Ημερολόγια εγκλεισμού -16

Μ. Τετάρτη, 15 Απριλίου

Το μελανοδοχείο, κρύσταλλο σαν μια συνείδηση, με τη στάλα του σκότους, στο βάθος, χρησιμεύει στο να καταστεί κάτι υπαρκτό: ύστερα, παραμέρισε τη λάμπα.

Θα το έχεις παρατηρήσει, δεν γράφουμε, φωτεινά, σε σκοτεινή επιφάνεια, το αλφάβητο των άστρων, μόνο, έτσι αναγράφεται πρόχειρο ή αιωρούμενο. Ο άνθρωπος συνεχίζει με το μαύρο πάνω στο άσπρο.

 

Αυτή η πτυχή από σκοτεινή δαντέλα που συγκρατεί το αέναο, υφασμένη από χίλιους, ο καθένας σύμφωνα με το νήμα ή το αγνοημένο εκτατό του μυστικού, συλλέγει ιστούς απομακρυσμένους όπου αναπαύεται μια πολυτέλεια προς καταγραφή και προς κοινοποίηση.

 

Με κείνο το ανεπαίσθητο του μυστηρίου, απαραίτητο, που παραμένει, έστω και για λίγο, σημείο έκφρασης.

 

Ο Στεφάν Μαλαρμέ σ' ένα κείμενο με τίτλο Λοξοδρομήσεις, Σχετικά με το βιβλίο, εννοώντας μια ομιλία που έκανε προς τιμήν  του Βιγιέ ντε Ιλ - Αντάμ {1890} (από τη Σαγήνη του Μαύρου, επιλογή-παρουσίαση κειμένων από την Fabienne Alice, μτφρ. Σοφία Λεωνίδη).

Το ξέρουμε πια πως όλα ξεκίνησαν απ' το σκοτάδι, πως ήταν σκοτεινά εκεί μέσα στην κοιλιά που μας γέννησε. Ύστερα ο θεός, που μάλλον δε του άρεσε που το σκοτάδι είχε απλωθεί παντού είπε με τη γλώσσα του Λόγου γενηθήτω φως και το σκοτάδι εξαφανίστηκε μεμιάς. Και όσες συνωμοσίες εξυφάνθηκαν εκεί μέσα - στο σκοτάδι εννοείται - εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, κάποιο σκοτάδι, παρέμεινε. Αυτό που έντυσε το μισό της μέρας μαύρο, τη νύχτα. Αλλά τώρα το σκοτάδι άλλες φορές είναι πυκνό και ανέλπιδο και άλλες ξεθωριασμένο, σαν όλος ο πλανήτης να βλέπει το βόρειο σέλας. Τώρα που γράφουμε αυτές τις γραμμές θα δούμε το φως να διαλύει το σκοτάδι. Και η μέρα θα λάμψει και θα 'ναι η 22η του εγκλεισμού μας, λόγω του γνωστού ιού, που έχει φερθεί πιο έξυπνα και πιο ύπουλα από εμάς, φονεύοντάς μας.

        Καθώς λοιπόν ξημερώνει μια φωτεινή μέρα και είναι Μ.Τετάρτη, είναι μεγάλη ανοησία να ευχηθείς: ''και του χρόνου''. Αλίμονο μας αν και του χρόνου είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, μόνοι χωρίς παρέα, πιστεύοντας ότι θα τη γλιτώσουμε αν δεν ακουμπήσουμε σε σκληρές επιφάνειες σε μαύρες και άσπρες. Αυτή η Άνοιξη είναι μαυρόασπρη για να μη πω γκρίζα, άχρωμη, κλειστή με τα παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Και τι σημασία έχει που τα κλειδιά είναι στο χέρι σου, αφού για να βγεις έξω πρέπει να βάλεις την προστατευτική στολή σου. Να μην χαιρετήσεις κανέναν, να μην κοιτάξεις κανέναν στα μάτια αν δεν τα 'χει καλυμμένα και αυτά με τίποτα περίεργα γυαλιά, να πιάσεις με προσοχή ό,τι  πιάσεις και ό,τι αγγίξεις να το απολυμάνεις. Και προσοχή, μη βήξεις! μη φτερνιστείς! μην εισπνεύσεις! Γύρνα πίσω γρήγορα. Ξάπλωσε ξέπνοος στον καναπέ και δες τη σημερινή ενημέρωση. Αν αυτό δεν είναι δυστοπικό μυθιστόρημα τότε τι είναι; Και μάλιστα, όχι της σχολής  Όργουελ αλλά Χάξλεϋ ή Ζαμιάτιν (Εμείς).

Τα ημερολόγια είναι σπουδή στο χρόνο. Σ' αυτά θα καταφύγουμε πάλι.

Φανταζόμουν πως βρισκόμουν μόνος στην έρημο μια σεληνοφώτιστη νύχτα. Καμιά ζωή δε σπαρτάριζε γύρω μου, κανένα χρώμα ζωής δε μου σταματούσε το βλέμμα, κανένας ήχος δεν ερχόταν ως εμένα. Το παν τριγύρω μου εξαϋλωνότανε, συνταυτίζοντανε με τον κόσμο των πνευμάτων, κι η σκιά μου ήταν η μόνη σκιά απάνω στη γη. Τότε, μόνος εκεί, εμπρός στην έρημο στη νύχτα και στη σελήνη φανταζόμουν πως έβγαζα μια μεγάλη κραυγή. Δεν ήταν φωνή τρόμου, ή απελπισίας, ή οδύνης, αυτή η φωνή εν τη ερήμω. Ήταν ένας χαιρετισμός προς τον εαυτό μου, μια βεβαίωση της ύπαρξής μου, που έστελνα, μέσα από το σύμπαν, προς εμένα τον ίδιο. Άκουα τον αντίλαλο της κραυγής μου να κυλά αργά στις αμμώδεις εκτάσεις, τον ένιωθα να σβήνει πίσω από τον ορίζοντα, κι έσφιξα τα δόντια, δυστυχισμένος μα ίσως και περήφανος για τη μοναξιά μου.

Αυτό θα μπορούσε να είναι οι αυτοβιογραφικές λέξεις (αλά Σαρτρ, του Θεοτοκά). Αλλά δεν είναι. Είναι μόνο ένα σπάραγμα κειμένου από το αυτοβιογραφικό Ώρες Αργίας. Αυτό μαζί με τις νουβέλες Λεωνής και Δαιμόνιο, είναι η αυτοβιογραφία της παιδικής και νεανικής ηλικίας του συγγραφέα. Το Λεωνή μαζί με το Ημερολόγιο Εργασίας και κάποια διηγήματα της παιδικής ηλικίας τα είχε ονομάσει Σημαίες στον Ήλιο. Αλλά αυτός ο τίτλος παραμερίστηκε. 

Όταν βάλθηκα να γράφω το Λεωνή, δεν ήξερα πολύ καλά τι ακριβώς πήγαινα να κάνω. (...) Το μόνο που ήξερα με βεβαιότητα ήταν πως άκουα τον Πόλεμο να πλησιάζει. (...) Όσο πλησίαζε (...) η ώρα του καινούργιου ξεσπάσματος, αισθάνθηκα να με κυριεύει μια έντονη νοσταλγία για τα χρόνια του πρώτου Μεγάλου Πολέμου, της Ανακωχής και της Μικρασιατικής εκστρατείας, μια νοσταλγία κόσμων χαμένων και μεγάλων ιστορικών στιγμών, περεχυμένη με τη γλυκύτητα και την πικρία των παιδικών και εφηβικών αναμνήσεων, χωρίς όμως να μπορώ πια να καταλάβω αν ήτανε πραγματικά μια νοσταλγία της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας ή κάτι σαν μια παλιά αρρώστια, κρυμμένη στα βάθη του οργανισμού, που μια μέρα ξανάρχεται στην επιφάνεια υπό την επίδραση μιας αλλαγής των ατμοσφαιρικών συνθηκών. Κι ύστερα λέει: Σκέπτουμαι να τυπώσω το Λεωνή, γιατί, αν δεν τον τυπώσω φέτος, μπορεί να μην τον τυπώσω ποτέ κι είναι κακό πράγμα ένα χειρόγραφο να σαπίζει μες στα συρτάρια.

ο κόσμος με άλλο νόημα

με άλλο χρώμα

ολόδροσος σαν όνειρο της παιδικής ηλικίας

Η παιδική και εφηβική ηλικία μου τοποθετημένη σ' έναν άλλο τόπο από εκείνον όπου έκανα και κάνω την αντρική ζωή μου, σ' έναν τόπο όπου δεν ξαναπήγα και που πήρε, στην μνήμη μου, κάτι σαν έναν τόνο χαμένου παραδείσου, γράφει στο ημερολόγιο του Λεωνή.

Και μεγαλώνοντας οι Σημαίες στον Ήλιο θα γίνουν Σκισμένες σημαίες..

 Αλλά θα μείνει το γράψιμο, ένας τρόπος για να ελευθερώνουμαι από τις νοσταλγίες μου. Και η γλώσσα, η πιο στέρεη πραγματικότητα.

Ενώ στις 28 Ιουνίου του 1940, στην Κηφισιά γράφει σ' ένα σημείο της εγγραφής: Η σεξουαλική και η συγγραφική ορμή πηγαίνουν μαζί...

Και στο άλλο ημερολόγιο, εκείνο του Δαιμονίου γράφει:

Κάθε καινούργιο νησί με ελευθερώνει από εκείνα που άφησα και όμως με βοηθεί να καταλάβω και να τα κάνω δικά μου για πάντα. Μες στο θάνατο της αγάπης βρίσκω τη διάρκεια της αγάπης. Κάθε καινούργιο νησί με καλεί να ξαναφύγω...

Κι η φράση αυτή η τελευταία ταιριάζει τόσο με κείνη του Καμύ από το Με το θάνατο στη ψυχή που βρίσκεται στη σειρά δοκιμίων του, η Καλή και η Ανάποδη:

Κάθε πλάσμα που συναντώ, κάθε άρωμα αυτής της διαδρομής, όλα γίνονται για μένα πρόσχημα ν' αγαπώ δίχως όρια.

    Έτσι με θάρρος, πάντα χρειαζούμενο αυτό το θάρρος, πρέπει να προσβλέπουμε και αυτήν την Άνοιξη - άστατη όπως κάθε Άνοιξη - έγκλειστη όπως δεν είναι καμιά άλλη, στη ζωή και μόνο σ' αυτήν αφού είναι γλυκιά αντίθετα με το θάνατο που είναι φαρμάκι.