Εκεί που είχαμε ζήσει

Δεν είχα δει ποτέ ωραιότερο θέαμα εκεί που είχα ζήσει. Πεσμένη στο αφράτο μαξιλάρι με τα μάγουλα κατακόκκινα, τα μαλλιά είχαν κάνει θηλιά γύρω στο λαιμό της. Εγώ κοίταζα μόνο και απ' τις δυο πλευρές του κρεβατιού. Το σεντόνι είχε παραμερίσει, το αριστερό γόνατο κεκαμένο προεξείχε, φούσκωνε. Τράβηξα λίγο ακόμη το σεντόνι. Είδα το μηρό μέχρι επάνω. Η ανάσα δεν ακουγόταν καν. Ανησύχησα. Έβαλα το αυτί μου δίπλα στο στόμα, έπιασα το μέρος του λαιμού που χτυπάει η καρδιά, είχα βάλει τον αντίχειρα, και είδα πως η καρδιά χτυπούσε. Τότε ήταν που μπήκα στο όνειρό της.

Βρισκόταν μέσα σ' ένα δάσος. Κρύφτηκα πίσω από ένα κορμό δέντρου. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα. Μπορούσες να την ξεχωρίσεις παντού. Ήταν η νύμφη του δάσους, δεν ήταν πια δική μου νύμφη αν και δεν είχα αρνηθεί να την νυμφευθώ. Άστραψε. Ένα μωρό έκλαψε στην κούνια. Μπορεί και να μην ήταν νύμφη, τα μαλλιά της μαρτυρούσαν πως μόλις είχε βγει από ένα όργιο στο δάσος. Ήταν μάγισσα, λοιπόν. Η πιο όμορφη μάγισσα που είχα συναντήσει ποτέ. Και ας ήταν στο όνειρό μου. Στο δικό της. Κάθισα ακουμπώντας τη πλάτη μου στον κορμό πίσω από τον οποίο είχα κρυφτεί πριν λίγο. Έβγαλα απ' την τσέπη μου δύο κάπως μεγάλα ξύλινα άσπρα κυβάκια, δυο ζάρια. Τα κούνησα στο δεξί μου χέρι αλλά επειδή το έδαφος δεν ήταν επίπεδο, δεν έδειξαν ακριβώς τι έφερα. Το ξανάκανα. Τότε εκείνη εμφανίστηκε μπροστά μου, όχι ολόκληρη, το πόδι της είδα πρώτα. Γυμνό χωρίς υπόδημα, ολόλευκο να πατάει τα ζάρια. Χωρίς να το σκεφτώ το άρπαξα, το τράβηξα, το φίλησα και την έριξα κάτω. Κάθισε απότομα ξαφνιασμένη κι ύστερα είπε: Γιατί; Και γω, δεν είπα τίποτα, τράβηξα κι άλλο το πόδι της κι έπεσα πάνω της με όλο μου το βάρος. Τότε ξύπνησα. Τα μαλλιά της δεν ήταν πια θηλιά γύρω απ' το λαιμό της. Τα μάγουλά της ήταν πιο κόκκινα και τα μάτια της μισάνοιχτα σαν να κοιμόταν ακόμα. Κι όντως κοιμόταν. Τα βλέφαρά της πετάριζαν. Που σημαίνει ότι συνέχιζε το όνειρό της χωρίς εμένα. Αυτό ήταν το ωραιότερο θέαμα που είδα στον ύπνο μου ή στον ξύπνιο μου εκεί που είχαμε ζήσει...

κξγ Αυγ.'21