Η αλήθεια της τρέλας

Η ιστορία της νεωτερικότητας είναι η ιστορία της τρέλας ως εγκαθιδρυμένης, διαγνώσιμης και εντέλει υποθετικά θεραπευμένης νόσου. Υπό την έννοια αυτή, η τρέλα εγκαθιδρύθηκε μέσα στη νεωτερικότητα εντός του συμπλέγματος εξουσίας/εξουσίας γνώσης, κατά το φουκωρικό πρόταγμα. Κατά συνέπεια, η αλήθεια της τρέλας δεν αφορά την ίδια την τρέλα ως πολιτισμικό γεγονός, αλλά επινοείται και κατασκευάζεται από το θετικιστικό, εξουσιαστικό πνεύμα, το οποίο διακατέχει το διαφωτιστικό άνθρωπο και τον καθυποτάσσει  στην κυριαρχία του ως οργανωμένη κανονικότητα και ως εξουσιαστική κοινωνική επιταγή, με αδιαμφισβήτητη επιστημονική ισχύ. Για να δανειστώ την εύστοχη διατύπωση του συστημικού ψυχοθεραπευτή Τάσου Ζήση : «οι εκδοχές της τρέλας που χρίζουν είτε βοήθειας είτε ελέγχου κατασκευάζονται στο ιατρικό πνεύμα ως ασθενείς ή και διαταραχές. Δηλαδή, στην τρέλα λείπει αντίστοιχα κάτι που υποτίθεται ότι είναι απαραίτητο αφ’ ενός για την αντιμετώπιση της ατομικής καθημερινότητας (…) και αφ’ ετέρου για την προστασία της κοινωνίας (η προστατευτική δομή απέναντι στην απόκλιση). Η τρέλα γίνεται στο Μοντερνισμό μια κατηγορία ατομικής ή κοινωνικοπολιτισμικής βλάβης (…) η αλήθεια της τρέλας καθορίζεται από την εξουσία». Ο ίδιος συγγραφέας παραθέτει μια πράγματι απόφανση της Sibylle  Prinz, απόφανση η οποία αποκαλύπτει τη σαθρότητα της νεωτερικής εγκαθίδρυσης της τρέλας ως νόσου μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του πρακτικού «ιατρικού πνεύματος», καθώς και την αυξανόμενη αντίθεση προς αυτό από τη σύγχρονη πολυμορφική αντίληψη, η οποία αρνείται να υποταχθεί στα συμπλέγματα εξουσίας/γνώσης. Γράφει η Prinz: «ότι εμείς οι άνθρωποι με εμπειρία ψυχιατρείου συχνά δεν είμαστε και πολύ ευτυχείς ή μερικές φορές δεν συμφωνούμε καθόλου με την έννοια της νόσου, είναι γνωστό…  Ούτε κι εγώ νιώθω άρρωστη όταν είμαι ψυχωτική – το αντίθετο».

Ωστόσο, σε αντιδιαστολή προς το πρακτικό «ιατρικό πνεύμα» και την κοινωνικοπολιτισμική του εργαλειακότητα, η τρέλα, ως ανθρώπινη κατάσταση και ως πολιτισμική εκπτύχωση του ψυχικού, συναισθηματικού και πνευματικού βίου, παραμένει η σημαντικότερη ίσως αφήγηση της περιπλάνησης του ανθρώπου μέσα στο πολιτισμικό και πνευματικό του συγκείμενο και υποκινεί τις πλέον εναισθητικές του δυνάμεις, αλλά επίσης και διαμορφώνει τους καθοριστικούς τρόπους με τους οποίους η ατομικότητα παραμένει στο factum brutum της άξεστης πραγματικότητας, μετουσιώνοντάς το και διανοίγοντας καινούριες διόδους βίωσης, καθώς κι εναλλακτικές διεξόδους συναισθηματικής και πνευματικής ανταπόκρισης στις αισθητηριακές μας εμπειρίες.

Πράγματι, η συνήθης διερώτηση είναι : και η τέχνη; και η φιλοσοφία; και ο οραματισμός της «ανεπίληπτης εναίσθησης»;  Ποια θέση μπορούν να έχουν μέσα στην αφήγηση της ανθρώπινης περιπλάνησης στον κόσμο της βίωσης, ήτοι της τρέλας; Ο William Blakeείχε σε τέτοιο βαθμό αποκλίνουσες συμπεριφορές  και απρόβλεπτες ψυχικές μετατοπίσεις ώστε να θεωρείται τρελός. Ο Vincent Van Gogh ήταν διαγνωσμένος παράφρων, όπως και  ο Hoelderling. Ο Friedrich Nietzscheεξυμνούσε την τρέλα την οποία θεωρούσε ως το πλέον δημιουργικό στοιχείο του. Ο Γεώργιος Βιζυηνός τελείωσε τη ζωή του στο ψυχιατρείο το ίδιο και ο Μιχαήλ Μητσάκης. Αυτά τα ελάχιστα, αλλά χαρακτηριστικότατα, περιστατικά (ο κατάλογος θα ήταν πολύ μεγάλος) φαίνεται να απαιτούν κάποιαν ερμηνεία από τη σκοπιά της τρέλας, από τη σκοπιά της αλήθειας της τρέλας, ως μορφοποιητικής δύναμης του καλλιτεχνικού τους έργου – μια ερμηνεία που ασφαλώς δεν μπορεί να στηριχθεί στην τυχαιότητα και ούτε μπορεί να αναχθεί στο «ιατρικό πνεύμα» και στις προστατευτικές δομές «απέναντι στην απόκλιση», αφού, αντιθέτως, η απόκλιση είναι εκείνη που θεμελιώνει το δημιουργικό τους πνεύμα και την άρνηση τους να υποταχθούν στην κανονικότητα, προτιμώντας τη μετατόπιση και την εκτροπή.

Για την ερμηνεία, πρέπει να ανατρέξουμε σε ορισμένες, τουλάχιστον, καταστάσεις της πολιτισμικής και πνευματικής ιστορίας της ανθρώπινης περιπλάνησης στους χώρους της βίωσης.

Ο πυρήνας της βιβλικής αφήγησης είναι ο προφητικός κύκλος : η προφητεία, ως ανάδυση του αρνητικού και ως θεμελίωση της άρνησης μέσα στη ζωή, δια της ζωής και προς χάριν της ζωής. Είναι το πρόταγμα της οραματικότητας, της δύναμης του οραματισμού να μεταβάλλει τον κόσμο, όπως αυτός φανερώνεται μέσα από τα πλέγματα της εξουσίας και της υποταγής σε νόμους και κανόνες. Η προφητεία ήταν πράγματι και εξακολουθεί να είναι κατεξοχήν στους ποιητές και στους δημιουργούς αντινομική. Αλλά η προφητεία χωρίς την ιερή μανία της, χωρίς την τρέλα του ουτοπικού της μεσσιανισμού είναι αδύνατο να υπάρξει. Κι όμως υπήρξε και σφράγισε ανεξίτηλα το πολιτισμικό και πνευματικό πεπρωμένο της περιπλάνησης του ανθρώπου.

Από την άλλη μεριά, είναι γνωστό ότι ο Πλάτων στην πολιτεία των ιδεών του κατέτασσε τους ποιητές στον χώρο της ιερής μανίας. Ο ποιητής καταλαμβάνεται από τη μανία – είναι ένας μανιακός που δεν μιλά με τη φωνή του –  αλλά είναι ο δαίμων εκείνος που τον καταλαμβάνει και μιλά, ενώ ο ίδιος ο ποιητής παραμένει ένα ηχείο χωρίς δικό του λόγο. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα είδος καταληψίας ή και δαιμονοληψίας, καταστάσεις για τις οποίες το εργαλειακό «ιατρικό πνεύμα» της νεοτερικότητας ασφαλώς θα επιφύλασσε το όνομα της τρέλας.

Στη λαϊκή κουλτούρα η τρέλα διαδραμάτισε τον πλέον σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του λαϊκού πολιτισμικού κοσμοειδώλου. Το παραμύθι, το καρναβάλι, η παραδοσιακή μορφή του τρελού, που μόνον αυτός μπορεί να αντιστρέψει τις καταπιεστικές συνθήκες ενός εξαθλιωμένου κόσμου και τις μεταμορφώνει σε χαρά κι ενθουσιασμό για τη ζωή, είναι χαρακτηριστικά κάθε λαϊκής κουλτούρας, η οποία πράγματι διευρύνει τον χώρο και τον χρόνο, έτσι ώστε εισχωρώντας εκεί η τρέλα να βαθαίνει και διευρύνει τη ζωή και την προσδοκία του μέλλοντος. Δεν πρέπει ασφαλώς να λησμονούμε ότι στο εμβληματικό έργο του Ingmar Bergman «Η έβδομη σφραγίδα», ο μόνος που διασώζεται από τον χορό του θανάτου είναι ο τρελός, ο αγαθός, εκείνος που ενστικτωδώς αρνείται να προσχωρήσει στην κοινότητα των άλλων ηρώων.

Στο μεσαιωνικό κόσμο, όπως έξοχα το έχει δείξει ο Μιχαήλ Μπαχτίν,  «Η γιορτή των τρελών» υπήρξε ένας από τους κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστράφηκε η λαϊκή ανατρεπτική έκφραση, η οποία συνέδεε την κουλτούρα του μεσαίωνα με τον παγανισμό αλλά και με τον χριστιανισμό, μέσω μορφών της τρέλας που είχαν λυτρωτικό χαρακτήρα, προτείνοντας έναν «κόσμο ανάποδα».

Ωστόσο, η μεγάλη ανατροπή του εργαλεικού «ιατρικού πνεύματος», το οποίο εγκαθίδρυσε τις νεωτερικές προστατευτικές δομές εξουσίας/γνώσεις έναντι της τρέλας και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και ψυχικής μετατόπισης, εμφανίστηκε και κυριάρχησε στις τέχνες και στη σκέψη του ρομανικού 19ου αιώνα. Ήταν σε αυτόν τον αιρετικό κι εξεγερσιακό αιώνα που η τρέλα ταυτίστηκε πλήρως με την ανθρώπινη μεγαλοφυΐα : στις τέχνες, τη φιλοσοφία, τη συμπεριφορά και τους τρόπους βίωσης της πραγματικότητας. Το όνειρο, σημαίνουσα έκφραση των ασυνείδητων δυνάμεων που κατευθύνουν τη δημιουργία και εμπνέουν τους δημιουργούς, ανάγεται από το ρομαντισμό σε απόλυτο πρόταγμα της φαντασιακής θέσμισης και άρα της φαντασιακής, ριζοσπαστικής μεταβολής του κόσμου της παγωμένης και παγιωμένης ορθολογικότητας, η οποία επιβάλλει την κανονικότητα και τις εξουσιαστικές, προστατευτικές δομές της έναντι της απόκλισης.

Η μεγαλοφυΐα, ως πιστός συνοδοιπόρος της τρέλας, του ονείρου και των ασυνείδητων ενορμήσεων που μορφοποιούν και μετουσιώνουν την άξενη και άξεστη πραγματικότητα, παραμένει πάντα για το ρομαντικό υποκείμενο η εξαίρεση της απόκλισης, η οποία, ωστόσο, ως εξαίρεση συνέχει την ποιητική και πρόζα του κόσμου και, κατά το πρόταγμα του Schellingδιαποτίζει το πεπερασμένο με πνοές απείρου. Ο ArthurSchopenhauerήταν μάλιστα εκείνος που συνόψισε το ρομαντικό πνεύμα της ριζοσπαστικής σχέσης μεταξύ τρέλας και μεγαλοφυΐας δείχνοντας, με ακρίβεια ψυχιάτρου, ότι η μεγαλοφυής φαντασιακή τέχνη και πνευματική δημιουργία εμπνέεται αποκλειστικά από ενορμητικές και εναισθητικές πηγές, η οποίες βρίσκονται έξω και πέρα από την εξορθολογισμένη συμπεριφορά και έκφραση στο βάθος του εγώ, εκεί όπου η τρέλα μιλά τη δική της παράδοξη γλώσσα και διαμορφώνει το δικό ανορθολογικό και ονειρικό κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, η τέχνη παραμένει πάντα τέχνη, η φιλοσοφία παραμένει πάντα φιλοσοφία, και ο οραματισμός είναι πάντα η ανεπίληπτη εναίσθηση που λυτρώνει το ανθρώπινο υποκείμενο από τα ασφυκτικά δεσμά των συμπλεγμάτων εξουσίας/γνώσης.

Πιστεύω ότι ο Michel Foucault είναι ο γνησιότερος απόγονος του ρομαντικού πνεύματος στη σύγχρονή εποχή σχετικά με τη ριζοσπαστική σύνδεση μεταξύ τρέλας και καλλιτεχνικού έργου. Κατά τον Foucault, η τρέλα μέσα στο καλλιτεχνικό έργο «διανοίγει ένα κενό μια στιγμή σιωπής, μια διερώτηση χωρίς απάντηση. Προκαλεί μια αγεφύρωτη ρήξη μέσα στην οποία ο κόσμος εξαναγκάζεται να αμφισβητήσει τον εαυτό του».

Αλλά αυτή ακριβώς είναι, κατά την αντίληψή μου η ουσιώδης δυναμική που το καλλιτεχνικό έργο υπηρετεί μέσα στον κόσμο: ο εξαναγκασμός του κόσμου να αμφισβητήσει τον ίδιο του τον προφανή εαυτό μέσα από το κενό, τη σιωπή και την χαίνουσα ρήξη, που μόνο το καλλιτεχνικό έργο μπορεί να φανερώσει ενθηκεύοντας τον κόσμο στο όνειρο και το όνειρο στον κόσμο.