Ιστορίες από μια Εγκαταλειμμένη Ταβέρνα: μέρος Ε’ – Απατηλές κι Απόμακρες Ελπίδες

Ο αυτόφωτος –  ο πεφωτισμένος από τον ίδιο του τον φακό δηλαδή –  Λευτέρης μας εξηγεί, ακριβέστερα, μας αποκαλύπτει, το ποιοι είναι οι λιγότερο ελεύθεροι:

«Λιγότερο ελεύθεροι από εσάς, ρεμάλια, είναι οι άνεργοι, και κυρίως οι πιο μεγάλης ηλικίας άνεργοι – οι 45άρηδες και ας πούμε, οι συνταξιούχοι και οι μοναχικοί άνθρωποι…»

Συμπληρώνει, χαμηλόφωνα κι αφήνοντας την πηγή του φωτός στο σκοτεινό και σκουριασμένο ταβερνιάρικο τραπέζι:

«Και βέβαια,  η εργατιά, που λέγανε και οι πρώην κομμουνιστές… Η κανονική – όχι η γιαλαντζί…»

Ο ρήτορας αξιωματικός σηκώνεται από τη γερασμένη καρέκλα του και συγκεκριμενοποιεί, βαδίζοντας βαριά στο σκονισμένο πάτωμα της εγκαταλειμμένης ταβέρνας:    

«Φανταστείτε έναν 45άρη ή πενηντάρη, έναν μεσήλικα εν πάση περιπτώσει, ανύπαντρο και άνεργο, που ζει με την γερόντισσα μητέρα του σ’ ένα διαμέρισμα – στο Παγκράτι ας πούμε…΄»

«Ο φίλος μας αυτός, ο άγνωστος κι ανώνυμος αυτός μας φίλος, είχε – πριν την επιβολή του στρατιωτικού νόμου –  μια μονάχα ελπίδα… Μια απατηλή κι ολοένα πιο απόμακρη ελπίδα… Και αυτήν την ελπίδα πρόσμενε να την συναντήσει σε μια καφετέρια ή σ’ ένα συνοικιακό μπαράκι…  Με μια μπύρα, μ’ ένα καφέ και με μερικά τσιγάρα…»     

Ο σκοτεινιασμένος περιπατητής ανεβάζει τους τόνους :

«Κι αν δεν την συναντούσε, τουλάχιστον θα συναντούσε  γνώριμα πρόσωπα, φωνές, μουσικές, χωρατά, βλέμματα…   Από το να κάθεται με την γριά του στο διαμέρισμα τους και να τσακώνεται μαζί της για προσδοκίες που ματαιώθηκαν και όνειρα που ξεθώριασαν, ήταν προτιμότερο αυτό…»     

Ο συναισθηματικά φορτισμένος ομιλητής επιταχύνει

«Αλλά φανταστείτε και την Μάνα γερόντισσα του δυστυχισμένου ανώνυμου φίλου μας… Που η μόνη της παρηγοριά είναι η μάταιη ελπίδα του γιού της, και η μόνες της διέξοδοι  ήταν  – πριν την επιβολή του στρατιωτικού νόμου –  μια βόλτα στην τράπεζα – μια φορά τον μήνα – για να πάρει την σύνταξη της, τα ψώνια στη λαϊκή αγορά και η εκκλησιά τις Κυριακές…»  

Συγκινημένος και πικραμένος:

«Και φανταστείτε,,, σκεφτείτε,,, θυμηθείτε το Μπάρμπα Νικόλα…

Μαζί τα λέγαμε πριν κάνα δύο μήνες…    

Θυμάστε;  

Είδε κι έπαθε ο φουκαράς να πάρει την σύνταξη του…

Μονάχος του, ο έρημος…  

Και τι ζήταγε ο καημένος;  Ένα καφενέ ζήταγε ο δόλιος…

Και περίμενε ώσπου να βγει η σύνταξη…

Και περίμενε…

 Αλλά όταν βγήκε η σύνταξη, κλείσαν οι καφενέδες

 Και δεν άντεξε να περιμένει κι άλλο…» 

Και έξαλλος: Μας σκοτώνουν για να μας γλυτώσουν από έναν αόρατο κι ανύπαρκτο εχθρό! Ακόμα να το καταλάβετε;

Ο πιτσοκράτορας Συριζαίος Πέρσης, φανερά ενοχλημένος από το κρεσέντο του περιπατητή, αντιδρά έντονα, αφού χασμουριέται:

«Σε βαρέθηκα πυρόμπατσε! Είσαι αφόρητα λαϊκιστής, συνωμοσιολόγος και μελό!»

Και   

«Ανεβαίνω σπίτι, προτού κρυώσουν οι πίτσες μου!»

Κι ενώ ο αλαζόνας Συριζαίος Περσης κάνει μεταβολή, μια γνώριμη φωνή ακούγεται από το  λαπ τοπ