Τέσσερεις φωτογραφίες κρεμασμένες στα μανταλάκια

Τέσσερεις φωτογραφίες κρεμασμένες στα μανταλάκια του Γυάλινου Κώδωνα αφού Σκοτεινός Θάλαμος δεν υπάρχει πια.

Το κόκκινο φως σβηστό κι αυτό. Η παράσταση σχόλασε Τα μικρόφωνα αποσυνδέθηκαν. Οι ήχοι χάθηκαν ή ένα αλάνι τους πήρε για παιχνίδι και σούταρε μια μπάλα τόσο μεγάλη όσο η περασμένη στο πόδι του Γιάννη Αγιάννη, ενός κλέφτη μιας φρατζόλας ψωμιού που είχε γίνει η έμμονη ιδέα του Ιαβέρη ενώ γύρω τους μαινόταν οι οδομαχίες. Αυτή είναι η πρώτη φωτογραφία. Ακριβώς δίπλα της κρεμασμένη η δεύτερη έδειχνε τον ήχο που πόνεσε όταν τον κλώτσησε το αλάνι. Ο ήχος τόσος δα, το αλάνι με κοντά παντελόνια και κοροϊδευτικό χαμόγελο κι ένα αποτσίγαρο σβηστό που το συγκρατεί το κάτω χείλος. Κάτι σαν τον Λούκυ Λουκ πάνω η κάτω απ' τ' άλογό του. Ο Τεν τεν δεν κάπνιζε ούτε στον ύπνο του αν και δε νομίζω να κοιμόταν ποτέ. Ταξίδευε, πάντα ταξίδευε. Κοιμόταν ίσως στο βαγόνι του τρένου που τον πήγαινε στον νέο προορισμό του. Όπως ο Αρθούρος Ρεμπώ στην πρώτη απόδρασή του από τη Σαρλβίλ. Τον δείχνει η τρίτη φωτογραφία ανάμεσα σε δύο χωροφύλακες σαν να ήταν ο μεγαλύτερος κακούργος. Ένας δυνατός πόνος τον εμποδίζει να γράψει το προτελευταίο γράμμα στην αδελφή του. Είναι πια κουτσός. Του λείπει ΄το ένα πόδι σαν τον μολυβένιο στρατιώτη που νιώθει σαν παρίας. Άχρηστος. Τον σημαδεύει ο αρτιμελής τυφεκιοφόρος του εχθρού. Το σώζει το πόδι που λείπει. Αν ήταν αρτιμελής ο ισχνός κορμός του δέντρου δεν θα τον έκρυβε. Ο τυφεκιοφόρος δεν τον βλέπει σαστίζει και κάνει μεταβολή. Τον βλέπουμε στην τελευταία φωτογραφία να χορεύει ζεϊμπέκικο. Το τζουκ μποξ παίζει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Στους τίτλους του τέλους ακούγεται το βραχνό γέλιο της Ελένης Ροδά.