Πού οδηγώντας

στην Εντίτα

 

     Απόψε ίσα που διακρίνεις τι μπορεί να έχει γραφτεί σ' αυτές τις σελίδες. Μερικές γέμισαν ασφυκτικά σαν τις μέρες, άλλες απουσιάζουν πανηγυρικά. Και ξαφνικά θυμήθηκα τη λέξη εγκάρσια, κολλητά δίπλα της η λέξη τομή. Πώς την ετυμολογείς αλήθεια;

        Καθισμένος σε στάση ασυνήθιστη. Στάση όμως που συνηθίζω όταν παίζω το γνωστό παιχνίδι, πιάνοντας με τα τρία δάχτυλα του δεξιού μου χεριού ένα μικρό μαύρο μαρκαδόρο έτσι ώστε να γίνει μία ευθεία προέκταση τους που τον υποχρεώνω να κινείται με μια κάποια ταχύτητα και να αφήνει ανεξίτηλα πάνω στο χαρτί μερικές μάλλον περιττές κηλίδες που μοιάζουν με γράμματα, αφού τίποτα δεν έχω να γράψω.

        Κι όμως όταν δε γράφεις λες τα τρία δάχτυλα που αγκάλιαζαν το μαρκαδόρο παθαίνουν αγκύλωση και δεν μπορείς να πιάσεις το πιρούνι.

Σε βλέπω στην ανοιχτή οθόνη ολόκληρη να διατρέχεις με το βλέμμα σου τις γραμμές μου άτυχες, άστοχες και περιττές. Τότε το πρόσωπό σου κοκκινίζει. Τα μάτια σου θολώνουν. Κίτρινα δάκρυα πέφτουν στο χαρτί. Το ήτα και το ρο, το έψιλον και το ωμέγα. Καταλαβαίνετε άραγε γιατί η ανεξίτηλη γραφή μου γίνεται αβέβαιη σύναξη υψηλών αισθημάτων;

Καταλαβαίνεις μικρή μου, καταλαβαίνεις;

Κι αυτός λέει πως τίποτα ποτέ του δεν έκανε παρά μόνο ό,τι μπορούσε να κάνει μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο που δε χώραγε καλά-καλά καθιστός και όταν σηκωνόταν το κεφάλι του ακουμπούσε σ' ένα διακοσμητικό πιάτο που εκείνη είχε κρεμάσει σε μια γωνιά του δωματίου του. Όχι δεν ήταν πιάτο, ήταν η ζυγαριά που ζύγιζε τις φουσκωμένες του λέξεις. Πόσο να έδειχνε άραγε αυτή η ζυγαριά αν ζύγιζε όλες τις λέξεις του κειμένου του; Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι πιο βαρύ και πιο σημαντικό το κείμενό του από κείνο το λάγνο βλέμμα που έριχνε στο δικό της, θολωμένο από τα κίτρινα δάκρυα.

Μη κλαις της είπε. Μη σκύβεις, μη μου κρύβεσαι. Δεν κρύβομαι είπε εκείνη. Όταν με κοιτάς έτσι δε μπορώ παρά να σου ανταποδώσω - Τι να μου ανταποδώσεις; Δεν χρειάζομαι ανταπόδοση. Δεν είμαι λογαριασμός της εφορίας. Δεν χρειάζεται να δώσεις ανταποδοτικά τέλη.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η απρόσεκτη Μελίνα τσούλαγε το ποδήλατό της στην αυλή κι έπειτα στον κήπο πάνω στο χορτάρι, χωρίς να βλέπει πού πηγαίνει. Πίσω της η Βεατρίκη την κυνηγούσε. Και όταν η Βεατρίκη την έφτασε κόντεψε να πέσει πάνω της. Τότε εσύ μπήκες στη μέση και τις ανακάλεσες στη τάξη. Τα μάγουλά σας είχαν κοκκινίσει, τα χείλια σας είχαν φουσκώσει. Τα δικά σου ειδικά έμοιαζαν σαν κάποιος να τα είχε ματώσει δαγκώνοντάς τα.  Έπιασα με τον αντίχειρα και το δείκτη και κανέναν το μάγουλό σου και σου έστριψα μια γερή τσιμπιά ρωτώντας σε, ποιος σε φίλησε; ποιος δάγκωσε τα χείλη σου;

        Και τότε εσύ βγήκες από την οθόνη, πήδηξες στο πάτωμα, από μικρή έγινες μεγάλη, όχι πολύ μεγάλη και κάθισες στον κόκκινο καναπέ μου, πλάι μου. Και τότε σε ρώτησα ψιθυρίζοντάς στ’ αυτί σου κάτι που δεν άκουσες, το πρόσωπό σου γέμισε απορία, το χαρτί μου γέμισε λέξεις, η μπαταρία του μυαλού μου φορτίστηκε στο εκατό τοις εκατό. Και εσύ διάβασες αυτό που δεν είχες ακούσει μάλλον: Το χαρτί που είχα βάλει μπροστά στα μάτια σου ήταν γεμάτο με ανθρωπάκια που όλα τους φορούσαν καπέλο και κορίτσια που φορούσαν φούστα. Και επειδή δεν είχαν χρώμα, τεντώνοντας τες έγραφαν είναι καιρός τώρα να 'ρθεις μαζί μου. Και γω θα βάλω το πρόσωπό μου πολύ κοντά στο δικό σου επαναλαμβάνοντας: Α! α! Θα πιω τον ήλιο, θα πιω το φως σου, θα πιω τα χείλη σου, την ορμή σου, θα καταπιώ το βλέμμα σου, θα γίνω κτήνος. Θα γίνω ο «Ερρίκος σου ο 8ος», θα είσαι η τελευταία γυναίκα που αγάπησα.

Και τότε το παραμύθι θα ζωντανέψει: Το Καδακές έχει πριν από χρόνια βουλιάξει μέσα στην ερημιά του. Ο Νταλί έφυγε μαζί με την Γκαλά για την Αμερική και δεν ξαναγύρισε. Οι άλλοι πήδηξαν στους τάφους που είχαν οι ίδιοι ζωγραφίσει όταν ήρθε η ώρα τους. Οι ψαράδες που έβγαιναν στ' ανοιχτά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο όταν είχε φεγγάρι που μάγευε τα ψάρια, παγιδεύονταν στα καλοπλεγμένα δίχτυα τους. Όταν οι επιστήμονες ξεκίνησαν να ερευνήσουν προσεκτικά το βυθό για να δουν αν μπορούν να ανασύρουν το ψαροχώρι, που χάθηκε χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, βούλιαξαν στην ιλή του βυθού. Τότε ήταν που συνέβη ένα θαύμα: Ο Μπουνιουέλ το είχε απαθανατίσει με το φακό της μηχανής του και την ώρα που μας εντόπισε να κολυμπάμε κάπως μακριά από την ακτή, άρχισε να  κινηματογραφεί ένα πολύ περίεργο φαινόμενο που μόνο στον κινηματογράφο θα μπορούσε να συμβεί. Μας φώναξε, λοιπόν, να απολαύσουμε και μεις το θέαμα. Τον πλαισιώσαμε και είδαμε το ψαροχώρι να αναδύεται μαζί με το σπίτι του Νταλί, τον Νταλί να ζωγραφίζει την Γκαλά, και μεις να βγάζουμε κραυγές άφατου θαυμασμού και ο Μπουνιουέλ που τις είχε ακούσει μας είπε να μπούμε μέσα στο πλάνο και μετά μας ζήτησε να φιληθούμε και να κάνουμε έρωτα μπροστά στην κάμερα. Εμείς ντραπήκαμε και κρυφτήκαμε στα βράχια. Και τότε ο Μπουνιουέλ σταμάτησε να φιλμάρει και έγραψε τη λέξη THE END.

Και τότε θυμήθηκα τη φράση που είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του ο Μπέργκμαν: Χτύπησα πολλές φορές τις γροθιές μου πάνω στην πόρτα των ονείρων, αλλά αυτές δεν άνοιγαν, παρά μόνο για τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τις κουρταλεί. Η ανάγκη να μπούμε από την κυρία είσοδο στα όνειρά μας σ' αυτά που βλέπουμε στον ύπνο μας κι αυτά που δημιουργούμε μες στην τρελή μας φαντασία, μοιάζει τόσο με τα δύο κορίτσια, τη Μελίνα και τη Βεατρίκη, όταν μαθαίνουν να χορεύουν. Τότε εσύ σκας στα γέλια σαν να έχω γαργαλήσει όλο σου το σώμα και το γέλιο σου κατσαρό, κελαρυστό σαν νερό που κυλάει σε αυλάκι που προχωρώντας γίνεται παραπόταμος, χύνεται στον καταρράκτη, συναντάει το ποτάμι, διεισδύει ήρεμα στη θάλασσα, μας περιμένει μ' ένα ψαροκάικο που οδηγεί ένας άνθρωπος με καλυμμένο κεφάλι. Μου θυμίζει έντονα ένα πρόσωπο που εμφανίζεται εκείνο το καλοκαίρι του 1929 στο Καδακές. Την κόρη του Ρούμπεν Δαρείο, εκείνη την όμορφη κοπέλα με την κοτσίδα που ήξερε να οδηγεί μεγαλόπρεπα την λιμουζίνα της και να πατάει τρεις φορές τη κόρνα. Παρ' όλα αυτά μια μέρα κόντεψε να πατήσει και τον Μπάστερ Κήτον, τον οποίον είχε πάρει ο ύπνος μέσα σ' ένα καλάθι που κοιμόντουσαν δέκα γάτες, αλλά εκείνη την ώρα ήταν άδειο. Παρόλο που αυτός σφύριζε σε δύο χρόνους, σαν τρένο που τρέχει πάνω σε γέφυρα και παρόλο που η κοιλιά του εξείχε από το καλάθι και ανεβοκατέβαινε γεμάτη από τα ποτά που είχε καταπιεί. Η κόρη του Ρούμπεν, η Ματθίλδη - Εντίτα δεν τον είχε δει, γιατί το μαντήλι που είχε δεμένο στο λαιμό της, ο αέρας το είχε φέρει μπροστά στα μάτια της. Τη τελευταία στιγμή όμως όταν το μαντήλι απομακρύνθηκε από τα μάτια της γιατί ο αέρας φύσηξε και το πήρε μακριά τους, πάτησε φρένο νομίζοντας ότι ένα παιδί (δεν είχε δει ότι ήταν μεγάλος), κινδύνευε να πέσει στις ρόδες της.

Στο μεταξύ η Ισιδώρα χόρευε στην τοποθεσία Κοπανάς που κάποτε πήρε την ονομασία Βύρωνας -τώρα τι σχέση έχει αυτή η μεταμόρφωση, θα σας γελάσω- αλλά αυτό συνέβηκε πριν το μακρύ σάλι της πιαστεί γύρω απ' την αριστερή ρόδα της λευκής λιμουζίνας της. Πλάι της δεν ήταν κανείς από αυτούς που παρακολούθησαν το σόλο της εκείνο το σούρουπο στον Κοπανά ή Βύρωνα: ούτε ο Γεσένιν, που είχε γράψει το αποχαιρετιστήριο σημείωμά του - ή μήπως το δικό της; ούτε ο Άγγελος Σικελιανός ούτε η Εύα Πάλμερ.

Κάποτε ως αλαφροΐσκιωτος, ένας ψαράς βρήκε στο βυθό του Καδακές κάτι που οι επιστήμονες δεν είχαν ανακαλύψει ποτέ. Αυτός είχε χρησιμοποιήσει την βυθοκόρο των ονείρων. Βλέπεις δεν ονειρεύονται μόνο οι ποιητές, ονειρεύονται κι οι ψαράδες. Αυτός ο ψαράς λεγόταν Ματέο και διάβαζε πάντα ένα μόνο στίχο, τον ίδιο, από τον Εκκλησιαστή: Ματαιτότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Ο Ματέο λοιπόν ξύπνησε πολύ νωρίς από ένα χτύπο στη πόρτα. Υποθέτω πως θα ήταν η γροθιά που είχε ρίξει ο Μπέργκμαν στα δικά του όνειρα που κοιμόντουσαν βαθιά στο βυθό της λογικής των θεατών του. Αντίθετα μ' αυτά του Ταρκόφσκι που έσταζαν από μια βρύση στο Παλέρμο και γέμιζαν με νοσταλγία την κοιλιά του Μπόρχες που ήταν εκείνη την εποχή στο Παλέρμο ή μήπως στη Νάπολη, μπορεί στην Βενετία. Αυτός δεν ήταν που είπε: Εγώ είμαι η τίγρης; Εγώ είμαι ο Μπόρχες; Όταν τον άκουσα με τα αυτιά μου εγώ είπα: ''Εγώ είμ' εγώ ευζουνάκ' γουργό'' και κάτι γουργούρισε στη κοιλιά μου, Τότε ήταν που τα πράγματα άρχισαν να περιστρέφονται όπως τα αλογάκια στο καρουσέλ, όπως ο άνεμος όταν γίνεται στρόβιλος και στροβιλίζονταν με αυξανόμενη ταχύτητα, το κασκόλ της Ισιδώρας, το σάλι του Γεσένιν, τα σάλια του Μπάστερ Κήτον, εγώ γύρω απ' τον εαυτό μου, οι επιστήμονες στο βυθό, ο ψαράς διαβάζοντας παρακάτω τον Εκκλησιαστή, η Βεατρίκη και η Μελίνα καθισμένες η μία πίσω από την άλλη στο λευκό αλογάκι που το βλεπες να εμφανίζεται μπροστά σου, πίσω σου, πλάι σου, απ' την άλλη πλευρά και να μην βρίσκεται ούτε στη μέση και εσύ να με παίρνεις απ' το χέρι και να με τραβάς στη δική σου δίνη και να βρισκόμαστε πάνω απ' τα νερά, τα πάνω νερά, κάτω απ' τα νερά, οριζοντίως, καθέτως, ο ένας πάνω στον άλλον και τότε ξαφνικά όλα σταμάτησαν να κινούνται.

Ένας άντρας γυμνός απ' τη μέση και πάνω καθόταν στην παραλία και μετρούσε τους κόκκους της άμμου που βρίσκονταν εκεί που καθόταν, ώσπου έχασε το μέτρημα. Πάντα χάνεις το μέτρημα όταν μετράς, πάντα χάνεσαι όταν ονειρεύεσαι, πάντα γελάς μέσα στην στέρνα όταν εκείνη βάφει τα νύχια της σε χρώμα κρεατί. Όταν βάζει τα γυαλιά της, όταν βγάζει τα γυαλιά της και μην ξεχνάς ποτέ να ξεχνάς, να ξεχνάς, να ξεχνάς...