με λένε Τζωρτζ

με λένε Τζωρτζ το κεφάλι μου γρατζουνιέται στη μαύρη άσφαλτο αντί να ακούει τον χτύπο της καρδιάς της γης το αυτί μου πονάει και σφυρίζει από τα λάστιχα των αυτοκινήτων που αδιάφορα περνάνε αντί να πάω σπίτι να ξεκουραστώ βρέθηκα κάτω δεμένος να φτύνω βρισιές για την τύχη μου ξαφνικά να γλύφω τη βρώμα στο χώμα να αποχαιρετάω τον κόσμο ετούτο χωρίς να δω τον ουρανό μοναχά παπούτσια να περνάνε πέρα δώθε να σταματάνε να λένε κάτι φωνές " τι γίνεται εκεί" και να συνεχίζουν να πάνε στη δουλειά τους κανείς δεν έσκυψε να δω τα μάτια του να του ψιθυρίσω βοήθεια  να στείλω φιλιά στα κορίτσια  μου κι αν φωνάζω που πνίγομαι τόσο περισσότερο με πατάει οργισμένο ένα γόνατο και κλείνει η ανάσα μου και  πήζει το αίμα στη φλέβα του λαιμού με λένε Τζωρτζ και μόνο οι δικοί μου το ξέρουν κι όποιος άλλος  το μάθει θα το ΄χει ξεχάσει αύριο κιόλας που θα ΄μαι ο  κανένας μέχρι ένας άλλος μαύρος να βρεθεί στη θέση μου