχεται, ακούω τα βήματά του. Πλησιάζουν. Σηκώνομαι να φύγω. Αλλά αυτό με πιάνει από τον ώμο. Με πιάνει τρόμος. Αυτό βουβαίνεται κι εγώ μιλώ ακατάπαυστα. Υπογράμμιζε την ανία μας, ενώ σερνόταν από τη ζέστη της πλατείας Αγάμων η φωνή του γιαουρτά την ώρα που στο διάδρομο έσερνα τις ξεκοιλιασμένες παντόφλες μου. Τιλσίτ, Μυκήνες, Αρμπάτ, Αμστελόδαμον, Νεοβόκορον, η νέα Βαβυλώνα. Η γη τρέμει την ώρα που βαθειά στον ορίζοντα ίσα που διακρίνεται μια διάφανη μικροσκοπική Αλίκη να σέρνει γκρινιάζοντας μια νερόκοτα μεγαλύτερη απ’ αυτήν. Κανένας φίλος της δε φαίνεται, όλοι κοιμούνται αναπαυτικά στα στρώματά τους. Ένας βάτραχος μόνο κοάζει αλλά αυτός είναι εκτός συναγωνισμού. Παίρνει πόζες. Φωτογραφίζεται θυμίζοντας ανάλογες ντίβες, βραβευμένες και μη. Στο μεταξύ τραίνα που πάνε στη Λουτρόπολη, περνάνε πάνω από τις πηγές της και τερματίζουν στο νησί μου. Διασταυρώνομαι με τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο που περνά δίπλα μου κρατώντας αγκαζέ τον άλλο Ηλία τον Πετρόπουλο. Άρρηκτος δεσμός. Κοιτώ τα πράγματα από κει που εσύ στην τύφλα των επιφαινομένων σου δε βλέπεις. Καβάλησα το άτι μου πριν υποταχθεί στο πάνδημο καφενείο. Βγαίνω στην αγορά όταν τα ρολά κατεβαίνουν και η πόλη αδειάζει από τους τεχνοπαίχτες της. Οθόνες δεν διαθέτω. Βάζω τη μητέρα να κοιτά χωρίς να ακούει. Κάθομαι στην πολυθρόνα και απλώνω τα πόδια. Ακούω τη βρύση να στάζει.

14/8/2002 & 6/4/2023