Ταξίδι της άμμου

Μια βαλίτσα ανοιχτή στο πάτωμα. Μέσα ένα γιλέκο, ένα καφέ κοστούμι, ένα άσπρο πουκάμισο, δύο γραβάτες, παλιά χαρτιά. Χωρίς αιτία γραμμένα. Πού ήταν άραγε ο άνθρωπος που τα έγραψε; Ποιος βάζει παλιόχαρτα μαζί με ρούχα σε γαιώδη χρώματα, μισοτσαλακωμένα κιόλας.

Μια μικρή κίτρινη έπαυλη στη μέση ενός κήπου, πολύ κοντά στην ακτή. Ο Π. Π. Π., αλλιώς ο τρία Πι σε μια αμήχανη πόζα να κοιτά το φακό, το χέρι στη μέση, το ένα πόδι ελαφρώς κεκαμμένο. Και εγώ να κοιτώ το φόντο πίσω του. Αυτός στην αριστερή ή στην δεξιά άκρη της φωτογραφίας, ανάλογα πού θα την τοποθετήσεις όταν την επεξεργαστείς στον υπολογιστή. Ένας νεαρός με μπερέ κρύβει ένα μικρό μέρος της εικόνας δεξιά. Δεξιά σίγουρα. Μια φυστικί ταινία, τέσσερα δάχτυλα πλατιά, γύρω από μια δεσμίδα φωτογραφιών και προχειρογραμμένων σημειωμάτων.

        Τοποθέτησα τα δακτυλόγραφα στο δεξί συρτάρι του γραφείου μου μαζί με διάφορα χαρτιά, δικά μου, προσωπικά τα περισσότερα. Τα ξέχασα κάποιο καιρό - όπως ξεχνάς μερικές μπριζόλες στην κατάψυξη και νομίζοντας πως δεν υπάρχει τίποτα να φας, πηγαίνεις στην κοντινή ταβέρνα.

 

        Άλλοτε αργό, άλλοτε γρήγορο ή αποσπασματικό το διάβασμα. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις μια ιεροτελεστία που δεν παίρνει διάβασμα διαγώνιο ούτε αναβολή.

        Η πόλη πίσω του μαυρόασπρη όπως κι η φωτογραφία, κάπως απροσδιόριστη. Ωστόσο κάτω δεξιά, διακρίνεις καθαρά γραμμένο, πάνω στο τυπωμένο φωτογραφικό χαρτί: Γένοβα!

        Δεν αποφεύγω τον εξομολογητικό τόνο. Μάλιστα, δε διστάζω καμιά φορά να γράψω κάποιο πολύ προσωπικό, πράγμα που μπορεί βέβαια για κάποιους να 'ναι αδιάφορο.

        Δωμάτιο ξενοδοχείου. Δε θυμάμαι τη θέα που βλέπω στις φωτογραφίες. Μεσσήνη;

 Βλέπω ανθρώπους να σβήνουν στο αχνό τελευταίο φως του ήλιου που βουτά απότομα σαν κέρμα που βάζεις στη σχισμή παιδικού πήλινου κουμπαρά. Ακούω το σβήσιμο των κυμάτων που παφλάζουν όπως μια σημαία σ' ένα συμπονετικό αέρα μια καυτή νύχτα Αυγούστου. Θυμάσαι; Μια πέτρα μόνο υπήρχε. Καθίσαμε. Ο ώμος μου άγγιξε το δικό σου. Πέρασα το χέρι μου στη πλάτη σου για να κερδίσουμε χώρο. Πάντα στο νου μου είχα την οικονομία. Την αφαίρεση. Τι άλλο είναι οικονομία; Δε θέλω να πω για την επιστήμη της, ούτε για τα χρήματα που μόνο να τα χαλάω ήξερα σ' ό,τι, τουλάχιστον, προσωρινά θα μ' ευχαριστούσε. Στις λέξεις όμως ναι. Ιδίως όταν τις έγραφα εγώ. Στην έκταση μιας σκέψης. Στο χώρο που δεν μου ανήκε ποτέ. Δεν ήταν δικός μου. Δεν είχε τις αναμνήσεις μου. Είχε μόνο: κρεβάτι, κομοδίνο, τραπέζι, μια τουαλέτα, μια ντουλάπα, ένα μπάνιο. Μια θέα στη θάλασσα. Μια θέα σ' ένα ''παρδαλό χείμαρρο ζωής, που έχει πάθει ασφυξία από την επιθυμία να υπάρχει''. Μπροστά σου εκτυλίσσεται με μια μάλλον αργή διαδικασία μια γιορτή. Ένα γαϊτανάκι με όλα τα χρώματα και τις επιθυμίες αυτών που συμμετέχουν στη γιορτή. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο απ' αυτό το λυχνάρι, τη ζωή, τίποτε άλλο, λέει ο Γιώργος Σεφέρης σε κάποιο ημερολόγιο μετά από μια βόλτα που έκανε στο Ζάππειο, αφού είχε τελειώσει μια περιπέτεια της υγείας του.

 

Τα γραμμένα χαρτιά δεν είναι παλιόχαρτα, με την έννοια του άχρηστου, αλλά κάποιου περασμένου καιρού. Πρέπει να τα ξεκαθαρίσεις. Να δαπανήσεις περισσότερο χρόνο απ' όσο σου πήρε να τα γράψεις. Από όλο αυτό τον κακογραμμένο χαμό να ξεχωρίσεις λίγες μόνο σελίδες. Να τις καθαρογράψει,ς να τις αριθμήσεις και να τις κάνεις καινούργιες. Αυτό δεν είναι οικονομία; Η αφαίρεση. Ενώ έξω ξετυλίγεται γιορτή. Ο πληθωρισμός της χαράς και των αισθήσεων. Φωνές και γέλια. Παίρνεις σβάρνα τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας. Τώρα, κάτω χαμηλά στην Ιταλία, στη Σικελία κυρίως. Μεσσήνη, Γέλα, Κατάνη, Ακράγαντας...Αλλά αυτός είναι στη Γένοβα καιρό πριν, χρόνια, δεκαετίες. Μας χαιρετάει από το 1959, από το μακρύ ταξίδι της άμμου. Βρίσκεις σε κάποιο παραθαλάσσιο θέρετρο σε μια ιδιωτική παραλία μια πτυσσόμενη καρέκλα ακίνητη, καρφωμένη, με θέα τη θάλασσα και νομίζεις πως διακρίνεις το κεφάλι του να περισσεύει μαζί με τους ώμους του από την καρέκλα. Σκούρα μαλλιά, κομμένα κοντά, ίδιο μέγεθος κεφαλιού, αλλά δεν είναι εκείνος γιατί η καρέκλα αυτή έχει τ' όνομά του χαραγμένο πάνω της, αλλά εκείνος έχει φύγει από το '75. Ενώ η ημερομηνία πάνω στην καρέκλα είναι 1959. Την εποχή ακριβώς που ταξίδευε μ' ένα μικρό Fiat κάνοντας το γύρο της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή εγώ είχα τον πήλινο κουμπαρά και μάζευα κέρματα από διάφορες χώρες στις οποίες κάποτε ήθελα να ταξιδέψω. Ακόμα δεν τις έχω επισκεφτεί όλες, κι ο κουμπαράς μαζί με τα νομίσματα ποιος ξέρει πού χάθηκε. Χάθηκε μαζί με 'κείνα τα χρόνια που στο σχολείο γράφαμε πανομοιότυπες εκθέσεις για την αποταμίευση. Κανείς μας δεν είχε σκεφτεί, ούτε οι δάσκαλοί μας, μάλλον, πως δεν αποταμιεύεις μονάχα κέρματα ή δεσμίδες χαρτονομισμάτων στο ταμιευτήριο, αλλά ένα σωρό πράγματα όπως: νερό, αναμνήσεις, γεγονότα, γράμματα, αισθήματα, επιθυμίες, νερό, ζωή. Ένα σωρό πράγματα που αφαιρούμε από τη ζωή, αλλά αυτά προστίθενται και πολλαπλασιάζονται μέσα μας.  

Όλες οι πόλεις αυτές, οι αποικίες της αρχαίας Ελλάδας, υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όταν τις επισκέπτεσαι και καιρό μετά υπάρχουν σε φωτογραφίες ή στις αναμνήσεις σου ή σε διηγήσεις. Είναι δισυπόστατες. Στην δεύτερη περίπτωση έχουν χάσει τη σκιά τους, γιατί στο βάθος της μνήμης δεν υπάρχει πραγματικό φως παρά μόνο ένα λυχνάρι που τρεμοσβήνει.