Ημερολόγια εγκλεισμού - 15

Γλυκιέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου

             για να πω,

Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, τι δε φωνάζω

            ούτε φλυαρώ.

(Από την Έρημη Χώρα, Γ'. Το κήρυγμα της φωτιάς, μτφρ. Γ.Σεφέρης)

 

Πόσο πιο τρυφερός μπορεί να γίνει ο ποιητής απευθυνόμενος στο εμβληματικό ποτάμι που μόλις το αναφέρεις δεν μπορείς παρά να θυμηθείς πως πρόκειται για το ποτάμι που διασχίζει το Λονδίνο.

 

Διότι γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος

Και ο τόπος είναι πάντα και μόνο τόπος

Και ότι είναι τωρινό είναι τωρινό για μόνο μια φορά

Και μόνο για ένα τόπο

Χαίρομαι που τα πράγματα είναι όπως είναι.

 

(Από την Τετάρτη των Τεφρών του T.S.Eliot μτφρ. Αριστοτέλης Νικολαΐδης)

 

Τόπος και χρόνος λοιπόν.

''Αναθυμάμαι την εποχή όπου για μας ο γνωστός τότε κόσμος ούτε που υπήρχε, οι μέρες δεν ήταν παρά διαστήματα ανάμεσα στα όνειρα, διαστήματα ανάμεσα στα κινούμενα επίπεδα του χρόνου, οι ασχολίες, οι ζωές μας τρέφονταν από το επίκαιρο... μια παλίρροια ασήμαντων υποθέσεων που πλώριζε κατά μήκος του νεκρού επιπέδου των πραγμάτων, που δεν δημιουργούσε κανένα κλίμα, που δεν μας έφερνε πουθενά, και δεν ζητούσε από μας τίποτα εξόν απ' το αδύνατο - το να είμαστε αυτοί που είμαστε. Η Ιουστίνη θε να 'λεγε πως παγιδευθήκαμε στην προβολή μιας θέλησης υπερβολικά ισχυρής και υπερβολικά αποφασιστικής για να είναι ανθρώπινη - το πεδίο έλξεως που η Αλεξάνδρεια κατεύθυνε πάνω σ’ εκείνους που είχε διαλέξει για να γίνουν τα ζωντανά της σύμβολα... (από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, Ιουστίνη, του Λώρενς Ντάρελ, μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος).

Ποιος δε ζητάει το αδύνατο. Και αυτός που το ζητάει; Πώς μπορείς να βρεις το αδύνατο σε τόπο και χρόνο. Πώς μπορείς να επιδιώξεις την ευτυχία; Πώς να προφυλαχθείς απ' το χαμό; Φόρεσε την πανοπλία, βάλε το σπαθί στο θηκάρι και μείνε εκεί να κοιτάς το ποτάμι στο οποίο δεν μπορείς να μπεις δεύτερη φορά. Το έχεις μάθει πια αυτό. Ο Ηράκλειτος είναι σπουδαίος δάσκαλος. Καταλαβαίνεις; Κοίτα το ποτάμι.

 

Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου

           για να πω.

Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες, χαρ-

τιά από σάντουιτς,

Μεταξωτά μαντήλια, χαρτονένια κουτιά, αποτσί-

γαρα

Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυκτών. Φύγανε οι

    νύμφες

Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των διευθυντών του Σίτυ

Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.

(Έρημη Χώρα, ό.π.)

 

 

Κι αυτός ήθελε να γράψει. Αλλά δεν είχε αρχίσει ακόμα. Και διάβαζε: Μέλπω Αξιώτη Δύσκολες Νύχτες, Φώκνερ το Ιερό, Βιρτζίνια Γουλφ Μίσες Νταλογουέι. Είμαι, δηλαδή, επηρεασμένος απ' αυτά τα διαβάσματα και θέλω να τα μιμηθώ; Ίσως ναι, ίσως όχι. Ίσως να μην είναι παρά τούτο το πολύ απλό: Θέλω να κάμω τέχνη και προτιμώ την τεχνική που περισσότερο με γοητεύει. Όταν το γράψω, εδώ είμαστε. Αν στέκεται, στέκεται, αν όχι, ας μείνει στο συρτάρι. Έλεγα ν' αρχίσω σήμερα. Μα να που δεν έχω κέφια και νυστάζω! γράφει ο Στρατής Τσίρκας στα Ημερολόγια της Τριλογίας, με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1945, και αφού βαριέται και νυστάζει πάει σινεμά για να δει κανένα λαπά.

Και με διάφορες τέτοιες και άλλες δικαιολογίες καθυστερούσε ν' αρχίσει το μεγάλο του βιβλίο την Τριλογία. Στο οποίο είχε χρησιμοποιήσει όπως σωστά το φανταζόταν κανείς διαβάζοντας αυτή την εγγραφή, τον εσωτερικό μονόλογο και όχι τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, όπως θα έπρεπε, αφού ο Τσίρκας ήταν μέλος των συγγραφέων του ΚΚΕ, οι οποίοι θα του ασκούσαν λίγα χρόνια μετά [1961], όταν θα έβγαζε τη Λέσχη, το δεύτερο τόμο, σκληρή κριτική. Αλλά αυτά είναι γνωστά και δεν είναι βέβαια λεπτομέρειες, αφού η υποδοχή του βιβλίου αμαυρώθηκε από τις διάφορες ανοησίες που έγραφαν οι δογματικοί. Πορνογράφημα έγραφε κάποια, ενώ η Έλλη Αλεξίου θεωρούσε πως το βιβλίο δεν ‘τρωγόταν' και πως ο Τσίρκας ζήλεψε τον Πάστερνακ που τόλμησε να εκδώσει το βιβλίο του εκτός Σοβιετικής Ένωσης και να πάρει το βραβείο Νόμπελ το οποίο ουδέποτε παρέλαβε αφού οι Σοβιετικοί φρονίμως ποιούντες φοβήθηκαν πως αν περνούσε τα σύνορα θα τους έφευγε όπως έφυγε μερικά χρόνια αργότερα ο Ταρκόφσκι ή όπως έφυγε για τα καλά 30 χρόνια πριν ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι όταν συντρίφτηκε η βάρκα της αγάπης.

Αλλά ξεφύγαμε, κάτι που ασφαλώς θέλαμε. Γιατί ο εγκλεισμός έχει από μόνος του εγγενώς τάσεις φυγής, ακόμα και από ανθρώπους που δεν βασανίζονταν ποτέ από τέτοιες τάσεις. Εις εξ ημών έφυγε προ πολλού αναζητώντας καλύτερη τύχη καταλείποντας πίσω της όλο τον προηγούμενο βίο της και το βιός της. Ωστόσο η τύχη και η τεχνολογία - συγχωρέστε μας τον προσωπικό τόνο - επέβαλε την συνύπαρξη και ιδού εμείς λοιπόν να κοιτάμε όχι πια το λευκό χαρτί αλλά τα πλήκτρα του πληκτρολογίου.   

Ξαναγυρίζοντας στο κείμενό μας θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε το θέμα. Στην προκειμένη περίπτωση είναι το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρελ και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα. Είναι λοιπόν, ο τόπος, ο χρόνος και η γραφή.

Ο τόπος δεν είναι ένας και όπως ορίζεται στην Έρημη Χώρα, (κατά τη μετάφραση του Σεφέρη, γιατί κατά τον Κλείτο Κύρου είναι Ρημαγμένη Γη). Οι τόποι είναι πολιτείες Ανύπαρκτες, Πέφτοντες Πύργοι, (μεταφραστική εκδοχή Αριστοτέλη Νικολαίδη), και είναι:

Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια

Βιέννη Λονδίνο (μτφρ. Κλ. Κύρου)

Κι ύστερα είναι η θάλασσα, η καρδιά σου, τα ξερά κόκκαλα, η αδειανή εκκλησιά στον αέρα, το φεγγαρόφωτο, οι άδειες μας κάμαρες, ο μενεξεδένιος αέρας, ο τζίτζικας, η τσίχλα, το χορτάρι που τραγουδάει, ο ήχος νερού πάνω από βράχο...

Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στο αέρα... που έρχεται από μακριά; όχι και πολύ, από τη Σμύρνη που καίγεται, από την πολιτεία της προσφυγιάς την Ιερουσαλήμ που το πορτραίτο της προσπάθησε να φιλοτεχνήσει ο Τσίρκας όπως το πορτραίτο του Μάνου Συμωνίδη, της Αντρεάνου, της Τσέχας Σράμεκ, της φροϋλάιν Μπεμ που έκανε την τουαλέτα της με ανοιχτή πόρτα, την κυρία Μπόμπρετσμπεργκ με μάτια αμυγδαλωτά, γεμάτα παιδική απορία, μόλο που είχε κόρη δέκα χρονώ, τη φράου Άννα Ρόζενταλ - Φέλτμαν, κόρη μεγαλοεργοστασιάρχη της Κολωνίας, ιδιοκτήτρια της πανσιόν όπου μένουν πολλοί από τους ήρωες της Τριλογίας, την Αριάγνη, τον Παράσχο, την Αλέγρα από τον δεύτερο τόμο, τη Λέσχη...

Απέναντι στην τετραλογία του Ντάρελ οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, μια προσπάθεια που κατέληξε να είναι ένα νεοελληνικό μυθιστορηματικό αριστούργημα. Ο Τσίρκας που κατάφερε να ξεφύγει, σαν αλεξανδρινός που ήταν, από την κάποτε ανθηρή παροικία, από την νεοελληνική μεταπολεμική μιζέρια και να τολμήσει, αναπάντεχα, το ακατόρθωτο και να το κάνει κατορθωμένο σώμα που έλεγε κι ο Σικελιανός. Αλλά ποιος απ' αυτούς που ξεφύγανε με τη γραφή τους απ' τα στενά νεοελληνικά πλαίσια δεν κατηγορήθηκε, δεν λοιδορήθηκε, δεν απαξιώθηκε, δεν αποκλείστηκε: Νίκος Καζαντζάκης, Μέλπω Αξιώτη, εξόριστη, περιφερόμενη, έχοντας κερδίσει το θαυμασμό του Λουί Αραγκόν, αλλά μη έχοντας κανέναν για να του απευθυνθεί, μιλούσε στον Γιάννη Ρίτσο, άλλον αποδιοπομπαίο, ενώ εντός των τειχών ως διπλωμάτης, αλλά εκτός αυτών ως ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης, είχε γράψει ήδη, αυτό που θα χρησιμοποιούσε ως μότο στον τρίτο τόμο της Τριλογίας, Νυχτερίδα, ο Τσίρκας:

 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο [Μιχάλης

που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας.

 

«Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε...»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

 

(5 Οκτωβρίου '44, Cava dei Tirreni, Τελευταίος Σταθμός).

 

Πέντε πόλεις, δίσεκτοι καιροί και οι άνθρωποι που προσπαθούν να ζήσουν μέσα στους χαλεπούς καιρούς και αναγκάζονται ίσως να πράξουν το αδύνατο, που λέει ο Ντάρελ, να είναι ο εαυτός τους. Τόποι χαρτογραφημένοι κι ωστόσο αχαρτογράφητοι όπως οι ποταμοί που τους διασχίζουν, όπως τα ιστορικά γεγονότα που λαβαίνουν χώρα σ' αυτούς και γίνονται μυθιστορήματα και ποιήματα και μνήμες. Ενώ οι πρόσφυγες καταλαμβάνουν τις προβλήτες των λιμανιών. Πειραιάς. Και οδηγούνται στην ενδοχώρα, κοντά στη θάλασσα. Ο τόπος μας περιβάλλεται από θάλασσα και τα νησιά μας ένα αρχιπέλαγος. Ο τόπος μας είναι κλειστός. Κι ωστόσο είχαν δίκιο οι Λατίνοι, τα γραπτά μένουν, scripta manent. Γι' αυτά γράφουμε, αυτά διαβάζουμε σκαλίζοντας τις μνήμες που δε ζήσαμε, αλλά τις κληρονομήσαμε διαβάζοντας τους χάρτες πέντε πόλεων.

Αυτές οι πέντε πόλεις μπορεί και να είναι πέντε σύμβολα στο χρόνο έτσι που ο τόπος και ο χρόνος να δένονται αξεδιάλυτα με τα γεγονότα, τα τραγικά γεγονότα,

 

Χύνονταν στο γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,

τόσοι πολλοί

δεν το 'χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει

τόσους πολλούς. (...)

Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα

           μάτια

 

Και μεις απ' τον τρόμο του ιού έγκλειστοι δεν σκεφτόμαστε παρά μόνο το κλειδί που βεβαιώνει τη φυλακή μας καθώς βραδιάζει και το ποίημα τελειώνει… Όσοι έφυγαν έφυγαν. Εμείς θα συνεχίσουμε. Ελεύθεροι.