Το όνειρο που έχασα

Μια μορφή που πλέει ανάμεσα σε κύματα χαμηλά που χάνουν το βηματισμό τους όσο πλησιάζουν την ακτή εμφανίζεται φορώντας σκουφάκι, έπειτα εξαφανίζεται και ξαναεμφανίζεται,αλλά ασκεπής αυτή τη φορά.

Όλα τα καλά πράγματα ανταποκρίνονται σε μια χειρονομία. Μόνο τα καλά πράγματα αντιμετωπίζονται σιωπηλά, αλλά χειρονομούν ή γνέφουν.

Ο θόρυβος του ποταμού των άστρων που κάποια μέρα χύθηκε στο κεφάλι του. Κι αυτός φωτίστηκε. Ύστερα - αν υπήρξε ύστερα βέβαια - μαράζωσε όπως οι πανσέδες που πρόσεχε σαν τα μάτια του στο μπαλκόνι.

Παράγραφοι λίγων αράδων. Στάδια μιας ιστορίας που δεν αντέχουν να τη θυμούνται αυτοί που συνήθως διαστρεβλώνουν ό,τι τολμήσουν ν' αγγίξουν.

Μια χειρονομία. Ένα νεύμα. Ένα αεράκι που τραντάζεται στο στήθος του. Φουσκώνει, κομπάζει και ηρεμεί τόσο που στο τέλος αναρωτιέσαι αν αναπνέει. Κι ύστερα ξαναρχίζει σαν φυσερό ν' ανεβοκατεβαίνει στο εργαστήρι του Ήφαιστου.

Το γκαρσόνι άφησε πρώτα τα ποτήρια, ύστερα τα πιάτα, τα μαχαιροπήρουνα, ένα κοντόχοντρο μπουκάλι με ξανθό κρασί.

-Το γιλέκο σου! Πρόσεχε το γιλέκο σου. Πιάστηκε στην αριστερή κοιλία της καρδιάς και η γαστέρα άρχισε να γεμίζει υγρά και μπουκιές από ένα πολτό της Νινευή.

Έβγαλε το γιλέκο της, φάνηκαν τα κόκκινα κουμπιά της γκρίζας μπλούζας της. Το στήθος της καθώς ανεβοκατέβαινε δεν έχασα κανένα κατέβασμα. Τα ανεβάσματα δεν μπορούσα να τα παρακολουθήσω.

Δεν μ' ενδιέφερε να ανοίξω συζήτηση μαζί του. Ποιος είπε ότι έχω αλλάξει σελίδα;

Μια ασκεπής φιγούρα ταλαντεύεται κρατημένη από τη χειρολαβή ένός  παλιού, σχεδόν ξεχαρβαλωμένου κίτρινου τρόλευ που  ταλαντεύεται σε δρόμους που ανεβοκατεβαίνουν διαρκώς στο Σαν Φραντσίσκο.

Κανονικά σκεφτόταν θα 'πρεπε να επιμένω ποιος ήταν αυτός που θα μου έλεγε τι να κάνω. Εγώ που ποτέ δεν άκουγα κανέναν τώρα τραμπαλίζομαι ανάμεσα στην πίστη και στην αμφιβολία.

Μια τέλεια σχεδιασμένη γέφυρα με περιμένει. Κι ένας πύργος όμοιος με αυτόν του Κυανοπόγωνα.

Αέναο σκηνικό. Τι άλλο μπορεί να 'ναι που κατεβαίνει τις σκάλες παρά αυτός ο χοντρός που θέλει ν' αδυνατίσει. Πάνω κάτω. Πλαγίως δεν επιτρέπεται. Το ύπτιο επιβάλλεται. Τα ύψη τον φοβίζουν. Πάντα είχε δικαιολογίες. Τώρα έχει περισσότερες.

Ένα μηρύκασμα σαν τα ζώα που αναμασούν τη τροφή τους. Αλλά αυτά κάνουν μεταφορές. Αυτός δεν τα καταφέρνει πια μ' αυτές. Μεταφορά είναι να ζαλώνεσαι ένα ψυγείο για να το ανεβάσεις στον έβδομο ουρανό. Γιατί έβδομος όμως; Γιατί εμένα μου φαίνεται σαν πύλη της κολάσεως; Σαν βυθός δημιουργημένος από βρύα και λειχήνες. Από ψάρια και ψαράκια όπως ένας κήπος φυτεμένος από μια βεντάλια χρωμάτων.

-Σα δειγματολόγιο μοιάζει αδερφέ. Τι χρώμα θες για να το βάψεις να τελειώνουμε.

-Πω πω ξέχασα! αυτό το όνειρο που είδα ... και τώρα είναι σαν να μη το είδα. Δε θα το ξαναδώ. Ποιος θα είμαι τώρα χωρίς ένα όνειρο που έχασα;